Η Δικαιοσύνη είναι τυφλή, λένε όσοι έχουν μια απομακρυσμένη ιδέα του πώς λειτουργούν τα ελληνικά δικαστήρια. Τα δικαστήρια δεν απονέμουν δικαιοσύνη αλλά επιλύουν διαφορές με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, λένε εκείνοι που γνωρίζουν εκ των έσω πώς λειτουργεί το δικαστικό σύστημα στην Ελλάδα. Δυστυχώς, από την πείρα που έχω αποκτήσει σερνόμενη επί χρόνια στα δικαστήρια, κυρίως ως εναγομένη, σπανίως ως ενάγουσα, έχουν απόλυτο δίκιο οι δεύτεροι. Ιδίως στο σημείο «με τον έναν ή τον άλλον τρόπο».

Στη μακροχρόνια «θητεία» μου στα δικαστήρια έχω καταλάβει το εξής: η απονομή «δικαιοσύνης» στην Ελλάδα είναι μια εξαιρετικά ψυχοφθόρα, αδικαιολόγητα χρονοβόρα, δαπανηρή και επίπονη  διαδικασία. Η οποία μάλιστα μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατ’ εξακολούθηση για την «τιμωρία» κάποιου, ειδικά αν αυτός που τη χρησιμοποιεί για να υποβάλει τον άλλο στο μαρτύριο της ελληνικής Δικαιοσύνης έχει χρήματα να διαθέσει για αυτόν τον σκοπό.

Ο όρος «δικαστική κακοποίηση» μπορεί να ακούγεται υπερβολικός σε ορισμένους, όμως η έννοια της κακοποίησης ενός προσώπου μέσω του διασυρμού του στα δικαστήρια όχι μόνο υφίσταται αλλά και διευκολύνεται από τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η ελληνική Δικαιοσύνη. Για κάθε πολύκροτη υπόθεση, συνήθως ποινική, που φθάνει στα δικαστήρια και μοιάζει να έχει μια λογική έκβαση, υπάρχουν εκατοντάδες υποθέσεις που διεκπεραιώνονται τσαπατσούλικα, με τεράστια καθυστέρηση και χωρίς λογική.

Το πιο λυπηρό όμως ήταν όταν διαπίστωσα ότι συχνά οι δικαστές δεν εξετάζουν την ουσία. Από τα πιο τρανταχτά παραδείγματα είναι η απόφαση, σε υπόθεση που με αφορούσε πριν από λίγα χρόνια, που περιείχε ζήτημα το οποίο δεν είχε καμία σχέση και δεν το είχε αναφέρει κανένας από τους αντιδίκους. «Θα βιαζόταν ο δικαστής πριν τις διακοπές (σ.σ.: ήταν τέλος Ιουλίου) και θα έκανε την απόφαση copy paste από άλλη παρόμοια υπόθεση» πιθανολόγησε η τότε δικηγόρος μου.

«Θα δικάσω βάσει εγγράφων» είχε πει τότε ο δικαστής, είχε παραλάβει τα έγγραφα και δεν είχε δώσει καμία άλλη σημασία την ημέρα του δικαστηρίου. Το λυπηρό είναι ότι δεν έδωσε σημασία ούτε στα έγγραφα όταν δίκαζε με την ησυχία του βάσει εγγράφων: ανάμεσά τους υπήρχε επίσημο έγγραφο που διέψευδε τελείως τον ισχυρισμό του ενάγοντος – ή εκείνος έπρεπε να διωχθεί για ψευδή καταμήνυση ή ο φορέας που εξέδωσε το έγγραφο για ψευδή μαρτυρία. Δεν συνέβη τίποτε από αυτά. Αντίθετα ήρθε η απόφαση-copy paste.

