Τον Δεκέμβριο του 2019 ήταν ο «Ντον Κάρλο» του Βέρντι στην επιτυχημένη παραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Ο Μαρσέλο Πουέντε επιστρέφει εκ νέου, αυτή τη φορά για να κάνει το ντεμπούτο του σε έναν από τους διασημότερους ρόλους του λυρικού ρεπερτορίου. Ο αργεντινός τενόρος θα ερμηνεύσει τον «Αντρέα Σενιέ» του Ουμπέρτο Τζορντάνο πραγματοποιώντας έτσι ένα μεγάλο όνειρό του. Ενα ακόμα όνειρο ανάμεσα σε εκείνα που ζει τα τελευταία χρόνια, από τότε που εγκατέλειψε τις σπουδές Ιατρικής για να ασχοληθεί αποκλειστικά με το κλασικό τραγούδι. Η διεθνής αναγνώριση ήρθε για τον Πουέντε το 2017, όταν ντεμπουτάρισε στη Βασιλική Οπερα του Λονδίνου ως Πίνκερτον στη «Μαντάμα Μπατερφλάι», δίπλα στην Ερμονέλα Γιάχο και υπό τη διεύθυνση του σερ Αντόνιο Παπάνο. Εκτοτε ο καλλιτέχνης εμφανίστηκε στις μεγαλύτερες σκηνές, σε πρωταγωνιστικούς ρόλους στην «Τόσκα», στην «Κάρμεν», στη «Δύναμη του πεπρωμένου», στον «Φάουστ», στη «Νόρμα» και άλλες σημαντικές όπερες. Τα σχέδιά του για το μέλλον περιλαμβάνουν πολλά ακόμα ντεμπούτι σε ρόλους του ρεπερτορίου του τενόρου, με τον καλλιτέχνη αποφασισμένο, όπως φαίνεται και από τη συνέντευξη που μας παραχώρησε, να απολαύσει όσο μπορεί περισσότερο το μουσικό ταξίδι της ζωής του. Με αίσθημα ευθύνης αλλά και με το πάθος που τον έσπρωξε να ακολουθήσει αυτόν τον δύσκολο αλλά και τόσο δημιουργικό δρόμο.

Ο «Αντρέα Σενιέ» θεωρείται ένας από τους κορυφαίους και πιο απαιτητικούς ρόλους του ρεπερτορίου του λυρικοδραματικού τενόρου. Κατά τη γνώμη σας, τι είναι αυτό που τον κάνει τόσο δύσκολο;

«Δύο πράγματα, θα έλεγα. Οι φωνητικές απαιτήσεις αλλά και η δραματική ένταση του ρόλου, ενός ρόλου που ζητεί και καλό τραγούδι και καλή θεατρική ερμηνεία. Είναι υπέροχος ο Σενιέ, ένας θαυμάσιος χαρακτήρας γεμάτος πάθος, φαντασία, κομψότητα, ρομαντικός και ηρωικός την ίδια στιγμή. Είναι ο αιώνιος ποιητής, ο οποίος εν προκειμένω εκφράζεται μέσα από υπέροχη μουσική. Δικαίως αποτελεί ένα από τα όνειρα κάθε λυρικοδραματικού τενόρου».

Το έργο ανήκει στο ρεπερτόριο του βερισμού. Πώς ερμηνεύετε μια τέτοια όπερα;

«Βερισμός είναι η αλήθεια, κάτι το ειλικρινές, κάτι που αντικατοπτρίζει τον ρεαλισμό. Στη μουσική των αριστουργημάτων του βερισμού απεικονίζονται η αγάπη αλλά και η κοινωνική ζωή, η πολιτική κατάσταση (ο «Αντρέα Σενιέ» διαδραματίζεται κατά τη Γαλλική Επανάσταση), απεικονίζεται η αληθινή ζωή με ήρωες πραγματικούς ανθρώπους. Ετσι λοιπόν πρέπει να την ερμηνεύεις, με ρεαλισμό και με ειλικρίνεια».

Βρίσκετε πιο ενδιαφέροντα τον βερισμό ή το μπελκάντο; Και ποιοι είναι οι συνθέτες που αγαπάτε;

«Προτιμώ να τραγουδώ τον βερισμό, επιστρατεύοντας όμως την τεχνική που έχω μάθει από το μπελκάντο. Το μπελκάντο είναι η (τεχνική) βάση πάνω στην οποία μπορείς να οικοδομήσεις και να αποδώσεις οποιοδήποτε στυλ. Στον βερισμό βεβαίως μπορείς να είσαι πιο δραματικός, να χρησιμοποιήσεις πιο έντονα χρώματα, σε οδηγεί η διαφορετική μουσική γραφή. Προσωπικά από τους συνθέτες του ρεπερτορίου μου προτιμώ τον Πουτσίνι, τον Τζορντάνο, τον Ζαντονάι και φυσικά τον Βέρντι, κυρίως τις όπερες που συνέθεσε κατά την περίοδο της ωριμότητάς του».

Πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε με τη μουσική;

«Πάντα με ενδιέφερε και με συγκινούσε, από την παιδική μου ηλικία. Από τότε που η μητέρα μου έβαζε δίσκους του Ρέι Κόνιφ ή της Μαρία Ελένα Γουόλς και άκουγε την αδελφή μου να παίζει κιθάρα και τραγουδούσε μαζί της. Τραγουδούσα κι εγώ πάντα, από τότε που ήμουν παιδί. Και όταν σπούδαζα Ιατρική, για να συγκεντρωθώ την ώρα της μελέτης άκουγα πάντα κλασική μουσική. Τότε άκουσα τυχαία έναν τενόρο. Ο τρόπος που τραγουδούσε, η χροιά της φωνής του με έσπρωξαν να προσπαθήσω να τον μιμηθώ. Ηταν ο Λουτσιάνο Παβαρότι. Ξεκίνησα να ερευνώ το πεδίο του τενόρου. Εγκατέλειψα τις σπουδές στην Ιατρική και πορεύτηκα σε αυτό τον εκπληκτικό δρόμο της μουσικής και του τραγουδιού».

Τώρα, μετά την εμπειρία των τελευταίων χρόνων στα μεγάλα θέατρα, ποιος θα λέγατε πως είναι ο ρόλος της μουσικής στη ζωή σας;

«Στη δική μου κοσμοθεωρία η μουσική φέρνει το φως στο σκοτάδι. Δίνει ελπίδα και χαρά. Η μουσική μπορεί να φέρει θετική διάθεση και αρμονία σε αυτόν τον χαοτικό κόσμο. Χωρίς μουσική η ζωή είναι ένα μεγάλο, άδειο και θλιβερό μέρος».

Είστε αισιόδοξος για το μέλλον της όπερας;

«Ναι! Πιστεύω πως η όπερα δεν θα πεθάνει ποτέ. Γιατί είναι κάτι πολύ όμορφο. Αυτό δεν το λέω εγώ, είναι μια φράση από μια βιογραφία του μεγάλου τενόρου Φράνκο Κορέλι. Συμφωνώ απολύτως».

Από τους χαρακτήρες που έχετε ερμηνεύσει υπάρχει κάποιος που να τον αγαπάτε ιδιαιτέρως;

«Είναι ο Μάριο Καβαραντόσι από την «Τόσκα» του Πουτσίνι. Τον έχω ερμηνεύσει σε πολλά θέατρα όλα αυτά τα χρόνια και κάθε φορά τον απολαμβάνω το ίδιο. Οπως αυτός, έτσι κι εγώ είμαι ένας πολύ ρομαντικός άνθρωπος, ένας καλλιτέχνης γεμάτος συναισθήματα και πάθος. Οπότε αισθάνομαι πως έχω πολλά κοινά σημεία μαζί του. Με το ντεμπούτο μου στον «Σενιέ» νομίζω πως προσθέτω στο ρεπερτόριό μου έναν ακόμα πολύ αγαπημένο ρόλο. Για να δούμε! Χαίρομαι πολύ που θα κάνω αυτό το ντεμπούτο εδώ, στην Αθήνα, μετά τον «Ντον Κάρλο» μου».

Με ποια λογική χτίζετε το ρεπερτόριό σας; Ποια τα κριτήρια με τα οποία επιλέγετε τους νέους ρόλους σας;

«Είναι μια διαδικασία στην οποία παίζουν ρόλο πολλοί παράγοντες. Πώς νιώθω εκείνη τη στιγμή από άποψη τεχνικής, δηλαδή πόσο έτοιμος είμαι τεχνικά ώστε να αντιμετωπίσω τον ρόλο. Επίσης, πόσο δυνατό και έτοιμο νιώθω το σώμα μου, πόσο ώριμος αισθάνομαι, πόσες εμπειρίες έχω συλλέξει που θα με βοηθήσουν να ερμηνεύσω έναν νέο χαρακτήρα… Μερικές φορές, ενώ έχεις ξεκινήσει και μελετάς έναν ρόλο, αισθάνεσαι πως κάτι δεν πηγαίνει καλά, πως δεν έχει έρθει ακόμα η κατάλληλη ώρα για να τον ερμηνεύσεις στη σκηνή. Συνειδητοποιείς πως χρειάζεσαι περισσότερο χρόνο, περισσότερες εμπειρίες. Αυτή είναι η έρευνα που κάνω κάθε φορά, αυτή την έρευνα κάνω και αυτή την περίοδο με τον «Αντρέα Σενιέ»».

