Αναβάθμιση στα συστήματα υγείας της Ευρώπης με προτεραιότητα στον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα, στα αποτελέσματα, στην ενίσχυση του ανθρώπινου δυναμικού, στην αποδοτικότητα και ανθεκτικότητα, προτείνει ο Ευρωπαϊκός Σύνδεσμος Φαρμακευτικών Βιομηχανιών (EFPIA) με αφορμή τις επιπτώσεις της πανδημίας, η οποία ανέδειξε όλα τα προβλήματα που υπάρχουν στις δομές υγείας της Ευρώπης.

Σε σχετική έκθεση επισημαίνεται το υψηλό επίπεδο υπηρεσιών υγείας που παρέχεται στις χώρες της Ε.Ε. υπογραμμίζοντας πως η Ευρώπη έχει υπάρξει επί μακρόν κέντρο αριστείας για τις υπηρεσίες υγείας, την εκπαίδευση, την έρευνα και την καινοτομία. Ταυτόχρονα η αλληλεγγύη βρίσκεται σε προτεραιότητα, καθώς οι περισσότερες χώρες παρέχουν καθολική κάλυψη υγείας στον πληθυσμό τους, για βασικές υπηρεσίες.

Οι ευρωπαίοι πολίτες ζουν περισσότερο, εν μέρει και εξαιτίας της ιατρικής προόδου και καινοτομίας. Όμως οι χρόνιες παθήσεις, οι οποίες ευθύνονται για τις περισσότερες περιπτώσεις ασθένειας, θανάτων και δαπανών υγείας γίνονται συχνότερες όσο αυξάνεται η ηλικία με αποτέλεσμα να απαιτείται πιο σύνθετη, ακριβή και μακροχρόνια περίθαλψη.

Σύμφωνα με τα επιδημιολογικά δεδομένα, ως το 2100 οι ηλικιωμένοι άνω των 65 ετών θα έχουν αυξηθεί στο 31,3% από 20,2% το 2019. Και από αυτούς, οι ηλικιωμένοι άνω των 80 ετών, θα υπερδιπλασιαστούν, φτάνοντας το 14,6% από 5,8% το 2019.

Ο πληθυσμός παραγωγικής ηλικίας θα υποχρεωθεί σε μεγαλύτερους φόρους για να υποστηριχθούν οι κοινωνικές δαπάνες και ο γηράσκων πληθυσμός. Ο δείκτης ηλικιακής εξάρτησης προβλέπεται να διπλασιαστεί στο 57,1% το 2100 από 31,4% το 2019, γεγονός που σημαίνει ότι 1,75 εργαζόμενοι θα αντιστοιχούν σε κάθε άτομο ηλικίας άνω των 65 ετών. (Σήμερα αντιστοιχούν 3 εργαζόμενοι για κάθε άτομο 65 ετών και άνω).

Οι χρόνιες παθήσεις

Σχεδόν ένα τρίτο των ατόμων άνω των 15 ετών ζει με δύο ή και περισσότερες χρόνιες παθήσεις. Το 37% των Ευρωπαίων έχουν πολλαπλές χρόνιες παθήσεις όμως το ποσοστό τριπλασιάζεται σε ορισμένα κράτη μέλη.

Σε 10 Ευρωπαϊκές χώρες, η συννοσηρότητα σε άτομα 50 ετών και άνω αυξήθηκε στο 42% το 2015, από 38% το 2007.

Οι μη μεταδιδόμενες ασθένειες ευθύνονται για τους 9 στους 10 θανάτου με τις καρδιαγγειακές παθήσεις και τον καρκίνο να ευθύνονται για τα δύο τρίτα των θανάτων στην Ε.Ε. και για το 80% των δαπανών υγείας στην Ε.Ε. με τα καρδιαγγειακά, τον καρκίνο, τον διαβήτη τύπου ΙΙ και τις χρόνιες αναπνευστικές παθήσεις να απορροφούν τουλάχιστον το 25% των δαπανών.

Δαπάνες υγείας στις χώρες της Ε.Ε. και του ΟΟΣΑ

Περίπου 550.000 άνθρωποι παραγωγικής ηλικίας χάνουν τη ζωή τους κάθε χρόνο εξαιτίας των μη μεταδιδόμενων ασθενειών «κοστίζοντας» 3,4 εκατομμύρια έτη ζωής και 115 δις. ευρώ απώλεια εισοδήματος ετησίως.  Ταυτόχρονα οι ίδιες χρόνιες παθήσεις κοστίζουν εκατοντάδες δις ευρώ άτυπης περίθαλψης και έχουν κοινωνικές επιπτώσεις στη μείωση της παραγωγικότητας και την κοινωνική πρόνοια. Μόνο οι τέσσερις συχνότερες μη μεταδιδόμενες ασθένειες οδηγούν σε απώλεια του 2% του ΑΕΠ της Ευρώπης.

