Οι κοινωνίες ευημερούν όταν απολαμβάνουν αλώβητα Δημόσια Αγαθά (ΔΑ), εκτιμώντας, συνάμα, ότι αντιμετωπίζουν κινδύνους εξάντλησης και αλλοιώσεων. Μακροχρόνιες βιομηχανικές καταχρήσεις και πολιτική κακοδιαχείριση έχουν απομειώσει, δηλητηριάσει ή καταστρέψει το περιβάλλον: την κοιτίδα ζωτικών δημόσιων αγαθών, που είναι φθαρτά. Κρισιμότερο ακόμη: όποτε υφίστανται ποιοτικές αλλοιώσεις, γίνονται ζημιογόνα, προκαλώντας βλάβες στην υγεία. Ανεξέλεγκτες βιομηχανικές και τεχνολογικές δραστηριότητες μόλυναν επικίνδυνα το περιβάλλον το οποίο εκδικείται με νοσηρότητα: αυτοάνοσα, καρκίνοι, άσθματα, ενώ η εκλέπτυνση του όζοντος πολλαπλασίασε τους καρκίνους του δέρματος. Μόνο μεταξύ 1980-2000 ταυτοποιήθηκαν 29 νέα βακτήρια και ιοί.

Τυπικά, τα δημόσια αγαθά (ΔΑ) χωρίζονται σε εθνικά και παγκόσμια (ΠΔΑ). Οικονομικά ταυτοποιούνται βάσει δύο ιδιοτήτων: «μη-αποκλειστικότητα» (non-excludability) και «μη-ανταγωνιστικότητα» (non-rivalry). Η πρώτη δηλώνει πως τα δημόσια αγαθά είναι, φύσει, προσιτά σε όλους ανεξαιρέτως, άρα δεν είναι εμπορεύσιμα. Η δεύτερη σηματοδοτεί πως το ότι κάποιοι καταναλώνουν ένα ΔΑ, ουδόλως το στερεί από τους υπόλοιπους χρήστες, αφού τα «αμιγή ΔΑ» είναι οικουμενικά, προσιτά και αδιαίρετα. Συνάγουμε αντιστρόφως πως άπαξ και κάποιοι συμβεί να στερηθούν τα ΠΔΑ, βαθμιαία θα τα στερηθούν περισσότεροι, αν όχι όλοι. Σημειωτέον δε πως κανένας δεν μπορεί να σώσει τα παγκόσμια δημόσια αγαθά μόνος του, όταν διακυβεύονται. Δυστυχώς, για τη δημόσια υγεία και την κλιματική ισορροπία αυτό είναι ανέφικτο ακόμη και από μεμονωμένα ισχυρά κράτη. Πολιτικά αυτό συνεπάγεται πως είμαστε αναγκασμένοι να συνεργαζόμαστε πλανητικά επειγόντως και επιτυχώς.

Εξαιτίας της πανδημίας πολλοί «πρόσεξαν» το οξυγόνο, επανεκτίμησαν το καθαρό περιβάλλον. Αφού πρώτα πέθαναν εκατομμύρια συνάνθρωποι ελλείψει τέτοιων ζωτικών αξιών, διδαχτήκαμε εμπειρικά πως ο κορωνοϊός φράζει την εισπνοή αποπνικτικά, κάτι που θεραπεύεται μόνο με εξειδικευμένη χορήγηση οξυγόνου σε οργανωμένα και στελεχωμένα Εθνικά Συστήματα Υγείας (ΕΣΥ). Εν τούτοις, το «οικουμενικό αγαθό» της δημόσιας υγείας (που συμπεριλαμβάνει την ατομική) βάλλεται ποικιλοτρόπως. Το σύνδρομο των υπονομεύσεων ξεκινά από το νοσηρό περιβάλλον, την κλιματική κρίση και φτάνει μέχρι τις πολιτικές για ανεπαρκή παροχή υγείας, στα ΕΣΥ. Η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα διπλά υπόδικη στο Ευρωδικαστήριο, για σοβαρότατη μακροχρόνια ρύπανση της ατμόσφαιρας σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Το ζωογόνο οξυγόνο μολύνεται ενώ είναι ο κρίσιμος κρίκος αλληλεπιδράσεων και ανατροφοδοτήσεων ανάμεσα στα ζωτικά παγκόσμια δημόσια αγαθά του περιβάλλοντος. Διανύουμε τον τρίτο χρόνο της πανδημίας COVID-19 και η δημόσια υγεία (ΔΥ) μαστίζεται, με τα νεκρά θύματα να υπερβαίνουν τα πεντέμισι εκατομμύρια παγκοσμίως. Υπό καθεστώς καταιγιστικά δυσμενών υγειονομικών συνθηκών, αρκετοί συναισθάνονται τώρα πως κινδυνεύουμε σοβαρά να βγούμε «εν ού παικτοίς». Συνειδητοποιούν πως δεν θα επιβιώσουμε, συλλογικά, παρά μόνο αν ανατάξουμε τα παγκόσμια δημόσια αγαθά, συμπεριλαμβανόμενης της ΔΥ, μακροπρόθεσμα. Η εξατομικευμένη πρόσβαση σε ακριβοπληρωμένες ιδιωτικές ιατρικές υπηρεσίες δεν εγγυάται τη ΔΥ. Δεν μας μονώνει από υπερ-μεταδοτικούς ιούς. Στην παγκοσμιοποίηση γίναμε συγκοινωνούντα δοχεία, υποκείμενα αλυσιδωτών αλληλεπιδράσεων, περισσότερο από ποτέ. Καθώς κορυφώνονται οι μεταλλάξεις του ιού, μεγαλεπήβολα οικονομικά σχέδια επενδύσεων ακυρώνονται, καθώς αποδεικνύονται «εξαρτημένες μεταβλητές». Ητοι: χωρίς τη διασφάλιση δημόσιας υγείας είναι απραγματοποίητα. Η ΔΥ αναδεικνύεται, αίφνης, σε αυτό που ήταν πάντα: βασική υποδομή. Τουτέστιν, προϋπόθεση κάθε ανθρώπινης ενέργειας. Συνεπώς, εκόντες άκοντες συνειδητοποιούμε τα άτοπα των δογματικών νεοφιλελεύθερων οικονομικών δοξασιών, έστω και αν ελάχιστοι εστιάζουν στις ευθύνες των νεοφιλελεύθερων πολιτικών για την καταρράκωση του πλανήτη.

