Ο πόλεμος της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας εισήλθε ήδη στον δεύτερο μήνα και τίποτε επί του παρόντος δεν δηλώνει ότι θα τελειώσει γρήγορα. Αντιθέτως, άπαντες θεωρούν ότι θα διαρκέσει, χωρίς κανείς να είναι σε θέση να προβλέψει με ακρίβεια τον χρόνο, την ένταση, το βάθος και την ενδεχόμενη διεύρυνση ή γενίκευση της σύγκρουσης.

Οι συνέπειες ωστόσο, οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές και άλλες, πολλαπλασιάζονται καθημερινά και επηρεάζουν ολόκληρο τον πλανήτη, ιδιαιτέρως τις φτωχότερες χώρες και δη τις εξαρτημένες από ενεργειακά και επισιτιστικά αγαθά.

Οι χώρες που δεν έχουν πετρέλαιο, φυσικό αέριο και είναι εξαρτημένες στην παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος και ταυτόχρονα είναι ελλειμματικές σε δημητριακά θα μετρήσουν σοβαρότερες πιέσεις.

Πολύ περισσότερο τώρα που ο κόσμος είναι διασυνδεδεμένος και αλληλοεξαρτώμενος. Στο παρόν καθεστώς της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας και των ανοιχτών αγορών τέτοια βίαια γεγονότα, όπως ο πόλεμος, λαμβάνουν πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις απ’ ό,τι στο παρελθόν και οδηγούν σε ακόμη βιαιότερες διαταραχές.

Ετσι, η καταγεγραμμένη από την περίοδο της υγειονομικής κρίσης διαταραχή της παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία γενικεύθηκε, διευρύνθηκε και έλαβε βίαια χαρακτηριστικά, όπως φανερώνει η έκρηξη των τιμών διεθνώς. Επιπλέον, οι έννοιες της ενεργειακής και επισιτιστικής ασφάλειας απέκτησαν άλλη σημασία και πολύ μεγαλύτερη αξία.

Ηδη τα ελληνικά νοικοκυριά βιώνουν τον πρώτο κύκλο των συνεπειών. Οι τιμές των καυσίμων, του ηλεκτρικού ρεύματος και των τροφίμων έχουν εκτιναχθεί στα ύψη και όλα τα στοιχεία βεβαιώνουν ότι είμαστε στην αρχή ενός ισχυρού πληθωριστικού κύματος. Οι υπεύθυνοι αλυσίδων λιανικής πώλησης μιλούν για ένα «πολύ βίαιο και ανεξέλεγκτο κύμα ανατιμήσεων» που αναπόφευκτα θα προκαλέσει την ανάπτυξη ισχυρού κύματος διεκδικήσεων από την πλευρά των εργαζομένων, οι οποίοι βλέπουν τα ήδη πενιχρά εισοδήματά τους να κατατρώγονται από τις ταχέως αυξανόμενες τιμές βασικών αγαθών.

Η κυβέρνηση έχει πλήρη γνώση και κατανόηση των συνθηκών, αλλά επί του παρόντος αμύνεται, καθώς δεν γνωρίζει τη διάρκεια και την ένταση της κρίσης. Κατά βάση προστατεύεται δημοσιονομικά, προσπαθεί να διατηρήσει αποθέματα πόρων ικανά να υποστηρίξουν τη χώρα και την οικονομία μας στην περίπτωση που η διεθνής κατάσταση γίνει εντελώς ανεξέλεγκτη. Ελπίζει σε κοινή ευρωπαϊκή στάση, υπολογίζει σε ενιαία αντιμετώπιση του ενεργειακού προβλήματος και, το κυριότερο, εκτιμά ότι το σοκ της παρούσης κρίσης θα είναι μικρότερης έντασης από τα δύο προηγούμενα, της μεγάλης οικονομικής και της επιμένουσας υγειονομικής κρίσης. Οι υπεύθυνοι της ελληνικής οικονομίας σημειώνουν ότι θα μπει κάποιο φρένο στις προσδοκίες, οι ρυθμοί ανάπτυξης θα είναι μικρότεροι μεν, αλλά θα παραμείνουν θετικοί. Περισσότερο ανησυχούν για την πληθωριστική πίεση παρά για οτιδήποτε άλλο, αναγνωρίζοντας ότι ο πληθωρισμός λόγω της εξάρτησης από ενεργειακά αγαθά και τρόφιμα μπορεί να εκτιναχθεί σε διψήφια ποσοστά.

Οπως και να έχει, ο πόλεμος φανέρωσε την αξία των βασικών θεμελιωδών αγαθών.

Επιβάλλεται ως εκ τούτου να ξαναδούμε το παραγωγικό μας μοντέλο και να επιχειρήσουμε στροφή στην αξιοποίηση των φυσικών πόρων. Η γη, ως μέσο παραγωγής τροφίμων, ο αέρας και ο ήλιος ως πηγές ενέργειας, μα και η θάλασσα, ως βάση τόσο των προαναφερθέντων όσο και ως βασικό μέσο μεταφοράς, αποκτούν άλλη αξία και σημασία σε τούτους τους τόσο ανάποδους καιρούς.

Μένει σε εμάς, στον ελληνικό λαό, στην πολιτική και οικονομική ηγεσία του τόπου, να τιμήσουμε και να αξιοποιήσουμε στον μέγιστο βαθμό τον παραμελημένο φυσικό πλούτο της Ελλάδας.

«Εάν αποσυνδέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις» έγραψε σε ανύποπτο χρόνο ο Οδυσσέας Ελύτης. Ισως ήλθε ο καιρός να τα ξαναδούμε όλα από την αρχή…