«Οι συγκρίσεις κουτσαίνουν» λέμε στη γλώσσα μου. Στη Γερμανία, οι συγκρίσεις με τον Αντολφ Χίτλερ παραβιάζουν την «πολιτική ορθότητα». Η θέση της ιστορικής μοναδικότητας των εγκλημάτων των Ναζί είναι μέρος της λογικής του κράτους (Staatsräson) της μεταπολεμικής Γερμανίας.

Είναι προβληματικό να συγκρίνουμε τον Πούτιν και τον Ερντογάν – ειδικά αυτές τις ημέρες που ο ρώσος δικτάτορας καταδικάζεται παγκοσμίως λόγω του επιθετικού πολέμου του κατά της Ουκρανίας – και αρκετοί τον εντάσσουν στη σφαίρα των ψυχοπαθών. Ενώ ένα μεγάλο μέρος της ανθρωπότητας περιφρονεί τον Πούτιν, την ίδια στιγμή ο Ερντογάν παρουσιάζεται ως πολιτικός διαμεσολαβητής στον πόλεμο που υποκινεί η Μόσχα. Η διπλωματία, όχι ο πόλεμος, είναι το σήμα κατατεθέν με το οποίο ο τούρκος πρόεδρος αποσκοπεί να εντυπωσιάσει τις ημέρες αυτές τη διεθνή (καθώς και την τουρκική) κοινή γνώμη.

Ομως ο Ερντογάν ξέρει να αντιδρά και αλλιώς. Το 2020, ο Michael Thumann έγραψε ένα άρθρο με τίτλο «Οι τρεισήμισι πόλεμοι του Ερντογάν». Εκεί ο γερμανός δημοσιογράφος περιγράφει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Συρία, το Ιράκ και τη Λιβύη. Ο «μισός πόλεμος» αναφέρεται στις προκλήσεις κατά της Ελλάδας και στην κρίση στην Ανατολική Μεσόγειο. Οπως είναι γνωστό μία  συντονισμένη  ευρωπαϊκή (και γερμανική) παρέμβαση απέτρεψε την πολεμική κλιμάκωση.

Στο Ουκρανικό όλες οι διαμεσολαβήσεις παρέμειναν άκαρπες. Η ρωσική εισβολή ξύπνησε την Ευρώπη από τον λήθαργο. Ειδικά οι Γερμανοί είχαν βολευτεί σε έναν κόσμο στον οποίο ο πόλεμος δεν έχει θέση. Τώρα το σοκ είναι μεγάλο. Βρισκόμαστε στην αρχή ενός ριζικού αναπροσανατολισμού.

Πόλεμος και πολιτική

Ο Ερντογάν και ο Πούτιν έδειξαν με τις πράξεις τους ότι δεν συμμερίζονται την πεποίθηση ότι οι πόλεμοι δεν πρέπει να έχουν θέση στην πολιτική. Τους δύο ηγέτες συνδέει η διάθεση να χρησιμοποιήσουν στρατιωτική ισχύ ως μέσο για την επίτευξη πολιτικών στόχων. Στους συλλογισμούς τους το διεθνές δίκαιο παίζει στην καλύτερη περίπτωση δευτερεύοντα ρόλο. Οπως ο Πούτιν, έτσι και ο Ερντογάν νοσταλγεί την προ πολλού χαμένη αυτοκρατορία και φιλοδοξεί την αποκατάσταση του παλιού μεγαλείου της χώρας του που θα του εξασφαλίσει μια θέση στην ιστορία.

Στις φιλελεύθερες δημοκρατίες της Δύσης, μαθαίνουμε να επιλύουμε τις διαφορές ορθολογικά και συναινετικά. Σε αυτή τη λογική το δικαίωμα του ισχυρού δεν έχει θέση. Ο Πούτιν και ο Ερντογάν δεν έχουν μια φιλελεύθερη, αλλά μια ανταγωνιστική αντίληψη της πολιτικής. Σε αυτόν τον κόσμο, οι συμβιβασμοί και οι παραχωρήσεις δεν λαμβάνουν χώρα.

Κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης θητείας τους, οι δύο ηγέτες έχουν αποκτήσει έναν βαθμό ισχύος που θυμίζει απόλυτες μοναρχίες. Ο αυταρχισμός στα εσωτερικά αντανακλά την επιθετικότητα προς τα έξω. Το ένα προϋποθέτει το άλλο, πρόκειται για δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.

Εξουσία και δημοκρατία

Παρ’ όλα αυτά: ο Ερντογάν δεν είναι Πούτιν και η Τουρκία δεν είναι Ρωσία. Η αυταρχική «ευθυγράμμιση» στη Ρωσία δεν συγκρίνεται με την πολιτική κατάσταση στην Τουρκία. Για να διατηρηθεί στην εξουσία ο Ερντογάν έχει ανάγκη τη νομιμοποίηση μέσω πολιτικών εκλογών. Σίγουρα, η Τουρκία του Ερντογάν απέχει πολύ από μία  φιλελεύθερη δημοκρατία. Ωστόσο, δεν είναι το πολιτικό νεκροταφείο στο οποίο έχει μετατρέψει τη Ρωσία ο Πούτιν.

Ενας μεγάλος φόβος του Ερντογάν είναι να χάσει την πλειοψηφία και ενδεχομένως και την εξουσία στις εκλογές του επόμενου έτους. Στη Ρωσία η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική:  Για τον Πούτιν το σενάριο απώλειας εξουσίας στις κάλπες δεν του περνάει καν από το μυαλό. Το πολύ πιο πιθανό ενδεχόμενο είναι να εκδιωχθεί από την εξουσία από μια μαζική εξέγερση.

* Ο δρ Ρόναλντ Μαϊνάρντους είναι πρώην διευθυντής του ελληνικού προγράμματος της Deutsche Welle, πρώην επικεφαλής του γραφείου του Ιδρύματος Friedrich Naumann για την Ελευθερία (FNF) στην Τουρκία και κύριος ερευνητής στο ΕΛΙΑΜΕΠ.