Βασισμένη στο θεατρικό έργο της Μιμής Ντενίση η οποία εκτός από το ότι έκανε την διασκευή του σεναρίου (μαζί με τον Μάρτιν Σέρμαν), επίσης πρωταγωνιστεί, η ταινία «Σμύρνη μου αγαπημένη» (Ελλάδα, 2021) έχει όλες τις προδιαγραφές για να γίνει η πρώτη πραγματικά μεγάλη ελληνική κινηματογραφική επιτυχία εν μέσω κορωναϊού (με την εξαίρεση του «Ανθρώπου του Θεού» που προηγήθηκε). Και το αξίζει. Σκηνοθετημένη από τον Γρηγόρη Καραντινάκη, η ταινία καταπιάνεται με την ιστορία μιας πλούσιας οικογένειας Ελλήνων της Σμύρνης, η οποία υπήρξε θύμα του ολοκαυτώματος του 1922 και η μεταφορά του θεατρικού στον κινηματογράφο υπήρξε προσωπικό όραμά της Μ. Ντενίση. Στόχος της ήταν το πνεύμα του θεατρικού έργου να ακολουθηθεί από ένα κινηματογραφικό εγχείρημα με πανανθρώπινα μηνύματα που θα αναπαραστούσε πειστικά την ατμόσφαιρα της τραγικής εκείνης περιόδου.

Η ταινία το κατάφερε και μάλιστα σε όλους τους τομείς: από την «κιτρινωπή», ρετρό φωτογραφία του Σίμου Σαρκετζή («Το τελευταίο σημείωμα») και τα επιμελημένα σκηνικά των Ηλία Λεδάκη, Γιάννη Παπαδόπουλου, Μιχάλη Σαμιώτη ως τα κοστούμια, φροντισμένα «στην πένα» της Φωτεινής Δήμου μα και το μοντάζ του Λάμπη Χαραλαμπίδη. Οσο για τους ηθοποιούς, το γεγονός ότι οι περισσότεροι, ως ερμηνευτές, είχαν ήδη την εμπειρία του θεατρικού έργου, φαίνεται ότι ανήκε στα συν της ταινίας γιατί όλοι «ζουν» τους ρόλους τους. Ανάμεσα σε αυτούς που εκτός της Μ. Ντενίση εμφανίζονται στην ταινία είναι οι Λεωνίδας Κακούρης, Κρατερός Κατσούλης, Ταμίλλα Κουλίεβα, Κατερίνα Γερονικολού, Χρήστος Στέργιογλου, Γιάννης Εγγλέζος, Ντίνα Μιχαηλίδου, Νέδη Αντωνιάδη, Αναστασία Παντούση, Γιάννης Βογιατζής και ο Τούρκος Μπουράκ Χακί.

Χάρη στο μαγείρεμα όλων των παραπάνω κάτω από την άγρυπνη ματιά του «σεφ» Καραντινάκη, η «Σμύρνη», με την σχετική βοήθεια της μαγειρικής (η συνταγή της «ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ κουζίνας» καλά κρατεί!) πέτυχε. Η κινηματογραφική ιστορία των Μπαλτατζή, μια οικογένειας Ελλήνων της Σμύρνης που από την μια στιγμή στην άλλη είδε την πολυτέλεια στην οποία ζούσε να μετατρέπεται σε στάχτη, δεν έχει σε τίποτα να ζηλέψει μια πλούσια «α λα Χόλιγουντ» υπερπαραγωγή. Ακόμα και η μείξη των πρωτοφανών για τα μέτρα ελληνικής κινηματογραφικής παραγωγής, οπτικοακουστικών εφέ της καταστροφής (περίπου το 1/3 της ταινίας), με το δράμα της ιστορίας διακρίνεται από μια ευπρόσδεκτη ισορροπία.

Για τα εσωτερικά του αρχοντικού της οικογένειας Μπαλτατζή χρησιμοποιήθηκε η Βίλα Αλεπουδέλη στη Μυτιλήνη, το σπίτι όπου πέρασε πολύ χρόνο από την ζωή του ο νομπελίστας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης. Αργότερα, στην Αθήνα, η παραγωγή προχώρησε σε ένα ακόμη πιο φιλόδοξο βήμα: σκηνικά που παρουσιάζουν την Σμύρνη στα χρόνια της λαμπροτητας της (1915- 1922) χτίστηκαν ειδικά για την ταινία στο Φάληρο. Και στους δύο χώρους, το μέγεθος της παραγωγής ολοφάνερο (ανεπίσημες πηγές αναφέρουν ότι το κόστος έφτασε τα 4.000.000 ευρώ). Ο Καραντινάκης, δεν τρόμαξε από την πίεση της μεγάλης παραγωγής λόγω του υψηλού κόστους. Αντιθέτως, ο σκηνοθέτης που είναι της άποψης ότι «όλα μπορούν να αποκτηθούν με την ζύμωση» φρόντισε ώστε η τεχνογνωσία που απαιτούνταν για μια τόσο ακριβή κινηματογραφική ταινία, να συμπλεύσει με τους καλλιτεχνικούς όρους που από την αρχή ο ίδιος είχε οραματιστεί.