Ποιους ρόλους θα θέλατε οπωσδήποτε να τραγουδήσετε στο μέλλον;

«Σίγουρα τον Ρανταμές από την «Αΐντα». Θα ήθελα επίσης να τραγουδήσω περισσότερες φορές τον Καλάφ από την «Τουραντότ», και γιατί όχι, πιθανώς σε μερικά χρόνια θα ήθελα να κάνω και τον «Οθέλλο» του Βέρντι».

Ποια είναι η αγαπημένη σας άρια, αυτή που απολαμβάνετε περισσότερο να ερμηνεύετε;

«Χωρίς δεύτερη σκέψη το «Nessun dorma» από την «Τουραντότ», η ωραιότερη άρια για τενόρο που γράφτηκε ποτέ!».

Κινείστε σε έναν πολύ ανταγωνιστικό χώρο. Εχετε σκεφτεί ποτέ πως υπάρχουν αρκετοί, καλοί τενόροι, τόσο πολλοί ώστε να πρέπει να προσπαθείτε όλο και πιο σκληρά;

«Ειλικρινά, δεν έχω αισθανθεί ποτέ ανταγωνιστικά απέναντι σε άλλους τενόρους. Είναι ένα πολύ δύσκολο επάγγελμα, ναι! Είναι εξαιρετικά απαιτητικό και απαιτεί πολύ γερό στομάχι. Πρέπει, και αυτό δεν είναι εύκολο, να βρεις τις κατάλληλες ευκαιρίες αλλά και να τις εκμεταλλευτείς με τον πιο σωστό τρόπο. Θεωρώ πως γεννιούνται ακόμα σπουδαίοι τενόροι, χρειάζεται όμως χρόνος για να εξελιχθούν, για να ωριμάσουν μέσα από ωραίες παραγωγές. Και δεν τον έχουν. Στην όπερα, όπως και σε όλους τους άλλους τομείς, σε όλη την κοινωνία, οι ρυθμοί πλέον είναι φρενήρεις. Ολα πρέπει να είναι έτοιμα μέσα σε μια εβδομάδα, δεν υπάρχει ο χρόνος για να ωριμάσουν. Ομως για να γίνει μια υπέροχη παράσταση χρειάζεται χρόνος. Και οι τενόροι επίσης χρειάζονται τον δικό τους χρόνο για να ξεδιπλώσουν όλη την παλέτα των δυνατοτήτων τους».

Οι χαρακτήρες που ερμηνεύετε εσείς οι τενόροι είναι συνήθως οι υπέροχοι (και πονεμένοι) ήρωες-εραστές. Οι κακοί της όπερας – που ενίοτε έχουν πιο ενδιαφέρον από τους καλούς – ερμηνεύονται κυρίως από βαρύτονους…

«Εχω όμως και εγώ ερμηνεύσει πολλές φορές τον Πίνκερτον από τη «Μαντάμα Μπατερφλάι», έχω δώσει πάνω-κάτω 75 παραστάσεις με αυτόν τον τύπο, έχω τραγουδήσει και σε δύο παραγωγές της «Νόρμα» τον Πολιόνε. Δεν είναι διαβολικοί, είναι όμως κακοί χαρακτήρες. Είναι άνδρες που συμπεριφέρονται άσχημα και που στη συνέχεια μετανιώνουν για την κακή συμπεριφορά τους και πληρώνουν το κόστος. Ομολογώ πως και οι δύο δεν είναι από τους αγαπημένους μου χαρακτήρες, προσπαθώ όμως να τους ερμηνεύω με ειλικρίνεια και με τιμιότητα».

Είστε αγχώδης ως χαρακτήρας; Πώς αντιμετωπίζετε το άγχος και το τρακ της σκηνής;

«Προσπαθώ να σκέφτομαι τις ατελείωτες ώρες μελέτης, γιατί πράγματι έχω ξοδέψει άπειρες ώρες μελετώντας, προσπαθώ να σκέφτομαι και τα ουκ ολίγα χρήματα που έχω ξοδέψει σε μαθήματα. Τότε το όποιο άγχος και ο όποιος φόβος εξαφανίζονται».

