Το νέο έτος βρήκε την Τουρκία στη συνηθισμένη της κατάσταση μεγαλομανούς παραληρήματος. Το οποίο φαίνεται ότι ακόμη κατορθώνει να εντυπωσιάζει ή να τρομάζει.

Ασφαλώς η Τουρκία του Ερντογάν δεν είναι ούτε απομονωμένη ούτε αδύναμη ούτε πρόκειται να καταρρεύσει κάποιο πρωί, όπως θέλουν να πιστεύουν διάφοροι ανόητοι.

Βρίσκεται όμως σε σαφώς δυσχερέστερη θέση αφότου (με αφορμή την «Αραβική Ανοιξη» του 2010) άνοιξε τα φτερά της για να καταστεί ηγεμονική περιφερειακή δύναμη.

Το παραμύθι δεν πουλάει πια, ή έστω πουλάει λιγότερο. Παρ’ όλα αυτά, το σχέδιο ισχύει στο ακέραιο, έστω και ελαφρώς ξεπουπουλιασμένο.

Ο Ιμπραχίμ Καλίν, ο ισχυρός σύμβουλος του Ερντογάν, εξήγησε πρωτοχρονιάτικα ότι η χώρα του προτίθεται να αναπτύξει την παρουσία της «στα Βαλκάνια, στον Καύκασο, στην Κεντρική Ασία, στη Μέση Ανατολή» αλλά και «ισχυρούς δεσμούς με τις αφρικανικές περιοχές» (4/1).

Μόνο η Λατινική Αμερική φαίνεται να τους ξεφεύγει!

Απέναντι σε αυτόν τον παραληρηματικό γείτονα, η χώρα μας έχει δυο πολιτικές.

Είτε την ανάσχεση της Τουρκίας – με όλα τα μέσα, κάθε μέσο και παντού…

Είτε τον κατευνασμό της Τουρκίας – δηλαδή την «ερντογανοποίηση» και μετατροπή της Ελλάδας σε μια χώρα «περιορισμένης κυριαρχίας» ή «συγκυριαρχίας»…

Αλλος καθαρός δρόμος δεν υπάρχει. Και γι’ αυτό οι θεωρίες περί σύμπραξης ή συμπερίληψης της Τουρκίας σε ένα κοινό πλαίσιο είναι διπλά απατηλές.

Πρώτον επειδή πολιτική της Τουρκίας είναι ακριβώς η απόρριψη κάθε πλαισίου που δεν θα υποστηρίζει ή δεν θα αναγνωρίζει τη φιλοδοξία της περιφερειακής ηγεμονίας.

Το πλαίσιο είναι η επιβολή της, τίποτε άλλο.

Δεύτερον επειδή οι θεωρίες της σύμπραξης και της συμπερίληψης οδηγούν αναπόφευκτα, έστω διά της τεθλασμένης, στην «ερντογανοποίηση».

Δηλαδή στην προοπτική μιας «φινλανδοποίησης με άλλα λόγια».

Φυσικά οι οπαδοί αυτών των θεωριών ωθούνται από μια ωμή παραδοχή. Οτι η πολιτική της ανάσχεσης της Τουρκίας από το να καταστεί περιφερειακή δύναμη «είναι αδιέξοδη, ατελέσφορη, ανέφικτη. Δεν θα φέρει αποτελέσματα. Σπαταλάμε τζάμπα πόρους και όσο συντομότερα το καταλάβουμε τόσο καλύτερα».

Η Ελλάδα «τρέχει πίσω από την Τουρκία προκειμένου να τη σταματήσει από του να καταστεί περιφερειακή ηγεμονική δύναμη. Δεν θα τη σταματήσει» (Π. Κ. Ιωακειμίδης, «Τα Νέα», 4/1).

Συνεπώς η ηγεμονική ισχύς της Τουρκίας είναι αμετάκλητη, ακαταμάχητη και αναπόφευκτη. Η Ελλάδα δεν έχει παρά να προσαρμοστεί στα δεδομένα.

Είναι (τηρουμένων των αναλογιών) η ίδια κατευναστική ρητορική που είχε αναπτυχθεί στον Μεσοπόλεμο για την αναπότρεπτη γερμανική ισχύ και τις εύλογες απαιτήσεις ενός ρόλου της Γερμανίας στην Ευρώπη. Οδήγησε στην επονείδιστη συνθηκολόγηση του Μονάχου (1938).

Ολοι οι ειδικοί στην τουρκική πολιτική συμφωνούν ότι η περιφερειακή επιβολή υποστηρίζεται από το νεκραναστημένο ιδεολόγημα μιας (δήθεν) «περικύκλωσης της Τουρκίας».

