Ηθοποιός φτιαγμένη από τα στέρεα υλικά του θεάτρου, η Μαρία Πρωτόπαππα διαγράφει μέσα στον χώρο τη δική της πορεία. Κάνει τη δουλειά της με αφοσίωση, αναζητώντας την έμπνευση σε αυτά με τα οποία καταπιάνεται. Τα τελευταία χρόνια η σκηνοθεσία έχει ενταχθεί στα ενδιαφέροντά της και τώρα, επιστρέφοντας στο «σπίτι» της, το Θέατρο Τέχνης, επιχειρεί άλλη μια αναμέτρηση, αυτή τη φορά με την «Αντιγόνη» του Ανούιγ. Παράλληλα συνεχίζει τα γυρίσματα στον τηλεοπτικό «Σασμό», γνωρίζοντας μια ξεχωριστή επιτυχία με τον ρόλο της Μαρίνας, της μάνας που χάνει ξαφνικά και βίαια τον γιο της. Για τον ρόλο αυτόν η Μαρία Πρωτόπαππα άντλησε υλικό από πραγματικές ιστορίες, και βασίστηκε κυρίως στη Μάγδα Φύσσα, όπως είπε σχετικά η ίδια.

Κυρία Πρωτόπαππα, τι σας ώθησε στη σκηνοθεσία;

«Τη σκηνοθεσία δεν τη σκέφτηκα μόνη μου – από πού κι ως πού; Υπήρξαν κάποιοι άνθρωποι, όπως η Δηώ Καγγελάρη που επί Γιώργου Λούκου στο Φεστιβάλ Αθηνών, και χωρίς να τη γνωρίζω, μου είπε πως θα ήθελε να δει κάτι από μένα. Είχα απορήσει τότε. Ετσι έκανα την πρώτη μου σκηνοθεσία, με την «Ιφιγένεια»».

 

Μεσολάβησαν κι άλλες και τώρα επιστρέφετε. Το πείραμα πέτυχε;

«Ξέρετε, ξεχνάω κάθε φορά τι έχω περάσει την προηγούμενη. Μου αρέσει να ασχολούμαι με τον συγγραφέα και τους ηθοποιούς, αλλά απέχω πολύ ακόμη. Μου αρέσει που πιάνω κάτι από την αρχή ως το τέλος – αν και δεν έχουμε χρόνο και χρήμα, κι αυτό νομίζω ότι επηρεάζει την ποιότητα. Η «Αντιγόνη» ήταν μια δική μου πρόταση. Αλλο ήταν αυτό που με γοήτευσε στην αρχή κι άλλο κατέληξε να είναι αφού μελέτησα το έργο. Εγώ βασίζομαι πολύ στους θεωρητικούς, δεν σκέφτομαι μόνη μου. Η τέχνη μου είναι εκφραστική, οπότε με καθοδηγεί η γλώσσα, η παρτιτούρα, αυστηρά. Μέσα από αυτήν προσπαθώ να καταλάβω τι συμβαίνει».

 

Γιατί την επιλέξατε;

«Ο Ανούιγ είναι ένας πολύ κρυπτικός συγγραφέας, βερμπαλιστής. Μελετώντας τον, κατάλαβα ότι δεν γράφει γραμμικά. Οσο για το έργο, τι να πρωτοπώ; Ο μύθος είναι μια σειρά γεγονότων που παραλλάσσονται. Και ο Σοφοκλής μετάπλαση μύθου έκανε. Στα νεότερα χρόνια, έχει παιχτεί πάρα πολύ κι έχει γίνει κάτι σαν αρχέτυπο, κίνητρο και έμπνευση, σε τελείως διαφορετικά πράγματα. Κάποια στιγμή την είχαν ως έμβλημα οι εθνικοσοσιαλιστές Ναζί του Χίτλερ και αντιστοίχως οι αντιστασιακοί ανά τον κόσμο. Στην «Αντιγόνη» του ο Ανούιγ αποφασίζει ότι όλοι οι ήρωες είναι θετικοί και οι προθέσεις τους καλές. Δεν υπάρχει κάποιος εξουσιαστής και εξουσιαζόμενος. Είναι υπέρ της ακεραιότητας».

 

Εκτός από την αρχαία τραγωδία, ποια άλλα «υλικά» συνθέτουντην «Αντιγόνη»;

«Εχει πάρει κομμάτια από το θέατρο του παραλόγου, τον Μπέκετ περισσότερο, αλλά η επιρροή είναι Πιραντέλο, ώστε αυτό που βλέπεις να είναι ένα παιχνίδι. Βάζει μέσα θεματικές, την ορμή της νεανικότητας και το γήρας, την κούραση, τον ανήλικο και τον ενήλικο, παίζει με αντιθετικά ζεύγη, με κλίμακες, με την αθωότητα και την εμπλοκή με κάτι αντίθετο, με την ανευθυνότητα και την ευθύνη. Ο Κρέοντας, το αντίπαλον δέος, δεν είναι στην προκειμένη περίπτωση ένας βασανιστής ή εξουσιαστής, αλλά ένας άνθρωπος των γραμμάτων που κατά τύχη ανέλαβε την εξουσία, για να επανορθώσει όσα έγιναν μετά από έναν εμφύλιο, έναν πόλεμο. Ο εχθρός δηλαδή υπάρχει εξωτερικά αλλά και εντός, κι αυτό είναι που με συγκίνησε».

