Οταν το καλοκαίρι του 2020 το τουρκικό ερευνητικό σκάφος «Oruc Reis»αλώνιζε στην Ανατολική Μεσόγειο, μεταξύ Καστελλορίζου και Κύπρου, συνοδευόμενο από πλοία του τουρκικού Πολεμικού Ναυτικού, ένα από τα θέματα που ήρθαν στην επικαιρότητα ήταν οι στρατιωτικοί εξοπλισμοί που παρέχουν στην Τουρκία μια σειρά από κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ). Το θέμα ήγειρε η Αθήνα σε επίπεδο Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, με τη συζήτηση να επικεντρώνεται ιδιαίτερα στη Γερμανία και στα πασίγνωστα πλέον υποβρύχια τύπου 214, τα οποία (συνολικά έξι) πρόκειται να αποκτήσει σύντομα η γειτονική Τουρκία, «ισοφαρίζοντας», κατά μία έννοια, ένα κρίσιμο πλεονέκτημα που έχει το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό, το οποίο διαθέτει τέσσερα τέτοια υποβρύχια.

Συσκευές και για τα Bayraktar TB2

Το ζήτημα των γερμανικών – και όχι μόνο – εξοπλισμών προς την Τουρκία ετέθη επανειλημμένως προς το Βερολίνο (σε κορυφαίο επίπεδο), ενώ η κυβέρνηση έθεσε στον δημόσιο διάλογο το ενδεχόμενο ακόμη και ενός εμπάργκο όπλων προς την Τουρκία, ένα αίτημα εξαιρετικά δύσκολο να υλοποιηθεί. Εσχάτως – με αφορμή και τις αποκαλύψεις ότι γερμανική εταιρεία προμηθεύει μέσω θυγατρικής της στη Νότια Αφρική συσκευές κομβικής σημασίας για την κατασκευή των τουρκικών drones Bayraktar TB2 – το θέμα της εξαγωγής ευρωπαϊκών οπλικών συστημάτων προς την Αγκυρα έχει δυναμικά επανέλθει στο ραντάρ των υπουργείων Εξωτερικών και Εθνικής Αμυνας.

Η συνεργασία στην παραγωγή στρατιωτικού υλικού πρέπει να πάει χέρι-χέρι με τη διαφάνεια, συμπεριλαμβανομένης της κοινοβουλευτικής διαφάνειας και ενός μηχανισμού ελέγχου σε επίπεδο ΕΕ

«Η νέα γερμανική κυβέρνηση Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων και Ελευθέρων Δημοκρατών έχει δεσμευτεί σε μια περιοριστική εξαγωγική πολιτική εξοπλισμών» λέει η Χάνα Νόιμα

Η επίκληση της Κοινής Θέσης

Ενα από τα διπλωματικά όπλα που είχε επιχειρήσει να αξιοποιήσει η Αθήνα για να ευαισθητοποιήσει τους εταίρους της ήταν η Κοινή Θέση 2008/944/CFSP (για την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφαλείας) που υιοθετήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 2008. Η εν λόγω Κοινή Θέση, η οποία δεν ήταν ευρύτερα γνωστή στην κοινή γνώμη, περιλαμβάνει μια σειρά από κριτήρια που πρέπει να εφαρμόζονται «για τον καθορισμό κοινών κανόνων που διέπουν τον έλεγχο των εξαγωγών στρατιωτικής τεχνολογίας και εξοπλισμού» σε τρίτες χώρες. Το ελληνικό αίτημα για εμπάργκο όπλων είχε πέσει στο κενό καθώς ουδείς από τους κοινοτικούς εταίρους δεν είχε δεχθεί καν να συζητήσει ένα τέτοιο ενδεχόμενο, αλλά και γενικότερα η επίκληση της Κοινής Θέσης δεν… συγκίνησε τα υπόλοιπα κράτη-μέλη.

Αυστηρότεροι έλεγχοι στις εξαγωγές όπλων

Σήμερα, όμως, μια πρωτοβουλία της ευρωβουλευτού των Γερμανών Πρασίνων Χάνα Νόιμαν (η οποία δείχνει ότι η θέση του ευρωβουλευτή μπορεί να αξιοποιηθεί για πολύ περισσότερα από την έκδοση άνευρων δελτίων Τύπου προς εσωτερική κατανάλωση, όπως συμβαίνει κατά κόρον στην ελληνική περίπτωση) για μια πρόταση Κανονισμού με σκοπό την επιβολή αυστηρότερων ελέγχων στις εξαγωγές όπλων από τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ) δεν πρέπει να περάσει ανεκμετάλλευτη. Πρόκειται για μια κίνηση που αναμφίβολα μπορεί να αξιοποιηθεί από την ελληνική πλευρά, με δεδομένο ότι ήδη από την προεκλογική περίοδο είχαν γίνει προσπάθειες να υπάρξουν γέφυρες με τους Πρασίνους στο ζήτημα των εξοπλισμών προς την Τουρκία.

