Μια συνάντηση με τον Βλαντίμιρ Πούτιν συνιστά πάντοτε πρόκληση για οποιονδήποτε ξένο ηγέτη. Ο πολύπειρος ρώσος πρόεδρος προτιμά άλλωστε την απευθείας διαπροσωπική επαφή – χωρίς αντιπροσωπείες. Η επίσκεψη του Κυριάκου Μητσοτάκη στο Σότσι της Μαύρης Θάλασσας την περασμένη Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου και η συνομιλία του με τον πρόεδρο της Ρωσικής Ομοσπονδίας είχαν πάντως ορισμένα χαρακτηριστικά που, χωρίς να χρειάζεται να υπερτονιστούν, καταδεικνύουν ότι ο κ. Πούτιν έκρινε ως σημαντική τη συνάντησή του με τον έλληνα Πρωθυπουργό. Κατ’ αρχάς, η συζήτηση των δύο ηγετών διήρκεσε σχεδόν τρεις ώρες. Κατά δεύτερον, ο κ. Μητσοτάκης ήταν ο πρώτος ηγέτης που συναντήθηκε με τον κ. Πούτιν στην τρέχουσα δύσκολη συγκυρία για τις σχέσεις Δύσης – Ρωσίας με αφορμή το ουκρανικό ζήτημα – και μάλιστα μετά τη συνομιλία του τελευταίου με τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών Τζο Μπάιντεν. Ο Πρωθυπουργός είχε μάλιστα σπεύσει, πριν από την επίσκεψη, να συνομιλήσει με τον αμερικανό υπουργό Εξωτερικών Αντονι Μπλίνκεν. Και βέβαια ας μην υποβαθμίζεται το γεγονός ότι ο κ. Πούτιν επέλεξε να πραγματοποιηθούν κοινές δηλώσεις και συνέντευξη Τύπου με τον κ. Μητσοτάκη.

Το ΝΑΤΟ, η Ουκρανία και η Αλεξανδρούπολη

Σε μια αποστροφή των δηλώσεών του, ο κ. Μητσοτάκης επισήμανε ότι η συνομιλία του με τον κ. Πούτιν «υπήρξε πολύ ευθεία και ειλικρινής». Σύμφωνα με πληροφορίες από το περιβάλλον του Πρωθυπουργού, ο κ. Μητσοτάκης ξεκαθάρισε μεν στον κ. Πούτιν ότι η Ελλάδα είναι μια δυτικόστροφη χώρα, μέλος του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ), αλλά αυτό δεν την καθιστά αντιρωσική χώρα. Και υπάρχουν, πρόσθεσε, στοιχεία των ελληνορωσικών σχέσεων που δεν πρέπει να καταστούν όμηροι των σχέσεων ΕΕ – Ρωσίας και ΝΑΤΟ – Ρωσίας. Πρόκειται για μια κρίσιμη επισήμανση σε μια ευαίσθητη συγκυρία. Οπως άλλωστε «Το Βήμα» πληροφορείται, ιδιαίτερα εντός του ΝΑΤΟ το κλίμα έχει επιβαρυνθεί σφοδρότατα τις τελευταίες εβδομάδες και υπάρχει μια διάχυτη αίσθηση ότι οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης ακολουθούν μια ρητορική που θα μπορούσε να αποτελέσει παγίδα στην προσπάθεια αποκλιμάκωσης της έντασης που διαμορφώνεται με αφορμή το ουκρανικό ζήτημα.

Σε αυτό το πλαίσιο, η αναγνώριση εκ μέρους του κ. Μητσοτάκη ότι «η Ρωσία αποτελεί μέρος της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ασφάλειας», άρα «μια λειτουργική σχέση συμφέρει όλες τις πλευρές», δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητη. Ο Πρωθυπουργός υπήρξε, σύμφωνα με τις πληροφορίες του «Βήματος», σαφής ότι μια κλιμάκωση της κατάστασης γύρω από την Ουκρανία θα ήταν μια εξέλιξη που δεν συμφέρει κανέναν, διότι θα τροφοδοτούσε τη συζήτηση για την επιβολή νέων κυρώσεων. Δεν υπάρχει άλλωστε αμφιβολία ότι η μεγαλύτερη ανησυχία του κ. Πούτιν αφορά το ΝΑΤΟ και το αίσθημα περικύκλωσης που προκαλεί το ενδεχόμενο μελλοντικής νέας επέκτασής του με τη συμπερίληψη της Ουκρανίας.

Την ίδια στιγμή, πάντως, οι προαναφερθείσες πηγές σημείωναν καθαρά ότι ο ρώσος ηγέτης δεν ήγειρε σε καμία στιγμή το ζήτημα της χρήσης του λιμένος της Αλεξανδρούπολης από τις Ηνωμένες Πολιτείες ως πύλης για την είσοδο δυνάμεων και εξοπλισμού προς τις νατοϊκές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θεωρούν την Αλεξανδρούπολη ως την καλύτερη εναλλακτική λύση από τη στιγμή που, με την Κριμαία σε ρωσικά χέρια, η Μαύρη Θάλασσα αποτελεί μια περιοχή στην οποία η Μόσχα έχει αποκτήσει το πάνω χέρι. Αυτό που ενδιαφέρει άλλωστε τη Ρωσία είναι η πρόσβαση των πολεμικών της πλοίων στη Μεσόγειο και σε αυτό το πλαίσιο η Ελλάδα δεν έχει λόγο να προβάλει αχρείαστα προσκόμματα π.χ. στη χρήση αγκυροβολίων όπως εκείνο των Κυθήρων από τα ρωσικά σκάφη.