Το κόστος των μη μεταδιδόμενων ασθενειών αναμένεται να αυξηθεί κατά 70% ως το 2050.

Οργανωτικές μεταρρυθμίσεις

Παρόλα αυτά, η έκθεση της EFPIA σημειώνει πως δεν είναι απαραίτητο τα συστήματα υγείας να οδηγήσουν σε οικονομική αστάθεια.

Η αναποτελεσματικότητα των συστημάτων υγείας οδηγεί σε σπατάλη το ένα από τα πέντε ευρώ που δαπανώνται για την υγεία. Βελτίωση της αποτελεσματικότητας μπορεί να επιτευχθεί με την κατάλληλη αξιοποίηση των φαρμάκων, όμως αυτά αποτελούν μόλις το ένα πέμπτο των δαπανών υγείας συνολικά.

Τα πραγματικά οφέλη από την βελτίωση της αποτελεσματικότητας θα προκύψουν από οργανωτικές μεταρρυθμίσεις που θα στοχεύουν στη βελτίωση των ιατρικών αποτελεσμάτων. Επίσης οι κυβερνήσεις θα πρέπει να αντιμετωπίσουν την υγεία ως επένδυση και όχι ως δαπάνη, καθώς πρόκειται για τομέα βασικό για την σταθερότητα  των χωρών, αλλά και για έναν από τους μεγαλύτερους εργοδοτικούς τομείς στην Ευρώπη.

Κάθε ευρώ που δαπανάται στην υγεία, εκτιμάται ότι επιστρέφει 14 ευρώ στην οικονομία. Σε επίπεδο κρατών όμως, το ποσό αυτό διπλασιάζεται.

Κατακερματισμός υπηρεσιών και πόρων

Η έκθεση επισημαίνει ότι τα συστήματα υγείας τώρα, δεν είναι ανθρωποκεντρικά, γιατί υπάρχει κατακερματισμός μεταξύ πρωτοβάθμιας, δευτεροβάθμιας και μακροχρόνιας περίθαλψης, ενώ και οι πόροι διατίθενται άνισα.

Αυτός ο κατακερματισμός όμως, αποτελεί εμπόδιο και στην αποτελεσματικότητα, εξαιτίας των καθυστερήσεων και την παροχή υπηρεσιών που δεν χρειάζονται, ενόσω οι ασθενείς «κινούνται» σε ένα δαιδαλώδες σύστημα υγείας.

Αντίθετα, χρειάζεται συνέχεια στην περίθαλψη, ξεκινώντας από την πρόληψη, προαγωγή της υγείας, πληθυσμιακούς ελέγχους, έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία, καθώς επίσης και αποκατάσταση και υποστήριξη στο τελικό στάδιο. Όλα αυτά μπορούν να προαχθούν με τη χρήση γονιδιακών τεστ, βιοδεικτών, εξατομικευμένη ιατρική, αλλά και ψηφιακή υγεία με την παροχή πληροφοριών για τον ασθενή στο σύστημα υγείας σε πραγματικό χρόνο.

Όλα αυτά θα βελτιώσουν την αποτελεσματικότητα και την αξία, αλλά και τη βιωσιμότητα των συστημάτων υγείας, την ισότητα πρόσβασης και στην καινοτομία, την ανθεκτικότητα των συστημάτων υγείας. Στην κατεύθυνση αυτή εντάσσεται και η αξιολόγηση των υπηρεσιών υγείας σε συνδυασμό με την αποτελεσματικότητα όπως την διαπιστώνουν οι ασθενείς κλπ.

Στην κατεύθυνση αυτή, η EFPIA έχει δημιουργήσει το EFPIA Think Tank ασθενών, με τη συμμετοχή κοινωνικών εταίρων και συνεργασιών δημοσίου και ιδιωτικού τομέα.

Έμφαση στα αποτελέσματα

Με επίκεντρο τα θεραπευτικά αποτελέσματα, η έκθεση υπογραμμίζει ότι αυτά αφορούν ολόκληρο το εύρος των υπηρεσιών και παρόχων που συνδυαστικά προσδιορίζουν τα αποτελέσματα στους ασθενείς.