Οι απώλειες ζωής αγαπημένων, οι σκληρές προσωπικές δοκιμασίες συντρίβουν πολλές φενάκες. Οι ανθρωποθυσίες δρουν καταλυτικά. Κοντολογίς, εξαιτίας της διακινδύνευσης και των ελλειμμάτων τους, εκτιμούμε την αξία και την κρισιμότητα των δημόσιων αγαθών. Αναγκαζόμαστε να κοιτάξουμε τα πράγματα κατάματα, τις ανθρώπινες σχέσεις υπό διαφορετικό φως. Την agenda του δημοσίου συμφέροντος την αλλάζουν οι ζοφερές εξελίξεις, επιτάσσοντας στήριξη των φορέων προάσπισης των δημόσιων αγαθών, όπως το ΕΣΥ. Αξιολογούμε αίφνης θετικά την αποκεντρωμένη παροχή πρωτοβάθμιας υγείας, παρότι ανατρέπει την ιδεολογία: «ιδιωτικοποιήστε τα πάντα». Ακόμη και όσοι νομίζουν πως το ΕΣΥ το χρειαζόμαστε, παροδικά μονάχα, κατανοούν πως η εθνική επιβίωση αξιώνει την ευρωστία του.

Στα κορυφαία χαρακτηριστικά της ηγεσίας συγκαταλέγονται τα ευαίσθητα αντανακλαστικά, ιδίως εν μέσω καταιγιστικών εξελίξεων. Κρίνοντας από τα αποτελέσματα με τις εκατόμβες των 21.479 νεκρών Ελλήνων, είναι ολοφάνερο πως τα κυβερνητικά ρεφλέξ δυσλειτούργησαν. Ομως, στρατηγική χωρίς συνεχείς προσαρμογές και οδυνηρές ενίοτε ανατροπές δεν υφίσταται. Οι κίνδυνοι μαζικών θανάσιμων κρουσμάτων δεν αντιμετωπίζονται με μικρο-υπολογισμούς ή «κολλήματα». Αυτά εγκλωβίζουν σε άρνηση αναγνώρισης του πεδίου, της πραγματικότητας. Είναι τυχαίο ότι στη 200ή επέτειο της Επανάστασης η Ελλάδα πρωταγωνιστεί σε θανάτους COVID-19; Η ακάθεκτη πορεία προς παγκόσμιες οικονομικο-κοινωνικές ολοκληρώσεις διευρύνει με εκθετικούς ρυθμούς τις ωσμώσεις στην ανθρωπότητα. Στο ίδιο πλαίσιο η προάσπιση των ΠΔΑ δυσχεραίνεται, οξύνοντας προκλήσεις και διακινδυνεύσεις. Οι πλανητικές επισφάλειες και το μεταίχμιο στο οποίο διολισθήσαμε αξιώνουν, τώρα, καίριες, συντονισμένες παρεμβάσεις. Εγκαιρα μέτρα δραστικής, υπεύθυνης «Παγκόσμιας Διακυβέρνησης». Οι προκλήσεις για ταχεία αλλαγή νοοτροπιών, στάσεων και πρακτικών αφορούν κυβερνώντες και κυβερνώμενους. Πόσο έτοιμες είναι, όμως, οι κοινωνίες έχοντας εγκαταλειφθεί βορά στην προπαγάνδα; Η κρίση εμπιστοσύνης, ανάμεσα σε πολίτες και κυβερνώντες, σε άτομα και ελίτ, εν μέσω πανδημίας είναι απελπιστική, δυσχεραίνοντας τη διαχείριση της πανδημίας. Η εμπιστοσύνη, το κρισιμότατο κοινωνικό αγαθό: οικοδομείται αργά, ενώ καταστρέφεται γρήγορα. Ειδικά στη συναγερμική κατάσταση της πανδημίας, κυβερνητικές ασυνέπειες, αντιφάσεις και αδράνειες ματαιώνουν και πορώνουν τους πολίτες. Η εμπιστοσύνη πρέπει να ξανακερδηθεί, όμως οι επιδείξεις «παραστάσεων νίκης» ελάχιστα ευνοούν την «Τέχνη της Διακυβέρνησης».

*Η κυρία Σοφία Καϊτατζή-Γουίτλοκ είναι καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης και Πολιτικής Επικοινωνίας, αναπληρώτρια διευθύντρια: ΜΠΣ «Επικοινωνία», Τμήμα Δημοσιογραφίας και Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.