Στην Ιστορία του κινηματογράφου, κάποιες ταινίες, δίχως να είναι σπουδαίες, κατάφεραν με διάφορους τρόπους να γίνουν σύμβολα, χωρίς στην πραγματικότητα να αξίζουν την τεράστια φήμη τους. Και σχεδόν πάντα, μια γυναίκα βρισκόταν πίσω από όλα αυτά. Μια τέτοια ταινία, για παράδειγμα, είναι το απλώς συμπαθές αισθηματικό μελό «Και ο Θεός…έπλασε τη γυναίκα» (1956) του Ροζέ Βαντίμ. Καθώς η γυναίκα που έπλασε ο Θεός ήταν η Μπριζίτ Μπαρντό, ακόμα και χωρίς την άκρως σεξουαλική σκηνή χορού της στην ταινία, είναι μάλλον βέβαιο ότι θα κατακτούσε ούτως ή άλλως τις καρδιές των εκατομμυρίων ανδρών που είδαν την ταινία.

Μια άλλη τέτοια ταινία είναι ο «Παράνομος» («The Οutlaw»), το φιλμ που γύρισε στα τέλη του 1941 ο μεγαλοφυής δισεκατομμυριούχος Χάουαρντ Χιουζ, ο οποίος εκτός από αεροπόρος και μεγιστάνας του real estate, είχε ως χόμπι τον κινηματογράφο (η ιστορία του Χιουζ είναι από μόνη της υλικό ταινίας – και πράγματι, ο Μάρτιν Σκορσέζε την έκανε ταινία με τίτλο «The Αviator» το 2004).

Αλλά ποιο ήταν το κλειδί ώστε ο «Παράνομος» να γίνει εμβληματικό φιλμ; Ηταν το μπούστο της σαγηνευτικής Τζέιν Ράσελ, της ηθοποιού που πρωταγωνιστεί στην ταινία κάνοντας μάλιστα το ντεμπούτο της στο σινεμά. Δεν χρειάστηκε παρά μία σκηνή ώστε να προκαλέσει κάτι παραπάνω από έντονες φαντασιώσεις στους θεατές: η Ρίο Μακ Ντόναλντ, όπως είναι το όνομα της ηρωίδας που ενσαρκώνει η Ράσελ, ξαπλωμένη στο σανό ενός στάβλου, κοιτάζει προκλητικά προς τον φακό αφήνοντας πολλά υπονοούμενα. Λέγεται ότι ο Χιουζ είχε σχολιάσει σεξιστικά την επιτυχία της Ράσελ, αναφερόμενος στα στήθη της: «Υπάρχουν δύο λόγοι για τους οποίους οι άνδρες τρέχουν στα σινεμά για να τη δουν. Και αυτοί οι λόγοι είναι αρκετοί».

Μύθος χάρη στη… λογοκρισία

Στις μέρες μας είναι ίσως κάπως δύσκολο να αντιληφθεί κανείς τον θόρυβο που η ταινία αυτή προκάλεσε στην εποχή της. Γιατί αν τη δούμε σήμερα, ακόμα και οι προκλητικές σκηνές της Ράσελ φαντάζουν… παιδικές μπροστά στα όσα έχουν μεσολαβήσει από τη δεκαετία του 1940 έως τις μέρες μας. Ομως την περίοδο εκείνη, ο διαβόητος Κώδικας Χέιζ και η λογοκρισία ήταν ο φόβος και ο τρόμος στον αμερικανικό κινηματογράφο και αυτή η ταινία χρειάστηκε να περάσει από σαράντα κύματα μέχρι να βρει τον δρόμο της προς τη μεγάλη οθόνη.

Η διανομή της το 1943 ήταν πολύ περιορισμένη, με αποτέλεσμα να κατέβει άρον-άρον και να περιμένει τρία ακόμα χρόνια ώστε να διανεμηθεί ευρύτερα στις αίθουσες. Ολη αυτή η κατάσταση, βέβαια, υπήρξε το ιδανικό μάρκετινγκ για την προώθηση τoυ «Παρανόμου», οπότε ο μύθος γύρω από το φιλμ είχε ήδη σχηματιστεί και η Τζέιν Ράσελ, προτού καν τη δει ο κόσμος στην οθόνη, είχε καταφέρει να γίνει ένα από τα πρώτα ονόματα της εποχής της! Ωστόσο, η πολυετής αναμονή διανομής στις αίθουσες αυτής της ταινίας είχε το κόστος της, διότι ο Χάουαρντ Χιουζ είχε αναγκάσει τη Ράσελ να τη διαφημίζει σε καθημερινή βάση. Κατά κάποιον τρόπο, λοιπόν, αυτή η μυθική πλέον ταινία σημάδεψε την καριέρα της Ράσελ.