Προτείνει την εστίαση στη χρηματοδότηση των παρεμβάσεων που έχουν περισσότερη σημασία για καλύτερη υγεία και μακροβιότητα, αντί των σημερινών δομών που εστιάζουν στα τεστ, τις διαδικασίες και τις υπηρεσίες που παρασχέθηκαν και δεν αποτιμούν τα αποτελέσματα που ενδιαφέρουν περισσότερο τους ασθενείς και την κοινωνία.

Αυτό οδηγεί σε επιλεκτική αντιμετώπιση των ασθενών με τις λιγότερες ανάγκες, μειωμένη αποτελεσματικότητα και περίθαλψη που δεν είναι η ενδεδειγμένη, αλλά και υποεκτίμηση των παρεμβάσεων που θα βελτιώσουν τα αποτελέσματα μακροπρόθεσμα.

Εξιτήριο μετά από νοσηλεία για διαβήτη

Τα συστήματα υγείας πρέπει να μετρούν τα αποτελέσματά τους βάσει καθιερωμένων μετρήσεων που μπορούν να συγκρίνουν τα αποτελέσματα μεταξύ παρόχων περίθαλψης, περιφερειών και χωρών. Αυτό θα μπορέσει να εξασφαλίσει αξιολόγηση και αξιοποίηση των βέλτιστων πρακτικών για τη βελτίωση των αποτελεσμάτων στην υγεία των ασθενών. Γι΄ αυτό χρειάζεται διαφάνεια και αξιοποίηση των υψηλού επιπέδου δεδομένων των συστημάτων υγείας.

Τα αποτελέσματα είναι αυτά που θα καθορίζουν και τη χρηματοδότηση σε προγράμματα αποκατάστασης, πρωτοβάθμιας περίθαλψης, χειρουργικών επεμβάσεων και χρήση καινοτόμων φαρμάκων.

Εδώ χρειάζεται και η αξιοποίηση της εμπειρίας των ασθενών, καθώς δηλώσεις αποτελεσμάτων από ασθενείς (PROs) είχαν συμπεριληφθεί στην έγκριση 49 ογκολογικών φαρμάκων από τον Ευρωπαϊκό και τον Αμερικανικό Οργανισμό Φαρμάκων τα έτη 2012-2016  (αφορούσαν το 70% των ενδείξεων για τις οποίες εγκρίθηκαν), ενώ το 2016, πάνω από τα μισά αιτήματα αξιολόγησης σε οκτώ φορείς έγκρισης συμπεριελάμβαναν τις δηλώσεις αποτελεσμάτων θεραπείας από τους ασθενείς.

Περίθαλψη με αξία

Με δεδομένο ότι το 20% των πόρων που δαπανώνται στην υγεία δεν βελτιώνουν τα υγειονομικά αποτελέσματα, η έκθεση υποστηρίζει την επένδυση στο «ευ ζην» με την αύξηση της αποτελεσματικότητας και την άνοδο του επιπέδου υγείας του πληθυσμού, για μακρόχρονη εξοικονόμηση πόρων.

Τα συστήματα υγείας που εστιάζουν στην αξία των παρεμβάσεων και στην ασθενοκεντρική αντιμετώπιση των περιστατικών, ακολουθούν έξι βασικές αρχές:

  1. Αποτελέσματα που έχουν σημασία για τους ασθενείς, τα συστήματα τα ίδια και την κοινωνία
  2. Παρεμβάσεις και υπηρεσίες που αφορούν την πρόληψη, την κοινωνική φροντίδα
  3. Πόροι που στρέφονται σε υψηλής αξίας φροντίδα υγείας και πρόληψη με αποτελέσματα και κόστος που μετράται ολιστικά,
  4. Συνεχή εκπαίδευση που στηρίζεται σε αποδεδειγμένα δεδομένα
  5. Καινοτομία στην παροχή υπηρεσιών υγείας και
  6. Χρηματοδοτικά μοντέλα που ανταμείβουν την αξία και τα αποτελέσματα.

Ανθεκτικότητα

Καθώς η πανδημία ανέδειξε τα ευάλωτα σημεία των συστημάτων υγείας, η έκθεση επισημαίνει την ανάγκη αντιμετώπισης των προκλήσεων δημόσιας υγείας που αναδύονται, την άνοδο των χρονίων παθήσεων, την μικροβιακή αντοχή και τους κινδύνους υγείας που φέρνουν οι περιβαλλοντικοί κίνδυνοι και η κλιματική αλλαγή.

Για την βιωσιμότητα των συστημάτων υγείας είναι απαραίτητη η αναβάθμιση του επιπέδου υγείας του πληθυσμού, όπως διαπιστώθηκε από συννοσηρότητες που επιδρούν στην περίθαλψη όσων προσβάλλονται από τον κοροναϊό.