Κατά συνέπεια ένας μαγικός ρεαλισμός είναι διάχυτος στην «Σμύρνη», από την οποία ωστόσο, θα μπορούσε να λείπει ένα μέρος από το πρώτο μισό της ταινίας, το οποίο «ασφυκτιά» μέσα στις δεξιώσεις και τα πάρτι της Σμύρνης που τελικά χρησιμεύουν μόνον ως μια αντανάκλαση της ευμάρειας μέσα στην οποία ζούσε η οικογένεια Μπαλτατζή, αρνούμενη να πιστέψει την πιθανότητα του κακού που περίμενε στην πόρτα της. Να όμως που ακόμα και αυτές οι σκηνές εξυπηρετούν την ιστορική αλήθεια που λάμπει με ακρίβεια: η ταινία δεν στέκεται μόνο στα εγκλήματα που έγιναν από τους Τσέτες του Κεμάλ Ατατούρκ που έκαψαν την Σμυρνη σφάζοντας τους Ελληνες αλλά ταυτόχρονα επισημαίνει και την εγκληματική αδιαφορία των ξένων και Ελλήνων που και είχαν προβλέψει την τραγωδία και είδαν να γίνεται το ολοκαύτωμα της Σμύρνης χωρίς να κουνήσουν ούτε το μικρό τους δαχτυλάκι για την – έστω στοιχειώδη – ανθρώπινη βοήθεια όσων βρίσκονταν μπροστά στον βέβαιο θάνατο.

Πριν ακόμα τα γυρίσματα αρχίσουν, ένα από τα πιο εντυπωσιακά στοιχεία που ο Καραντινάκης ανακάλυψε ενώ έκανε την προσωπική του έρευνα για την εποχή της καταστροφής της Σμύρνης, ήταν μια γελοιογραφία της εποχής δημοσιευμένη σε έντυπο μεγάλου κύρους: μια ντυμένη στην χλιδή, αριστοκρατική, πλούσια Συρία, λέει ειρωνικά στην ρακένδυτη, κουρελιασμένη Ελλάδα που κλαίει: «Εγώ δεν θα γίνω ποτέ σαν εσένα.» Γιατί εκείνη την εποχή υπήρξαν πρόσφυγες της Σμύρνης που τράβηξαν προς τον Νότο και την Αφρική. Αυτή η σύμπτωση έχει σημασία διότι ο παράγοντας της Συρίας και των προσφύγων της σημερινής εποχής, είναι το στοιχείο που στο σενάριο της ταινίας, συνδέει την καταστροφή με το 2015 (ο παρόντας χρόνος δραματουργίας). Ωστόσο, θα πρέπει εδώ να σημειωθεί, ότι το «κλείσιμο» αυτής της σύνδεσης του παρελθόντος με το παρόν, είναι το μόνο σημείο της κατά τα άλλα άψογης αυτής ταινίας, που κατά κάποιο τρόπο μένει ανολοκλήρωτο.

Βαθμολογία: 3

————————————-

«The Matrix resurrections» (ΗΠΑ, 2021)

Πριν από 22 χρόνια η ταινία φαντασίας «The Matrix» έδινε νέες διαστάσεις στο κινηματογραφικό θέαμα. Σ’ εκείνη την ταινία που σκηνοθέτησαν οι αδελφοί Λάρι και Αντι Γουατσόφσκι, ο Κιάνου Ρiβς υποδύθηκε τον Νέο, έναν νεαρό hacker των ηλεκτρονικών υπολογιστών, ο οποίος κάποια στιγμή αντιλαμβάνεται ότι η «πραγματικότητα» που μέχρι τότε ζούσε, δεν είναι παρά ένα εικονικό περιβάλλον και ότι όλα είναι κρυμμένα μόνο στην «τράπεζα πληροφοριών» ενός μελλοντικού, σατανικού συστήματος, ονόματι Matrix. Εν έτει 2199, οι μηχανές έχουν καταλάβει τον κόσμο και ο «εκλεκτός» αυτός hacker αναλαμβάνει ως νέος Μεσσίας τον πόλεμο εναντίον τους. Αν και πολύ δύσκολα το φιλμ μπορούσε να ερμηνευτεί, σε κέρδιζε με την πρωτόγνωρη (και πρωτοποριακή) αισθητική του. Σημείωσε τεράστια επιτυχία και το ακολούθησαν δυο ακόμη ταινίες – κλώνοι του πρώτου, για την ολοκλήρωση της τριλογίας «The Matrix».