Μηχανισμός εκτίμησης κινδύνου

Η πρόταση της κυρίας Νόιμαν, με την οποία πρόσφατα συνομίλησε «Το Βήμα», υποστηρίζεται από άλλους οκτώ βουλευτές της ευρωομάδας των Πρασίνων και σύμφωνα με ενημερωμένες διπλωματικές πηγές θα πρέπει να αναλυθεί σοβαρά από την Αθήνα. Ο σκοπός είναι να σταματήσει η διαφορετική ερμηνεία των κοινών κριτηρίων από τα κράτη-μέλη σε μια εποχή που η ΕΕ επιθυμεί, τουλάχιστον σε διακηρυκτικό επίπεδο, μια πιο συνεκτική εξωτερική και αμυντική πολιτική, αλλά και την ενίσχυση κοινών projects για την παραγωγή οπλικών συστημάτων. Αυτό, σύμφωνα με το Σχέδιο Κανονισμού, θα γίνει με τη θεσμοποίηση ενός μηχανισμού εκτίμησης κινδύνου των εξαγωγών όπλων πριν από την απόφαση (που θα συνεχίσει να λαμβάνεται σε εθνικό επίπεδο). Είναι φυσικά σαφές ότι η πρόταση θα συναντήσει αντιδράσεις, με τις πρώτες να εστιάζουν στη νομική βάση εισήγησης ενός τέτοιου Κανονισμού. Αυτή, κατά την κυρία Νόιμαν και τους υπόλοιπους ευρωβουλευτές που στηρίζουν την πρόταση, βρίσκεται στο Αρθρο 207 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της ΕΕ (ΣΛΕΕ) και όχι στο Αρθρο 346 που επιτρέπει στα κράτη-μέλη να αιτούνται εξαιρέσεις κάθε φορά που κρίνουν ότι διακυβεύονται συμφέροντα εθνικής ασφαλείας.

Η γερμανική δέσμευση και ο γαλλικός σκόπελος

Δύο από τις ισχυρότερες χώρες της ΕΕ, η Γερμανία και η Γαλλία, είναι και από τους μεγαλύτερους εξαγωγείς όπλων παγκοσμίως. Δεν θα αντιδράσουν σε έναν τέτοιο Κανονισμό; ρωτάμε την κυρία Νόιμαν. «Η νέα γερμανική κυβέρνηση Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων και Ελευθέρων Δημοκρατών έχει δεσμευτεί σε μια περιοριστική εξαγωγική πολιτική εξοπλισμών» μας λέει. Παραδέχεται όμως ότι «η κατάσταση με τη Γαλλία είναι διαφορετική. Εξακολουθεί να είναι αντίθετη σε κάθε ανάμειξη σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ωστόσο», προσθέτει, «έχει και αυτή αρχίσει να συνειδητοποιεί ότι η εθνική διαδικασία αποφάσεων στις εξαγωγές όπλων καθιστά τα πράγματα περίπλοκα αν τα κράτη-μέλη παράγουν όπλα από κοινού – και αυτό συμβαίνει όλο και περισσότερο. Η συνεργασία στην παραγωγή στρατιωτικού υλικού πρέπει να πάει χέρι-χέρι με τη διαφάνεια, συμπεριλαμβανομένης της κοινοβουλευτικής διαφάνειας και ενός μηχανισμού ελέγχου σε επίπεδο ΕΕ. Η έλλειψη εναρμόνισης ήδη δημιουργεί προβλήματα».

Η πρόταση της κυρίας Νόιμαν δεν επιδιώκει φυσικά να μεταφέρει υπό πλήρη κοινοτικό έλεγχο την απόφαση για εξαγωγή όπλων. Υπάρχουν όμως δύο σημεία που παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον. Το πρώτο αφορά τη σύσταση δημιουργίας ενός ανεξάρτητου Οργάνου Κοινής Εκτίμησης Κινδύνου (Common Risk Assessment Body) με σκοπό να αυξηθεί η πολιτική συνοχή στις εξαγωγικές αποφάσεις. Το όργανο αυτό θα καταρτίσει και θα ανανεώνει έναν κατάλογο χωρών προβληματικών για εξαγωγές όπλων με βάση τα οκτώ κριτήρια που προβλέπει η Κοινή Θέση του 2008, στα οποία προτείνεται να προστεθεί ακόμη ένα, αυτό της διαφθοράς. Αυτός ο κατάλογος θα παρουσιάζεται από την Κομισιόν στο Συμβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και οι συστάσεις του θα πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν από τα κράτη-μέλη της ΕΕ. Αν πάντως η εκτίμηση κινδύνου ενός κράτους-μέλους είναι πιο αυστηρή από την κοινοτική, τότε θα εφαρμόζεται εκείνη.