Αντίστοιχα, είναι απαραίτητη η ανθεκτικότητα στην εφοδιαστική αλυσίδα υγείας στην Ευρώπη, η οποία επίσης επλήγη στην πρώτη φάση της πανδημίας, ιδίως αφού οι ασθένειες δεν αναγνωρίζουν σύνορα.

Παράλληλα, οι κλινικές μελέτες αποτελούν βασικό βήμα για την προσφορά νέων θεραπειών και εμβολίων στους ασθενείς.

Η ανθεκτικότητα μπορεί να ενισχυθεί με την τηλεϊατρική και την απομακρυσμένη παρακολούθηση για την αποφυγή επισκέψεων, καινοτόμες προσεγγίσεις με αξιοποίηση των ψηφιακών δεδομένων, εναρμόνιση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας για τους γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς, συνεχόμενη ροή στη διαδικασία έγκρισης κλπ.

Καινοτομία

Τα μελλοντικά συστήματα υγείας θα πρέπει να υιοθετήσουν καινοτομίες που δημιουργούν αξία στην περίθαλψη, επισημαίνει η έκθεση της EFPIA, όπως διαπιστώθηκε με την πανδημία που οι προσπάθειες έρευνας έδωσαν σε χρόνο ρεκόρ εξαιρετική πρόοδο με αποτέλεσμα την ανάδειξη στρατηγικών δημόσιας υγείας, θεραπείες και εμβόλια.

Σήμερα είναι υπό εξέλιξη 288 υποψήφια εμβόλια, εκ των οποίων τα 104 σε κλινικές δοκιμές, έχει διασφαλιστεί η προμήθεια φαρμάκων, ενώ έχει αυξηθεί η παραγωγή για εμβόλια και φάρμακα ώστε να είναι διαθέσιμα και προσιτά.

Όμως τα στεγανά που έχουν δημιουργηθεί στη χρηματοδότηση των τομέων περίθαλψης θέτουν εμπόδια στη φαρμακευτική δαπάνη, στη βάση της διαθεσιμότητας των πόρων ανά τομέα, εμποδίζοντας την κοινωνία να αξιοποιήσει τα πλήρη οφέλη για παράδειγμα της μείωσης της ανάγκης για περίθαλψη ή επεμβάσεις, νοσοκομειακή κάλυψη, παρηγορητική ιατρική ή μακροχρόνια νοσηλεία.

Εξοικονόμηση πόρων

Υποστηρίζοντας την ενιαία αντιμετώπιση στη χρηματοδότηση της περίθαλψης, η EFPIA σημειώνει πως σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, κατά μέσο όρο, τα φάρμακα νοσοκομειακά και μη, αντιπροσωπεύουν περίπου το ένα πέμπτο των συνολικών δαπανών υγείας. Η φαρμακευτική δαπάνη διαφοροποιείται σημαντικά μεταξύ των χωρών. Όμως ήταν σχετικά σταθερή και αυξανόταν κατά μέσο όρο περίπου 1,4% ετησίως στα έτη 2013 – 2018, αφού είχε πέσει κατά 1,2% ετησίως τα έτη 2008 – 2013 λόγω περιοριστικών πολιτικών. Αντίθετα, η μέση δαπάνη για μακροχρόνια περίθαλψη τριπλασιάστηκε σε 4,3–4,4% ετησίως, κατά την περίοδο 2008–2018. Η μακροχρόνια φροντίδα που σχετίζεται με την υγεία αντιπροσωπεύει ήδη το ένα τέταρτο των δαπανών για την υγεία στην Ελλάδα, την Ολλανδία, Σουηδία και Δανία, σε σύγκριση με μέσο όρο της ΕΕ 12%. Ο ΟΟΣΑ προβλέπει ότι οι δαπάνες για μακροχρόνια περίθαλψη ως ποσοστό του ΑΕΠ ενδέχεται να διπλασιαστούν ως το 2060. Οι καινοτόμες θεραπείες και υπηρεσίες που μειώνουν τις απαιτήσεις για μακροχρόνια φροντίδα έχουν επομένως τεράστια δυνητική αξία για την κοινωνία.