Στην ανάλυση αυτή η Ελλάδα θεωρείται «επιθετική ή αναθεωρητική δύναμη» (με τα υποθετικά 12 μίλια, τα στρατιωτικοποιημένα νησιά, την παρατεινόμενη εχθροπάθεια κατά της Τουρκίας στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ ή τις περιφερειακές συμμαχίες αποκλεισμού της…) και η Τουρκία «αμυνόμενη που απλώς επιχειρεί να αντιταχθεί στην περικύκλωσή της».

Δεν θα υπήρχε λόγος να το συζητήσουμε σοβαρά, αν το ιδεολόγημα αυτό δεν έβαζε ρητά τις βάσεις για μια επιθετική ενέργεια της τουρκικής πλευράς.

Η οποία στις αρχές του 2022 δεν είναι πλέον τόσο απίθανη όσο θα θέλαμε να νομίζουμε.

Γούρι

Ολοι γνωρίζουμε ότι ο 20ός αιώνας δεν ήταν και πολύ γούρικος για τον σοσιαλισμό. Περισσότερο θύμισε κακό γουέστερν: μπερδεμένη υπόθεση, λίγο συναίσθημα, πολύς σκοτωμός και καθόλου happy end.
Ευτυχώς που κάποιοι οπαδοί του σοσιαλισμού προνοούν να μην επαναληφθεί το φιάσκο.
Ηδη η «αρμόδια επιτροπή συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ» επεξεργάστηκε «εκατό θέσεις-δεσμεύσεις για τον σοσιαλισμό του 21ου αιώνα». Ούτε μία λιγότερη ή περισσότερη!
Προφανώς ένα συνέδριο μπορεί να αποφασίσει ό,τι περνάει από το κεφάλι του. Αλλά μάλλον εκ του ασφαλούς. Ακόμη κι αν γίνει το συνέδριο, ποιος θα ζει στο τέλος του 21ου αιώνα και ποιος θα θυμάται τότε τον ΣΥΡΙΖΑ για να μετρήσει τις δεσμεύσεις του;

Οι φίλοι του Ανδρουλάκη

Σχεδόν ένας μήνας συμπληρώνεται από την εκλογή του Ν. Ανδρουλάκη στο ΠαΣοΚ και έχουμε καλά και κακά νέα.
Τα κακά νέα είναι ότι περιμένουμε να δούμε. Αν όχι πράγματα – τι να κάνει ο αρχηγός του τρίτου κόμματος; –, τουλάχιστον πρόσωπα.
Τα καλά νέα είναι ότι του την πέφτουν στην ψύχρα όλοι οι Συριζαίοι της επικράτειας, από την «Aυγή» έως τα τρολ του Twitter, πράγμα που είναι καλή ένδειξη για τα πρώτα βήματα του Ανδρουλάκη.
Οταν έχουν βρεθεί οι εχθροί, θα βρεθούν και οι φίλοι.
Αν και από τον Ανδρουλάκη κανείς δεν ζητάει να βρει εχθρούς ή φίλους. Το ζητούμενο είναι να φτιάξει το κόμμα του και τα υπόλοιπα θα τα φέρουν ο χρόνος, οι συνθήκες και οι συγκυρίες.
Τα πρόσωπα έχουν τη σημασία τους. Στο ΠαΣοΚ δεν έβγαλαν μόνο νέο αρχηγό αλλά και νέα πλειοψηφία. Κάποιοι κέρδισαν αλλά και κάποιοι έχασαν.
Αργά ή γρήγορα, αυτή η νέα πλειοψηφία θα αποτυπωθεί και στα πρόσωπα – δεν γίνεται να αλλάζει ο αρχηγός και να παραμένουν οι προηγούμενοι, ιδίως όταν δεν έχουν λάμψει και ιδιαίτερα με την παρουσία τους.
Από την άλλη όμως τα πρόσωπα όσο καλά κι αν είναι δεν αρκούν. Χρειάζεται ένα πολιτικό σχέδιο, ενδεχομένως και άλλα πράγματα.
Το σχέδιο του Ανδρουλάκη είναι προφανές και ομολογημένο. Θέλει να κάνει μια υπεύθυνη αντιπολίτευση χωρίς να στραβοκοιτάζει δεξιά κι αριστερά. Αν θα το καταφέρει είναι μια άλλη υπόθεση.
Αλλά στην προσπάθεια αυτή έχει δύο συμμάχους: τον Μητσοτάκη και τον Τσίπρα.
– Τον Μητσοτάκη επειδή δεν ζητάει κάτι που θα φέρει τον Ανδρουλάκη σε δύσκολη θέση. Την αυτοδυναμία ψάχνει.
– Τον Τσίπρα επειδή ανακυκλώνει ένα είδος πολιτικής που φρίττει τους Πασόκους. Αφήνει τον Ανδρουλάκη στην ησυχία του.
Με άλλα λόγια, ο εκλογικός ορίζοντας και μάλιστα με απλή αναλογική φαίνεται να βολεύει μια χαρά το ΠαΣοΚ.
Η συνέχεια είναι άλλη υπόθεση.