Οταν δεν μελετάτε, τι μουσική σας αρέσει να ακούτε;

«Ακούω πολλά διαφορετικά είδη ανάλογα με τη διάθεση, από Beatles ως Lady Gaga, από Φρανκ Σινάτρα και Τζούλι Αντριους ως Μάρτα Αργκεριχ, Μαρία Κάλλας, Φράνκο Κορέλι και Λουτσιάνο Παβαρότι. Πολλά, πάρα πολλά είδη».

Από τους παλιότερους ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας τραγουδιστές;

«Εχω αναφέρει ήδη τον Παβαρότι και τον Κορέλι, για να σας μιλήσω για τους τενόρους που θαυμάζω και που με έχουν εμπνεύσει. Θα προσθέσω τον Ενρίκο Καρούζο, τον Γκαλιάνο Μασίνι και τον Τζουζέπε Τζακομίνι».

Ποια είναι η γνώμη σας για τις μοντέρνες σκηνοθεσίες στον χώρο της όπερας, οι οποίες συχνά προκαλούν έντονες συζητήσεις;

«Αν συνοδεύονται από μια ξεκάθαρη και κατανοητή ιδέα, δεν έχω κανένα πρόβλημα. Αν όχι, δεν βλέπω κανέναν λόγο για να γίνονται τέτοιες παραστάσεις. Ολα πρέπει να ξεκινούν και να καταλήγουν στο τι λέει κάθε χαρακτήρας. Μια σκηνοθεσία που πηγαίνει αντίθετα από εκεί που πηγαίνει το λιμπρέτο είναι πολύ δύσκολο να την ακολουθήσεις. Επαναλαμβάνω, πρέπει πίσω από τη σκηνοθεσία να υπάρχει μια σφαιρική και ξεκάθαρη ιδέα, μια ιδέα που να μπορεί δηλαδή να δικαιολογηθεί».

Οπως όλοι οι συνάδελφοί σας με διεθνείς καριέρες, ταξιδεύετε πολύ. Αυτό είναι απόλαυση ή αγγαρεία που αναγκάζεστε να υποστείτε λόγω της δουλειάς;

«Μου αρέσει πολύ να ταξιδεύω και να γνωρίζω νέα μέρη. Αυτό είναι ένα από τα καλά του επαγγέλματος και μου έλειψε με τους περιορισμούς που επέβαλε η πανδημία. Χάρη στη φωνή μου και στη δουλειά μου έχω γνωρίσει δεκάδες χώρες, έχω ζήσει υπέροχες εμπειρίες και έχω συναντήσει θαυμάσιους ανθρώπους».

Επειδή αναφερθήκατε στην πανδημία, πόσο πολύ επηρέασε τη ζωή σας;

«Εχει επηρεάσει σε τεράστιο βαθμό κάθε στιγμή της ζωή μου, της ζωής όλων μας. Είδα οικογενειακούς φίλους να υποφέρουν και αυτό ήταν απαίσιο. Ακόμα υποφέρουν τόσοι και τόσοι άνθρωποι. Προσπάθησα να συνεχίσω να μελετώ και να μαγειρεύω. Προσπάθησα πάνω από όλα να παραμείνω υγιής, γιατί έχασα φίλους και συγγενείς σε αυτή την τραγωδία. Επίσης έχασα πάρα πολλά συμβόλαια. Δεν σας κρύβω πως κάποια στιγμή σκέφτηκα πως δεν θα μου δινόταν ξανά η ευκαιρία να τραγουδήσω. Ομως, ευτυχώς, ακόμα και αν σβήσει για λίγο, το φως ανάβει ξανά. Πρέπει να συνεχίσουμε και να ζήσουμε με αυτό που μας έτυχε, έχοντας πίστη στη ζωή και παίρνοντας βεβαίως τις απαραίτητες προφυλάξεις».

Είπατε πως στα lockdown μαγειρεύατε…

«Ναι, πάντα μου άρεσε να μαγειρεύω και να δοκιμάζω νέες συνταγές, είναι ένα από τα χόμπι μου».

Με τι άλλο ασχολείστε στον ελεύθερο χρόνο σας;

«Μου αρέσει να κάνω μεγάλους περιπάτους. Μου αρέσει επίσης πολύ να ταξιδεύω με τη γυναίκα μου, σε ένα παραδείγματος χάριν ελληνικό νησί. Την προηγούμενη φορά που βρεθήκαμε στην Ελλάδα, το 2019, πήγαμε στην Κρήτη. Περάσαμε εκεί τα Χριστούγεννα, σε ένα μικρό ξενοδοχείο, και ήταν υπέροχα! Ηταν πολύ όμορφες εκείνες οι ημέρες…».