Μια επιστροφή στην ίδια ιστορία σήμερα και μάλιστα με σκηνοθέτη τον ένα εκ των δύο Γουατσόφσκι (που εν τη πορεία όπως και ο αδελφός του άλλαξε φύλο και είναι πια η Λάνα Γουατσόφσκι -πρώην Λάρι), δεν φαίνεται να έχει και τόσο νόημα ή και αν έχει θα το εκτιμήσουν κυρίως οι φαν αυτής της κινηματογραφικής σειράς η οποία απέκτησε διαστάσεις φαινομένου. Όπως και ο θεατής, ο Ριβς βρίσκεται και πάλι εγκλωβισμένος στο χάος πολλαπλών πραγματικοτήτων, με παλιούς χαρακτήρες να εμφανίζονται με νέα πρόσωπα (π.χ. ο Μορφέας του Λορενς Φίσμπερν έχει τώρα την μορφή του Γιάχα Αμπνούλ Ματέν 2ος και ο πράκτορας Σμιθ του Χιούγκο Γουίβινγκ του Τζόναθαν Γκροφ) ή με τα ίδια όπως συμβαίνει με τον Νέο και την Τρίνιτι (Κάρι Αν Μος). Υπάρχουν και καινούργιοι χαρακτήρες (Τζέσικα Χάνγουικ, Νιλ Πάτρικ Χάρις) οι οποίοι παίζουν τον δικό τους, μυστηριώδη (ή ακατανόητο) ρόλο ,υπάρχουν κάτι περίεργα «εσωτερικά» ανέκδοτα για την εταιρία παραγωγής της ταινίας, την Warner Bros και υπάρχει μια σαφώς πιο ισχυρή παρουσία του γυναικείου φύλου έτσι ώστε η λογική του τελευταίου Matrix να συμβαδίζει με το πνεύμα της εποχής. Αυτό που όμως πάνω απ’ όλα υπάρχει, είναι μια προσπάθεια εντυπωσιασμού με ήδη χρησιμοποιημένα υλικά που παραπέμπουν στην πραγματική μορφή της ταινίας: ξαναζεσταμένο φαγητό.

Βαθμολογία: 2

————————————————–

«Gunda» (ΗΠΑ/ Αγγλία/ Νορβηγία, 2020)

Η αυστραλέζικη ταινία «Μπέιμπ, το ζωηρό γουρουνάκι» (1995), είχε προκαλέσει σε εκατομμύρια κόσμο ποικίλα συναισθήματα, κυρίως συγκίνηση, καθώς με άξονα το χιούμορ προσπαθούσε να μπει στην ψυχοσύνθεση του γουρουνιού, ενός αθώου πλάσματος το οποίο γεννιέται με την προοπτική της σφαγής. Ο στόχος της «Gunda» του Βίκτορ Κοσακόφσκι ενδεχομένως να ήταν ο ίδιος, μόνο που σε αυτή την περίπτωση μιλάμε για ντοκιμαντέρ του οποίου το γύρισμα, κρίνοντας πάντα από το αποτέλεσμα πάνω στην οθόνη, θα πρέπει να θεωρηθεί άθλος. Η ασπρόμαυρη αυτή ταινία αρχίζει και κλείνει με το ίδιο πλάνο, την είσοδο ενός στάβλου, το «σπίτι» της γουρούνας. Η εισαγωγή είναι ταυτόσημη με το θαύμα της ζωής, η γουρούνα Γκούντα έχει γεννήσει μια μικρή στρατιά γουρουνιών τα οποία την περιτριγυρίζουν, επίμονα, αεικίνητα, πεινασμένα. Όπως πρέπει. Μόνο που τα βλέπεις δεν μπορείς παρά να χαμογελάσεις. Παρατηρώντας τα ενώ βυζαίνουν την μάνα, βλέπεις και πόσο διαφορετικός είναι ο χαρακτήρας του καθενός. Ακολουθεί η ανατροφή τους, την ώρα που ο φακός του Κοσακόφσκι που υπογράφει ο ίδιος την διεύθυνση φωτογραφίας μαζί με τον Εγκιλ Χάσκγιολντ Λάρσεν, «ακτινογραφεί» όλη την περιοχή, παρακολουθώντας με όρεξη και προσοχή στην λεπτομέρεια την ζωή άλλων πλασμάτων της ίδιας «γειτονιάς», των αγελάδων των κοκόρων. Το σκληρό φινάλε είναι αναπόφευκτο, όμως δεν θα επισκιάσει την υπέροχη αρμονία που έχεις νιώσει να σε αγκαλιάζει που δεν είναι άλλη από την θαυματουργή αρμονία της φύσης, από την οποία απουσιάζει παντελώς ο ανθρώπινος παράγοντας, όπως και η μουσική. Τα τιτιβίσματα των πουλιών, το θρόισμα των φύλλων, το τεμπέλικο «τραγούδι» των κοκόρων, συνοδεύουν τον κεντρικό ήχο της ταινίας, αυτόν τον τόσο ιδιαίτερο (και ενίοτε αστείο) ήχο που βγαίνει από την μύτη και τον φάρυγγα των γουρουνιών.

Βαθμολογία: 3

Προβάλλεται επίσης η παιδική ταινία «Φεγγαρόσκoνη» («Moonbound», Γερμανία, 2021) η οποία στηρίζεται σε μια σειρά παιδικών μυθιστορημάτων και αφηγείται την προσπάθεια ενός εφήβου να βρει την απαχθείσα αδελφή του με την βοήθεια ενός εντόμου και ενός μάγου. Η σκηνοθεσία είναι του Αλι Σαμάντι Αχάντι