Ο πρόσφατος νόμος 4808/2021 αφιέρωσε δύο εκ των – συνολικά δέκα – μερών του στην πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας και παρενόχλησης στην εργασία. Ειδικότερα, με το πρώτο μέρος του νόμου κυρώθηκε η αριθμ. 190 σύμβαση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, αποκτώντας υπερνομοθετική ισχύ, ενώ με το δεύτερο μέρος καταστρώθηκε το εθνικό πλαίσιο των ρυθμίσεων για την καταπολέμηση της βίας και παρενόχλησης στην εργασία.

Η ένταση των νομικών διατυπώσεων διαφοροποιείται, με κριτήριο τον αριθμό των εργαζομένων στην επιχείρηση. Ετσι, οι επιχειρήσεις που απασχολούν πάνω από 20 άτομα υπόκεινται σε αυξημένες υποχρεώσεις, καθώς απαιτείται να προβούν στην κατάρτιση συγκεκριμένης πολιτικής για την πρόληψη και καταπολέμηση της βίας και της παρενόχλησης στην εργασία (προσδιορίζοντας τα κατ’ ιδίαν δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μελών της εργασιακής σχέσης), καθώς και στην κατάρτιση ιδιαίτερης πολιτικής με περιεχόμενο τη διαχείριση εσωτερικών καταγγελιών.

Οι πολιτικές αυτές αποτελούν το απόσταγμα διαδικασιών συλλογικής αυτονομίας, καθώς είτε περιλαμβάνονται στις επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας είτε στους κανονισμούς εργασίας, κατά περίπτωση.

Αναφορικά, δε, με την πρώτη εφαρμογή του νόμου, μεταβατικά, κατά το διάστημα μέχρι τη σύναψη επιχειρησιακής συλλογικής σύμβασης εργασίας ή μέχρι την κατάρτιση ή τροποποίηση του κανονισμού εργασίας, προβλέπεται η κατάρτιση των πολιτικών αυτών, με απόφαση του εργοδότη, κατόπιν διαβούλευσης με τους εργαζομένους ή τους εκπροσώπους τους. Ο νόμος αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στη συμμετοχή των εργαζομένων στη διαδικασία, γεγονός εύλογο, καθώς πρόκειται για ένα κορυφαίο λειτουργικό ζήτημα, το οποίο επιδρά άμεσα στην εργασιακή καθημερινότητα.

Περαιτέρω, με την αριθμ. 82063/2021 κανονιστική πράξη, τυποποιήθηκε το υπόδειγμα των προβλεπομένων στον Ν. 4808/2021 πολιτικών και παρασχέθηκαν περαιτέρω οδηγίες για την εφαρμογή του σχετικού πλαισίου. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με το κρατικό πρότυπο οι ανωτέρω πολιτικές δύνανται να σωρευθούν σε ένα ενιαίο κείμενο, με διακριτά όρια μεταξύ των δύο ρυθμιστέων αντικειμένων.

Η κυριότερη όμως υποχρέωση που προβλέφθηκε με την προαναφερόμενη πράξη αφορά στην αξιολόγηση σε τακτική βάση της αποτελεσματικότητας των αναληφθέντων από την επιχείρηση πολιτικών, τόσο σε προληπτικό όσο και σε κατασταλτικό επίπεδο. Το πρόταγμα της αποτελεσματικότητας αντανακλά στην ανάγκη πειστικών θεσμικών και νομικών απαντήσεων, στις προκλήσεις που θέτει η σύγχρονη πραγματικότητα, γεγονός το οποίο έχει σηματοδοτήσει μια γενικότερη στροφή της νομικής επιστήμης.