Ο «παράγοντας Τουρκία»

Αναμφίβολα, η σύσφιγξη των διμερών σχέσεων Τουρκίας – Ρωσίας την τελευταία πενταετία σε μια σειρά τομέων και η πώληση του ρωσικού αντιπυραυλικού συστήματος S-400 στην Αγκυρα αποτελούν μια παράμετρο που έχει βαρύνει στην εξίσωση των ελληνορωσικών σχέσεων. Την ίδια στιγμή, όμως, ο κ. Μητσοτάκης δεν έχει αυταπάτες για την εξέλιξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων και το αποτύπωσε τόσο στον κ. Πούτιν όσο και δημοσίως. «Αυτές οι διαφορές θα λυθούν μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας» τόνισε, ενώ αναγνώρισε τη στάση της Μόσχας υπέρ του διαλόγου και του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας που βρίσκεται κοντά στις ελληνικές θέσεις, αλλά και τη θέση αρχής που τηρεί η Μόσχα στο Κυπριακό. Η σχέση πραγματισμού Μόσχας – Αγκυρας πάντως δεν κρύβει «κάτω από το χαλί» όσες κινήσεις της δεύτερης υπερβαίνουν τα όρια, όπως π.χ. η πώληση drones Bayraktar TB-2 στην κυβέρνηση του Κιέβου.

H οικονομική συνεργασία

Παράλληλα, οι δύο ηγέτες αναγνώρισαν ότι υπάρχουν σημαντικές προοπτικές για διεύρυνση της οικονομικής συνεργασίας. Αυτό είχε διαφανεί και από το αποτέλεσμα της συνόδου της 13ης Μεικτής Διυπουργικής Επιτροπής που προηγήθηκε της επίσκεψης Μητσοτάκη. Ο πρόεδρος Πούτιν τόνισε ότι το αμοιβαίο εμπόριο αυξήθηκε κατά 56% τους πρώτους εννέα μήνες του 2021 και ότι οι ρωσικές επενδύσεις στην Ελλάδα ανέρχονται σε περίπου 650 εκατομμύρια δολάρια. Ο έλληνας Πρωθυπουργός τού επισήμανε, σύμφωνα με πληροφορίες, ότι η Αθήνα καλωσορίζει περισσότερες νέες επενδύσεις και ήδη έχει εκφραστεί σοβαρό ρωσικό ενδιαφέρον για επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

Η προμήθεια φυσικού αερίου και η τιμολόγηση

Ενα από τα δυσκολότερα ζητήματα στις ελληνορωσικές σχέσεις και το οποίο απασχόλησε τους κ.κ. Πούτιν και Μητσοτάκη αφορά την προμήθεια φυσικού αερίου από την Gazprom και τη συναφή φόρμουλα τιμολόγησής της. Είχε προηγηθεί, στις 7 Δεκεμβρίου, συνάντηση του υπουργού Ενέργειας Κώστα Σκρέκα με τον επικεφαλής του ρωσικού ενεργειακού κολοσσού Αλεξέι Μίλερ – χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ο κ. Πούτιν επισήμανε ότι η Ρωσία καλύπτει περίπου το 40% των ελληνικών αναγκών και ο κ. Μητσοτάκης απάντησε ότι «η Ρωσία έχει αποδειχθεί αξιόπιστος προμηθευτής και η Ελλάδα αξιόπιστος εταίρος και ο πρόεδρος Πούτιν το γνωρίζει καλά αυτό». Στην παρούσα φάση το πρόβλημα εντοπίζεται στην τιμολόγηση, καθώς πριν από λίγους μήνες η Gazprom ζήτησε να συνδεθεί η τιμή προμήθειας σε ποσοστό 100% με τον χρηματιστηριακό δείκτη του ευρωπαϊκού hub TTF. Είχε προηγηθεί το 2019, και με σκοπό να αποκομίσει η Ελλάδα (και δη η ΔΕΠΑ) όφελος από την προμήθεια αερίου στη spot αγορά, η αποσύνδεση της τιμής του αερίου από τον καθορισμό της σε ποσοστό 100% με βάση εκείνη του πετρελαίου (είχε διαμορφωθεί σε ποσοστά TTF 40% – πετρέλαιο 60% για τη διετία 2020-2021). Με δεδομένη όμως την τεράστια αύξηση των διεθνών τιμών αερίου εφέτος, η ελληνική πλευρά επιδιώκει μια αναπροσαρμογή (π.χ. 80% TTF – 20% πετρέλαιο). Ωστόσο, η εν λόγω διαπραγμάτευση δεν εκτιμάται ως εύκολη.