Το κορίτσι από τη Μινεσότα

To 1999, σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις που παραχώρησε από τη στιγμή απομακρύνθηκε εντελώς από τον χώρο – κάτι που συνέβη στα μέσα της δεκαετίας του 1980 – η Ράσελ αναφέρει στον ιρλανδό ντοκιμαντερίστα Μαρκ Κάζινς τις αφάνταστες δυσκολίες που αντιμετώπισε ως παιδί, την ανάγκη της να ξεφύγει από ένα ασφυκτικό περιβάλλον και να ασχοληθεί με την Τέχνη. Κόρη ενός στρατιωτικού και μιας ηθοποιού η οποία είχε δουλέψει πολλά χρόνια σε περιπλανώμενους θιάσους, η Ράσελ ήταν το μοναδικό κορίτσι ανάμεσα σε πέντε αδέλφια. Γενέτειρά της ήταν η πόλη Μπεμίτζι της Μινεσότα, αλλά με το που αποστρατεύθηκε ο πατέρας της πήρε την οικογένειά του και μετακόμισαν στον Καναδά όπου μπορούσε να εργαστεί, ενώ εν συνεχεία μετακόμισαν στην Καλιφόρνια. Η καλλιτεχνική κλίση της Ράσελ είχε φανεί από την παιδική ηλικία της και σε αυτή είχε επενδύσει η μητέρα της.
Η Ράσελ έμαθε πιάνο και η μουσική την οδήγησε στο δράμα. Οπως τόσες και τόσοι μετέπειτα επαγγελματίες ηθοποιοί, η φιλόδοξη νεαρή μέσω σχολικών παραστάσεων πήρε το βάπτισμα του πυρός μπροστά στο κοινό. Τελειώνοντας το σχολείο, ωστόσο, αρχικός στόχος της ήταν να ασχοληθεί με το σχέδιο μόδας. Ο πρόωρος θάνατος του πατέρα της, όμως, την ανάγκασε να εργαστεί για να συντηρήσει την οικογένειά της και έτσι δούλεψε ως γραμματέας σε ιατρείο. Τότε κατάλαβε ότι θα μπορούσε να βγάζει κάποια έξτρα χρήματα από το μόντελινγκ, για το οποίο, βέβαια, είχε όλα τα προσόντα. Η ιδέα της υποκριτικής δεν είχε φύγει ποτέ από το μυαλό της και την ώθησε να εκπαιδευτεί καταλλήλως. Κάνοντας οικονομίες, πλήρωνε τη δραματική σχολή στην οποία παρακολουθούσε μαθήματα. Ρόλο και σε αυτή την απόφασή της έπαιξε η μητέρα της, καθώς η ίδια είχε γευθεί τη φήμη του επαγγέλματος (σε μικρότερη κλίμακα, βέβαια, όπως θα αποδεικνυόταν αργότερα).

Τα τρια «Μ»

Η Ράσελ υπήρξε προσωπική ανακάλυψη του Χάουαρντ Χιουζ, ο οποίος συνήθιζε να την παρουσιάζει με τρία επίθετα που όλα άρχιζαν με το γράμμα Μ: Mean, Moody, Magnificent (κακιά, κυκλοθυμική, υπέροχη). Οταν αργότερα η Ράσελ είδε ότι ο ρόλος της Ρίο στον «Παράνομο» περιόριζε την καριέρα της εγκλωβίζοντάς την σε ένα μοντέλο που δεν της άρεσε, αποφάσισε να το εκμεταλλευτεί υπέρ της: αν της επιτρεπόταν να είναι χιουμοριστικά αυτοκαταστροφική και όχι κυκλοθυμική και υπέροχη, θα μπορούσε να εξελιχθεί σε μια κάθε άλλο παρά κακή κωμικό.

To δε ενδιαφέρον είναι ότι τους καλύτερους ρόλους της η Τζέιν Ράσελ τους «έβγαλε» παίζοντας όμορφες αλλά συνηθισμένες γυναίκες. Αυτό φαίνεται σε ταινίες της όπως το «Μακάο» («Macao», 1952) και η «Καταχθόνια γόησσα» («His Κind of Woman», 1951), στις οποίες εμφανίζεται δίπλα στον Ρόμπερτ Μίτσαμ, όπως και στην κωμωδία «Το χλωμό πρόσωπο» («The Paleface», 1948), όπου πλάι στον κωμικό Μπομπ Χόουπ υποδύθηκε την Καλάμιτι Τζέιν.