Η βία και παρενόχληση στην εργασία -ειδικότερη μορφή της οποίας είναι και η σεξουαλική παρενόχληση – ανέκαθεν αποτελούσαν ενδημικά φαινόμενα στη σχέση εργασίας. Και τούτο διότι στην εργασιακή σχέση κυριαρχεί ο ανθρώπινος παράγοντας, με όλα τα τρωτά και τις μειονεξίες του. Τα τελευταία έτη η αλλαγή του κοινωνικοοικονομικού προτύπου, η αποδυνάμωση των εργασιακών δεσμών, καθώς και η οξύτητα των ψυχοκοινωνικών παραγόντων κινδύνου (έξαρση βίας, απομόνωση, ατομισμός) λόγω της παρατεταμένης πανδημίας, αποτέλεσαν τη θρυαλλίδα για μια γενικευμένη κοινωνική αποδοκιμασία των φαινομένων βίας και παρενόχλησης στην εργασία. Ο νομοθέτης, μπροστά στη σημαντική αυτή μεταβολή της συλλογικής κοινωνικής συμπεριφοράς, προέβη στη ρύθμιση των σχετικών ζητημάτων, προβλέποντας καταρχήν νέες εργοδοτικές υποχρεώσεις.

Επισημαίνεται ότι η επανειλημμένη αναφορά των θεσμικών κειμένων στην προστασία των προσωπικών δεδομένων των θιγομένων και στην εμπιστευτικότητα της διαδικασίας διαχείρισης των σχετικών καταστάσεων υποδεικνύει την αυξημένη πολιτειακή μέριμνα για την αντιμετώπιση του φαινομένου με αξιοπρέπεια και διακριτικότητα. Εξάλλου, ο νομοθέτης φιλοδόξησε να οργανώσει ένα πλήρες πλαίσιο προστασίας του εργαζομένου, αναπτυσσόμενο σε τρία επίπεδα: πρώτον, στο αμιγώς (ενδο)επιχειρησιακό επίπεδο, με την πρόβλεψη ειδικής οργανικής μονάδας εξέτασης των καταγγελιών, δεύτερον, στο διοικητικό επίπεδο, με την ανάθεση στην Επιθεώρηση Εργασίας και στον Συνήγορο του Πολίτη της αντιμετωπίσεως του φαινομένου, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, και, τρίτον, στο δικαιοδοτικό επίπεδο, με την ακώλυτη άσκηση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας.

Κυρίως όμως, δεν θέλησε να αποκλείσει κανέναν εργαζόμενο από το πεδίο εφαρμογής του νόμου, αναγνωρίζοντας ως υποκείμενους στην προστατευτική του εμβέλεια ακόμα και τους εργαζομένους στην άτυπη οικονομία. Με έναν πρωτοφανή βαθμό παραδοξότητας, ο νόμος «προστατεύει» ένα φαινόμενο (την άτυπη οικονομία), που παρασιτεί και αντιστρατεύεται την έννομη τάξη.

Αναμφίβολα, η παρενόχληση και η άσκηση βίας στην εργασία αποτελεί μια από τις σημαντικότερες στρεβλώσεις στον χώρο εργασίας, καθώς επηρεάζει συνολικά τις εργασιακές σχέσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι παρενοχλητικές συμπεριφορές αποτελούν κλασικές πηγές εργασιακών ανισοτήτων είτε μέσω της ευνοϊκής μεταχείρισης του παρενοχλουμένου έναντι των συναδέλφων του είτε μέσω της εκδικητικής απαξίωσης του παρενοχλουμένου, θέτοντάς τον σε δυσμενέστερη μοίρα σε σχέση με τους λοιπούς αντίστοιχους εργαζομένους της επιχείρησης.

Η θεσμική ανταπόκριση της πολιτείας στο μείζον αυτό ζήτημα είναι το πρώτο μικρό βήμα προς την αντιμετώπισή του. Η πάταξη του φαινομένου προϋποθέτει, σε κάθε περίπτωση, συνδυαστικά, την επίδειξη κοινωνικής ωριμότητας και την εμπέδωση της πεποίθησης ότι η υπόθαλψη τέτοιων καταστάσεων βάλλει ευθέως κατά της παραγωγικότητας.

Η κυρία Κατερίνα Γανίδη είναι δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω, διδάκτωρ Νομικής ΕΚΠΑ.