Το επιχείρημα περί εθνικής ασφάλειας

Δεν ανησυχεί η κυρία Νόιμαν – και αυτό είναι το δεύτερο σημαντικό σημείο – ότι κάποια κράτη-μέλη θα επιδιώξουν να εκμεταλλευτούν το «νομικό παράθυρο» που υπάρχει για εξαίρεση από τη συμμόρφωση με τις συστάσεις του Οργάνου Κοινής Εκτίμησης Κινδύνου μέσω της επίκλησης λόγων εθνικής ασφαλείας; «Η πρόταση Κανονισμού», εξηγεί, «στοχεύει να αποτρέψει την κατάχρηση του επιχειρήματος περί εθνικής ασφαλείας ώστε να δικαιολογούνται αμφιλεγόμενες συμφωνίες εξοπλισμών. Οι εξαιρέσεις πρέπει να είναι αποτέλεσμα πολιτικών διαβουλεύσεων, όχι συμφωνιών πίσω από κλειστές πόρτες» τονίζει. Η ίδια προσθέτει ότι προτείνεται και η δημιουργία «μιας Μονάδας Ανοικτών Πληροφοριών (Open Intelligence Unit) που θα χρησιμοποιεί κυρίως πληροφορίες από ανοικτές πηγές. Αυτές οι εκτιμήσεις θα είναι δημόσιες».

Το δυσκολότερο σημείο, το οποίο αφορά ιδιαίτερα και τη χώρα μας (λόγω Τουρκίας), είναι τι θα συμβαίνει σε υποθέσεις που μια τρίτη χώρα, η οποία προμηθεύεται όπλα από ένα κράτος-μέλος, απειλεί την κυριαρχία και την ασφάλεια έτερου κράτους-μέλους. «Στην πραγματικότητα», μας λέει η γερμανίδα ευρωβουλευτής, «τα υπάρχοντα κριτήρια της Κοινής Θέσης καλύπτουν αυτή την κατάσταση, ειδικότερα το κριτήριο 5 που αναφέρεται στην εθνική ασφάλεια των κρατών-μελών και των περιοχών των οποίων οι εξωτερικές σχέσεις αποτελούν ευθύνη κράτους-μέλους. Επιπλέον, σχετικά κριτήρια περιλαμβάνουν τη συμπεριφορά του κράτους-αγοραστή έναντι της διεθνούς κοινότητας και τον σεβασμό του διεθνούς δικαίου, καθώς και τον κίνδυνο που αυτή η στρατιωτική τεχνολογία ή εξοπλισμός θα επανεξαχθεί προς μια ανεπιθύμητη κατεύθυνση». Ωστόσο, σήμερα οι αρχές της Κοινής Θέσης δεν εφαρμόζονται όπως θα έπρεπε και για τον λόγο αυτόν υπάρχουν πιθανές αρνητικές επιπτώσεις σε θέματα ασφαλείας για την ίδια την Ευρώπη από τις εξαγωγές ευρωπαϊκών όπλων. Μένει φυσικά να αποδειχθεί κατά πόσο μια αυστηρότερη κοινοτική νομοθεσία στις εξαγωγές όπλων θα ενισχύσει την ελληνική διαπραγματευτική θέση.

Τα οκτώ κριτήρια της κοινής θέσης

Στην Κοινή Θέση περιλαμβάνονται οκτώ κριτήρια για τη χορήγηση αδειών εξαγωγών και στην πρόταση της κυρίας Νόιμαν προβλέπεται η προσθήκη ακόμη ενός, που αφορά τη διαφθορά στα κράτη-διαφθοράς. Πιο συγκεκριμένα:

1. Ο σεβασμός των διεθνών υποχρεώσεων και δεσμεύσεων των κρατών-μελών και ιδίως των κυρώσεων που θεσπίζει το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ ή η ΕΕ.

2. Ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη χώρα τελικού προορισμού και ο σεβασμός του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου από τη χώρα τελικού προορισμού.

3. Η εσωτερική κατάσταση στη χώρα τελικού προορισμού ως αποτέλεσμα ύπαρξης εντάσεων ή ένοπλων συγκρούσεων.

4. Η διασφάλιση της περιφερειακής ειρήνης, ασφάλειας και σταθερότητας.

5. Η εθνική ασφάλεια των κρατών-μελών και των εδαφών, οι εξωτερικές σχέσεις των οποίων αποτελούν ευθύνη κράτους-μέλους, καθώς και των φίλιων και σύμμαχων χωρών.

6. Η συμπεριφορά της αγοράστριας χώρας έναντι της διεθνούς κοινότητας, όσον αφορά ιδιαίτερα τη στάση της έναντι της τρομοκρατίας, τον χαρακτήρα των συμμαχιών της και τον σεβασμό του κράτους δικαίου.

7. Η ύπαρξη κινδύνου να εκτραπεί η στρατιωτική τεχνολογία ή ο εξοπλισμός μέσα στην αγοράστρια χώρα ή να επανεξαχθεί υπό ανεπιθύμητους όρους.

8. Η συμβατότητα των εξαγωγών με τις τεχνικές και οικονομικές δυνατότητες της αποδέκτριας χώρας.