Ωστόσο, μετά τον «Παράνομο», μόνο μία ταινία της Ράσελ στάθηκε ικανή να χαραχθεί έντονα στη συνείδηση του κοινού και αυτή είναι το μιούζικαλ «Οι άντρες προτιμούν τις ξανθές» (Gentlemen Prefer Blondes, 1953) του Χάουαρντ Χοκς, που  γυρίστηκε περίπου μία 10ετία μετά το ντεμπούτο της. Ακόμα και σήμερα, ο τίτλος αυτής της ταινίας χρησιμοποιείται σε διάφορες περιστάσεις που αφορούν το χρώμα της κόμης των γυναικών. Η ξανθιά του τίτλου, βέβαια, ήταν η Μέριλιν Μονρόε, που τότε εξελισσόταν σε παγκόσμιο σύμβολο του σεξ, όμως το νούμερο της Ράσελ «Ain’t There Anyone Here for Love?» έχει μείνει στην Ιστορία: η Ράσελ το τραγουδά μέσα σε ένα γυμναστήριο γεμάτο από bodybuilders, των οποίων το ενδιαφέρον είναι επικεντρωμένο στα δικά τους στήθη και όχι στα δικά της. Η ταινία «Οι άντρες προτιμούν τις ξανθές» είναι η τελευταία πραγματικά μεγάλη επιτυχία της Τζέιν Ράσελ, που από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 και μετά άρχισε να εμφανίζεται όλο και λιγότερο στον κινηματογράφο. Ο ρόλος της δίπλα στον Κλαρκ Γκέιμπλ στο γουέστερν «Ρωμαλαίοι άντρες» ή «Τα λιοντάρια του Ρίο Γκράντε» («The Tall Men», 1955) του Ραούλ Γουόλς ήταν μάλλον διακοσμητικός, αν και για λογαριασμό του ιδίου σκηνοθέτη η Ράσελ έκανε μια εντυπωσιακή εμφάνιση παίζοντας την κυνική πόρνη στην ταινία «Το σπίτι του πουλημένου έρωτα» (The Revolt of Mamie Stover, 1956). Γυρισμένη σε CinemaScope, αυτή η ταινία παρουσίασε τη Ράσελ σε όλη τη φυσική της λαμπρότητα. Από εκεί και πέρα, όμως, η απομάκρυνσή της από τη μεγάλη οθόνη άρχισε να γίνεται αισθητή. Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 άρχισε να παίζει σε σειρές της τηλεόρασης και στη δεκαετία του 1960 έπαιξε σε μόλις τέσσερις ταινίες. Τη δεκαετία του 1970 τα κάλλη της χρησιμοποιήθηκαν στην τηλεόραση για την προώθηση προϊόντων γυναικείας αισθητικής και στηθόδεσμων.

Αναγεννημένη χριστιανή

Η προσωπική ζωή της Τζέιν Ράσελ παρουσιάζει αρκετό ενδιαφέρον. Σε όλη της τη ζωή υπήρξε φανατική Ρεπουµπλικανή και ανήκε στους υποστηρικτές του πολέµου στο Ιράκ. Πολύ πριν ο όρος «αναγεννηµένος χριστιανός» γίνει γνωστός, η Ράσελ είχε περάσει από αυτή τη διαδικασία και µελετούσε τη Βίβλο συστηµατικά µε εβδοµαδιαίες συγκεντρώσεις διασήµων στο σπίτι της. Παντρεύτηκε τρεις φορές, µε πρώτο σύζυγο τον πρώην παίκτη του αµερικανικού φούτµπολ Ρόµπερτ Γουότερφιλντ, τον οποίο γνώριζε από τα µαθητικά της χρόνια. Παρά τη σχέση της µε τον αµερικανό ηθοποιό Τζον Πέιν, ο έρωτάς της µε τον Γουότερφιλντ κυριάρχησε, έτσι όπως η ίδια περιγράφει στην αυτοβιογραφία της «My Path and My Detours» που εκδόθηκε το 1985.

Οταν κατά τη διάρκεια του γάµου τους (που έγινε το 1943, µέσα στον θόρυβο του «Παρανόµου») η Ράσελ αντιλήφθηκε ότι δεν µπορούσε να κάνει παιδιά λόγω επιπλοκών µιας παλιάς άµβλωσης (µετέπειτα υπήρξε φανατική πολέµιος των εκτρώσεων), υιοθέτησε τρία µε τον Γουότερφιλντ. Μάλιστα, το 1953 υπερασπίστηκε την οµοσπονδιακή τροποποίηση του νόµου περί υιοθεσίας ορφανών, σύµφωνα µε την οποία επιτρεπόταν στα παιδιά αµερικανών στρατιωτικών γεννηµένα στο εξωτερικό να υιοθετηθούν στις Ηνωµένες Πολιτείες. Το 1968 χώρισε από τον Γουότερφιλντ και παντρεύτηκε τον ηθοποιό Ρότζερ Μπάρετ, ο οποίος όµως πέθανε από καρδιακή προσβολή την ίδια χρονιά και ενώ έκαναν σχέδια για µια περιοδεία µε το έργο «Αλό Ντόλι!». Το χτύπηµα της µοίρας ήταν δυνατό για τη Ράσελ, η οποία θα παντρευόταν ξανά µετά από έξι χρόνια. Τρίτος σύζυγός της ήταν ο Τζον Κάλβιν Πίπλς, µε τον οποίο παρέµεινε παντρεµένη µέχρι τον θάνατό του το 1999. Δώδεκα χρόνια αργότερα, στις 28 Φεβρουαρίου 2011, η Ράσελ έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 90 ετών στο σπίτι της, στη Σάντα Μαρία της Καλιφόρνιας, και βρέθηκε για τελευταία φορά στα πρωτοσέλιδα. Αλλωστε, όπως έλεγε: «Η δηµοσιότητα µπορεί να είναι και κακή… µόνο αν δεν έχεις καθόλου».