Οι καινοτόμες θεραπείες μπορούν επίσης να επιτρέψουν στους ασθενείς να επιστρέψουν στην εργασία τους, συμβάλλοντας στους φόρους και στην παραγωγικότητα, μειώνοντας το κόστος περίθαλψης. Πρόσφατη μελέτη υπολόγισε ότι η συνολική επένδυση με αύξηση 6% του κόστους στη φροντίδα για 11 μορφές καρκίνου σε χώρες υψηλού εισοδήματος θα μπορούσε να αποδώσει 3,7 φορές περισσότερο ως το 2030 λόγω της αύξησης της παραγωγικότητας. Η υψηλότερη απόδοση υπολογίστηκε από το κόστος εξετάσεων απεικόνισης (129 φορές) και θεραπείας (17 φορές), δείχνοντας πώς συγκεκριμένες καινοτόμες θεραπείες μπορούν να φέρουν αξία σε όλους τους τομείς. Όσο για το πόσο προσιτές είναι οι καινοτόμες θεραπείες, θα πρέπει να συνυπολογίζεται και με την σπατάλη του 20% των πόρων για φάρμακα, αλλά και την αδυναμία ανακατανομής των πόρων για βελτίωση της αποτελεσματικότητας.

Καθυστερήσεις πρόσβασης σε νέες αντικαρκινικές θεραπείες στην Ε.Ε.

Οφέλη

Η έκθεση αναφέρει παραδείγματα πιθανού οφέλους από καινοτόμες θεραπείες, όπως:

  • Νέες θεραπείες για τον μη μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα θα μπορούσαν παρατείνουν τη ζωή και προσφέρουν δυνατότητες θεραπείας σε ασθενείς όπου η πρόγνωση είναι πολύ κακή με εξοικονόμηση του κόστους νοσηλείας και παρηγορητικής θεραπείας, επιτρέποντας στους ασθενείς να επιστρέψουν στην εργασία τους, παράγοντας αξία 717 εκατ. ευρώ κάθε χρόνο.
  • Οι κυτταρικές θεραπείες με χιμαιρικούς υποδοχείς αντιγόνου (CAR T) προσφέρουν τη δυνατότητα να σωθούν ζωές παιδιών και ενηλίκων με ορισμένες μορφές καρκίνου με πολύ κακή πρόγνωση, Μόνο για οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία το 2020 θα μπορούσαν να συνεισφέρουν ως και 5 δις. ευρώ στο ΑΕΠ σε ολόκληρη την ΕΕ.
  • Οι γονιδιακές θεραπείες προσφέρουν τη δυνατότητα να θεραπεύσουν διάφορες γενετικές ασθένειες, αποφεύγοντας έτσι το κόστος της δια βίου εξειδικευμένης φροντίδας και υποστήριξης για αυτές τις παθήσεις και τις επιπλοκές τους, επιτρέποντας στους ασθενείς να έχουν φυσιολογικά, παραγωγικές ζωές.
  • Άλλα παραδείγματα με σημαντικές δυνατότητες περιλαμβάνουν εμβόλια mRNA σε ορισμένους καρκίνους, θεραπείες για τον ιό HIV και την ηπατίτιδα Β και θεραπείες της νόσου Αλτζχάιμερ.

Παρόλα αυτά, θεσμοθετημένοι περιορισμοί προκαλούν καθυστερήσεις από την έγκριση ενός φαρμάκου μέχρι την πρόσβαση των ασθενών στη νέα  θεραπεία.

Καθυστερήσεις πρόσβασης

Χαρακτηριστικά, το 2019, η μέση καθυστέρηση είχε εξαπλάσιες διαφορές μεταξύ των χωρών της Ευρώπης. Ασθενείς στη Βόρεια και Δυτική Ευρώπη είχαν πρόσβαση σε νέα προϊόντα 100–350 ημέρες μετά την έγκριση, έναντι 600-850 ημερών στη Νότια και Ανατολική Ευρώπη. Για ορισμένα προϊόντα, δε, οι διαφοροποιήσεις ήταν ακόμη μεγαλύτερες εντός των χωρών, από τις διαφορές μεταξύ των χωρών. Για παράδειγμα, οι ασθενείς στην Εσθονία και τη Λετονία έπρεπε να περιμένουν πάνω από 900 ημέρες, χρόνος αναμονής 28 φορές μεγαλύτερος από αυτόν των ασθενών στη Γερμανία. Αντίστοιχα, ασθενείς στη Γαλλία είχαν αναμονή 560 ημέρες, 15 φορές περισσότερο από το χρόνο στη Γερμανία.

Για τα ορφανά φάρμακα, η μέση καθυστέρηση μεταξύ της άδειας κυκλοφορίας και της πρόσβασης των ασθενών σε ορφανά φάρμακα κυμαινόταν από 3,7 μήνες έως 3,2 έτη. Επιπλέον, το 15% των χωρών δεν είχε πρόσβαση σε κανένα από τα ορφανά φάρμακα που εγκρίθηκαν μεταξύ 2015 και 2018.