 

Αυτή είναι η σύνδεση με το σήμερα;

«Μα αυτό αναγνωρίζω ότι συμβαίνει όχι μόνο αυτή τη στιγμή αλλά και διαχρονικά. Απλώς τώρα έχουμε να αντιμετωπίσουμε πολλούς εξωτερικούς εχθρούς, αλλά το πρόβλημα είναι το μέσα, το μεταξύ μας. Ο Ανούιγ έχει φτιάξει μια τέτοια συνθήκη, που δεν είναι μια τελειωμένη ιστορία, αλλά βάζει παίκτες, τέσσερις ηθοποιούς,στο ίδιο στρατόπεδο να προσπαθούν να επικοινωνήσουν με λογικά επιχειρήματα, φτάνοντας συνεχώς σε αδιέξοδο. Στην υποτιθέμενη διαμάχη λογικής-συναισθημάτων ο καθένας βλέπει τι είναι ο εαυτός του. Μέχρι να διαλυθεί. Επειδή όμως ο Ανούιγ έχει γαλουχηθεί μέσα στο γαλλικό θέατρο και την κωμωδία, φτάνει στα όρια του αυτοσαρκασμού με έναν τρόπο που έχουν μόνο οι Γάλλοι και το χρωστάνε στον Μολιέρο. Οταν βρίσκονται σε εξαθλίωση, αυτοσαρκάζονται».

 

Ποιος είναι ο στόχος σας;

«Αυτό που ευελπιστώ, αυτό που κυνηγάω είναι οι θεατές να γίνουν μάρτυρες μιας ζωντανής δοκιμής ηθοποιών να επικοινωνήσουν όσο πιο καθαρά τον λόγο του Ανούιγ και των ρόλων, με ακρίβεια στον χώρο. Και να ακουστούν οι αναφορές που αφορούσαν το τότε πλαίσιο και αγγίζουν το τώρα. Δεν είναι επικαιρότητα, είναι διαχρονικότητα. Είναι ανατριχιαστικό το πόσο συμβαίνουν τα ίδια και τα ίδια. Το μεγάλο δίλημμα παραμένει άλυτο – τότε και τώρα. Ολο αυτό είναι βιωματικό και στοχεύει στο να κινήσει τις εμπειρίες τις δικές μας – θεωρώ ότι είμαστε σε μια εμπόλεμη κατάσταση, σε μια μεταβατική περίοδο, που ο πόλεμος γίνεται και με θύματα, αλλά κυρίως με άλλους τρόπους, και κινδυνεύουμε από πολλές πλευρές. Κι εμείς είμαστε κάπως καθηλωμένοι».

 

Σας τρομάζει αυτή η κοινωνία;

«Δεν μπορώ να αφεθώ στον τρόμο, γιατί γίνεσαι σαν τον λαγό στα φώτα του αυτοκινήτου – πέφτεις πάνω. Αρνούμαι να μπω στη συνθήκη ότι ο τρόμος σε καθηλώνει. Καταλαβαίνω ότι τα πράγματα είναι τρομερά επικίνδυνα, μου το λέει η λογική μου. Αλλά αν αφεθώ με το θυμικό μου, θα ακυρωθώ, δεν θα μπορώ να κάνω τίποτα. Βέβαια πέφτω πολύ συχνά στο να εθελοτυφλώ, κάνοντας πως δεν συμβαίνει».

 

Πώς αντιδράτε;

«Δεν είμαι μια επαναστάτρια, δεν είμαι ο άνθρωπος που θα έρθει σε απόλυτη ρήξη με τα συστήματα, με τις βάσεις, θυσιάζοντας βασικά πράγματα. Αγωνίζομαι να σπάω τα στερεότυπα – αυτό δεν σημαίνει ότι δεν τα έχω. Τα έχω καταπιεί και υποστεί, και πιάνω τον εαυτό μου να δειλιάζει μπροστά σε πράγματα που απλά θα έπρεπε να πω όχι. Εχω μάθει να φοβάμαι και να υποτάσσομαι. Σε κάποια όμως θέματα εξ ανάγκης ο άνθρωπος μπορεί να αλλάξει κάτι – όπως αυτή η Αντιγόνη».

 

Η επιτυχία του «Σασμού» σάς άλλαξε;

«Να με αλλάξει η επιτυχία; Να με επηρεάσει; Τώρα; Εγώ ξέρω τι ζω κάθε μέρα και ξέρω πως ανκαταπιαστώ με κάτι άλλο, πάλι από το μηδέν θα ξεκινήσω. Δεν είναι αυτό που κυνηγάω, δεν είναι αυτός ο στόχος μου. Εμένα με ενδιαφέρει να είμαι σε έμπνευση. Να καταφέρνω κάτι που δεν ήξερα, κάτι που για μένα ήταν δύσκολο – προσωπικό είναι το στοίχημα, αυτό είναι επιτυχία. Ή να παίρνω τα εύσημα από συναδέλφους μου και ανθρώπους που ξέρουν παραπάνω πράγματα από μένα».