H έλευση της πανδημίας μετέτρεψε τα σπίτια μας σε γραφεία και έθεσε υπό αίρεση το τι ορίζεται ως «εργασιακό περιβάλλον». Αυτό, που υπό άλλες συνθήκες θα μπορούσε να νοηθεί σαν μια απλή αλλαγή τοποθεσίας, πλέον αντανακλά μια δομικότερη αλλαγή στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την εργασία. Ο μετασχηματισμός του τρόπου εργασίας μέσω της υιοθέτησης ψηφιακών εναλλακτικών, προκειμένου να αντεπεξέλθουμε στις νέες ανάγκες, είναι γεγονός. Παράδειγμα, η αντικατάσταση του μολυβιού, η μεταφορά των προσωπικών και ομαδικών συναντήσεων από τις αίθουσες συνεδριάσεων σε εκείνες των ψηφιακών δωματίων, κινούμενοι από τον φυσικό στον ψηφιακό κόσμο. Πλέον, έχουμε συνειδητοποιήσει ότι ο τόπος στον οποίο βρίσκεται ο εργαζόμενος είναι μάλλον ήσσονος σημασίας.

Η μέχρι τώρα ανάγκη για εγγύτητα των εργαζομένων στον φυσικό χώρο διαφοροποιείται και μας επιτρέπει να «αποσυνδέσουμε» την εργασία από στατικούς γεωγραφικούς παράγοντες. Ωστόσο, θα πρέπει να τονίσουμε ότι για να περάσουμε επιτυχώς στο νέο υβριδικό μοντέλο της εργασίας δεν αρκεί να διεκπεραιώνουμε τις ίδιες εργασίες που παραδοσιακά πραγματοποιούνταν στον φυσικό χώρο, μέσω της χρήσης ψηφιακών πλέον εργαλείων. Καλούμαστε στην πραγματικότητα να επανεφεύρουμε την ίδια τη φύση της εργασίας και να επανασυναρμολογήσουμε αυτό που νοείται ως εργασιακός χώρος. Επωφελούμενοι από τη μοναδική αυτή ευκαιρία, θα καταφέρουμε να καρπωθούμε πλήρως τα προτερήματα και των δύο κόσμων (φυσικού και ψηφιακού).

Τα πλεονεκτήματα του φυσικού χώρου γίνονται αντιληπτά, φτάνει να έχουμε κατά νου τη διαρρύθμιση ενός τυπικού κτιρίου γραφείων, που διαθέτει διαφορετικούς χώρους σχεδιασμένους για διαφορετικές χρήσεις: αίθουσες συσκέψεων για συναντήσεις, χώρος διαλείμματος για κοινωνικοποίηση, ατομικά γραφεία για να διευκολύνουν τόσο τη συγκέντρωση όσο και τη συνεργασία. Το μοτίβο αυτό ευνοεί τη διάδραση των εργαζομένων, οδηγώντας σε δημιουργία κοινωνικών σχέσεων και συνεκτικών δεσμών, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη αισθήματος ψυχολογικής ασφάλειας, απαραίτητο για την παραγωγικότητα. Καταλήγοντας, μέσω της αξιοποίησης του φυσικού χώρου εργασίας, μπορεί να ευοδωθεί η διάδραση και η κοινωνικοποίηση των εργαζομένων.

Στον αντίποδα, τα οφέλη του ψηφιακού επαγγελματικού χώρου εστιάζουν στην ευελιξία που παρέχει στους εργαζομένους, καθώς έχουν οι ίδιοι την επιλογή του τόπου και του χρόνου εργασίας. Εχει αποδειχθεί μέσω ερευνών ότι η δυνατότητα αυτή αποτελεί προαπαιτούμενο για τους εργαζομένους και κριτήριο επιλογής του μελλοντικού εργοδότη τους. Παράλληλα, η δημιουργία ενός ευρύτερου, γεωγραφικά, δικτύου συναναστροφών με εργαζομένους που δραστηριοποιούνται σε παρόμοια αντικείμενα, ενισχύει τον δίαυλο επικοινωνίας και ανταλλαγής απόψεων, με αποτέλεσμα να διευρύνουν οι εργαζόμενοι ταχύτερα και αποτελεσματικότερα τους ορίζοντές τους. Ο συγκερασμός των παραπάνω πλεονεκτημάτων συμβάλλει στη δημιουργία ομάδων, αποτελούμενες από γεωγραφικά απομακρυσμένους συνεργάτες, στοχεύοντας στην επίλυση ενός κοινού θέματος.

Συνοψίζοντας, ο σχεδιασμός του εικονικού νέου γραφείου απαιτεί μια διαφορετική προσέγγιση της εργασίας, των διαθέσιμων τεχνολογιών αλλά και μια συνειδητοποίηση ότι η αποσύνδεση του εργασιακού χώρου και ο επαναπροσδιορισμός του με ψηφιακούς όρους δημιουργεί νέες προοπτικές και δυνατότητες, τόσο για τους εργαζομένους όσο και για τους οργανισμούς. Καθίσταται εμφανές ότι πρέπει να προσεγγίσουμε το μέλλον της εργασίας, το οποίο είναι υβριδικό, σαν ευκαιρία να επανεφεύρουμε την εργασία, ενεργώντας ως αρχιτέκτονες του μέλλοντος και όχι ως θύματα της αλλαγής.

Ο κ. Γιώργος Φράγκος είναι Partner, Human Capital Consulting Leader