Το ακόμα πιο λυπηρό είναι ότι δεν υπάρχουν ικανές προβλέψεις για λογοδοσία των δικαστών, ούτε ακόμα και όταν κάνουν εξόφθαλμα ανεπαρκώς τη δουλειά τους. Δεν γνωρίζω αν κλήθηκε ποτέ να λογοδοτήσει ο δικαστής που δικαίωσε τον Αρτέμη Σώρρα, κρίνοντας ότι εκείνος που τον οδήγησε κατηγορούμενο στα δικαστήρια όφειλε να αποδείξει πως ο Σώρρας δεν διέθετε τα 600 δισ. ευρώ που διατεινόταν ότι διέθετε και όχι το αντίθετο (και πολύ πιο απλό και λογικό: να αποδείξει ο Σώρρας «βάσει εγγράφων» ότι είχε τα χρήματα). Πιθανολογώ ότι εκείνος ο δικαστής δεν λογοδότησε.

Αυτό που γνωρίζω είναι ότι για κάθε κωμικοτραγική απόφαση τύπου Σώρρα που παίρνει δημοσιότητα υπάρχουν εκατοντάδες εξίσου παράλογες αποφάσεις για τις οποίες ο πολίτης που τις υφίσταται δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Στην Ελλάδα δεν κρίνονται οι δικαστές, ούτε αλλάζει το σύστημα. Επειδή αργούσαν υπερβολικά να εκδικαστούν οι αγωγές, θεσπίστηκαν τα ασφαλιστικά μέτρα για πιο γρήγορη απονομή «δικαιοσύνης». Οταν και οι αποφάσεις για τα ασφαλιστικά μέτρα άρχισαν να καθυστερούν όπως οι αγωγές, θεσπίστηκε η προσωρινή διαταγή.

Με αυτόν τον τρόπο, αντί να λυθεί το πρόβλημα της καθυστέρησης, ο πολίτης που επείγεται να εκδικαστεί η υπόθεσή του είναι αναγκασμένος να πληρώσει εις τριπλούν την εκδίκασή της και να καθυστερήσει εις τριπλούν. (Ενα προσωπικό παράδειγμα από τα πολλά: για ασφαλιστικά μέτρα που εκδικάστηκαν τον Νοέμβριο του 2020, η απόφαση εκδόθηκε Φεβρουάριο του 2022! Είχε προηγηθεί η προσωρινή διαταγή εκδικασμένη τον Φεβρουάριο του 2020, ενώ έπεται η αγωγή άγνωστο σε πόσα χρόνια.)

Το δικαστικό σύστημα στην Ελλάδα δεν μπορεί να αναγνωρίσει αν κάποιος έχει κατηγορηθεί για τα πάντα και για τα αντίθετά τους από το ίδιο άτομο, δηλαδή αν σέρνεται συστηματικά στα δικαστήρια χωρίς άλλον λόγο παρά μόνο την κακοποίηση και την οικονομική του εξόντωση. Δεν μπορεί καν να διορθώσει το «παραθυράκι» που επιτρέπει τη λήψη δύο διαφορετικών ημερομηνιών για την εκδίκαση της ίδιας υπόθεση σε δεύτερο βαθμό (έφεση) με όσα αυτό μπορεί νσ συνεπάγεται για τον πολίτη. Αμφιβάλλω αν έχει καν διορθώσει το εξής: πριν από μερικά χρόνια, η αποθανούσα μητέρα μου κλήθηκε σε δίκη και για να αποδείξω την αδυναμία της να παραστεί παρέδωσα πιστοποιητικό θανάτου της επικυρωμένο από ΚΕΠ. Επειδή η δίκη πήρε πάμπολλες αναβολές, με ενοχλούσε κάθε φορά ο δικαστικός επιμελητής απαιτώντας κάθε φορά νέο πιστοποιητικό θανάτου επικυρωμένο από ΚΕΠ!

Ου μπλέξεις, λέει ο απλός κόσμος, όποιος θέλει να σε κάνει να τραβιέσαι, σε πάει στα δικαστήρια και μετά τρέχα να αποδείξεις ότι δεν είσαι ελέφαντας. Το δυστύχημα είναι ότι τα δικαστήρια είναι συνεργοί σε αυτή τη δικαστική κακοποίηση χωρίς τέλος των πολιτών.