Ανάμεσα στους πίνακες που βρίσκονται στην κατοχή της υπάρχει και ένας που φέρει τον τίτλο «Νοικοκυρά του Μπέβερλι Χιλς». Τον έχει ζωγραφίσει ο σπουδαίος Ντέιβιντ Χόκνεϊ την περίοδο 1966-67, όταν ανακάλυπτε το εκτυφλωτικό φως της Καλιφόρνιας αλλά και τους φιλότεχνους και πάτρονες της Πόλης των Αγγέλων και σε αυτόν εικονίζεται η Μπέτι Φρίμαν (1921-2009). Η Φρίμαν υπήρξε δεινή πιανίστα, φωτογράφος, συλλέκτρια και φιλάνθρωπος, με την έννοια που αποδίδουν στη λέξη οι Αμερικανοί, εν προκειμένω προστάτιδα των τεχνών, μια γυναίκα που είναι υπεύθυνη για μια σημαντική ώθηση στην καριέρα σπουδαίων πρωτοπόρων μουσικών, όπως ο Φίλιπ Γκλας, ο Τζον Κέιτζ, ο Λα Μόντε Γιανγκ ή ο Πιερ Μπουλέζ.

Η Ντάσα Ζούκοβα – πλέον κυρία Νιάρχου – από την πλευρά της δεν είναι επ’ ουδενί «νοικοκυρά», και όχι μόνο επειδή η λέξη έχει παλιώσει και ανήκει σε αλλοτινές εποχές ως δόκιμος όρος. Πρόσφατα έκλεισε τα σαράντα της χρόνια και αν μη τι άλλο, κοιτάζοντας πίσω της, μπορεί ήδη να νιώθει υπερήφανη ότι έχει κάνει πολλά βάσει των οποίων δεν θα μπορούσε να συνοψιστεί η ύπαρξή της σε μία και μόνη λέξη. Ιδρυσε το fashion brand Kova & T με την παιδική της φίλη Κριστίνα Τανγκ για να ντύσουν τις γυναίκες με τα άνετα σέξι ρούχα τους. Aνοιξε το Garage Center for Contemporary Culture στη Μόσχα το 2008 μαζί με τον τότε σύζυγό της Ρομάν Αμπράμοβιτς, σε ένα γκαράζ λεωφορείων της εποχής του κονστρουκτιβισμού, για να αναδείξει την εικαστική παραγωγή της Ρωσίας. Αυτό το εγχείρημα έχει μακροημερεύσει, καθώς τo 2014 μετονομάστηκε σε Garage Museum for Contemporary Art, έχοντας ήδη καταφέρει να δημιουργήσει το πρώτο δημόσιο αρχείο για τη ρωσική τέχνη στην αχανή χώρα, όπως και ένα μεγάλο σχετικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα. To μουσείο μεταφέρθηκε το 2015 στο Πάρκο Γκόρκι της Μόσχας, σε ένα μινιμαλιστικό κτίριο σχεδιασμένο από τον ολλανδό αρχιτέκτονα Ρεμ Κούλχαας και το γραφείο του ΟΜΑ και στα εντυπωσιακά εγκαίνια παρουσιάστηκε όχι ένα, αλλά δύο infinity rooms της Γιαγιόι Κουσάμα. Μέσα από το μουσείο δημιουργήθηκε το μοναδικό σύστημα υποτροφιών για νέους καλλιτέχνες στη Ρωσία, αλλά και μια μεγάλη δημόσια βιβλιοθήκη σύγχρονης τέχνης. Αναπόφευκτα έγινε ένας θεσμός για τη σύγχρονη τέχνη της Ρωσίας, ενώ από αυτό ξεπήδησε, τρόπον τινά, και το ομώνυμο περιοδικό «Garage» τo 2011, με ένα «σκανδαλιστικό» εξώφυλλο στο παρθενικό του τεύχος (με ένα αυτοκόλλητο να καλύπτει το αιδοίο μιας γυναίκας στο οποίο ο Ντέμιαν Χιρστ είχε «χτυπήσει» ένα τατουάζ). Η δε επικεφαλής επιμελήτριά του Κέιτ Φάουλ είναι πλέον διευθύντρια στο MoMA PS1 στο Κουίνς της Νέας Υόρκης και τα ηνία του έχει αναλάβει η Κάτια Ινοζέμτσεβα, που φροντίζει να διατηρείται ο «glocal» χαρακτήρας του. Να φέρνει δηλαδή τις διεθνείς τάσεις στο ρωσικό έδαφος και ταυτόχρονα να υποστηρίζει την τοπική εικαστική παραγωγή ως αυτόνομη οντότητα αλλά και ως επικεφαλής της συνεργασίας τεσσάρων μεγάλων μουσείων της ρωσικής πρωτεύουσας. Εκτός από το μουσείο Garage, το «Four Museums Program» όπως λέγεται, περιλαμβάνει επίσης την Πινακοθήκη Τρετιακόφ, το Μουσείο Καλών Τεχνών Πούσκιν και το κέντρο εικαστικών και παραστατικών τεχνών GES-2 του V-A-C Foundation (του δισεκατομμυριούχου Λεονίντ Μίκελσον). Η Ζούκοβα ήταν από τις πρώτες που επένδυσε και στην ιστοσελίδα «μεσιτείας» τέχνης Artsy.

Πολυσυλλεκτικό ενδιαφέρον

Στο μεταξύ, η Ζούκοβα απέκτησε και μια σημαντικότατη συλλογή έργων τέχνης, η οποία κοσμεί και τις τρεις κατοικίες της, στο Upper East Side του Μανχάταν, στο Κονέκτικατ και στη Μόσχα, με ένα γούστο που προδίδει την αγάπη για την ποικιλία εικαστικών προσεγγίσεων. Η Ζούκοβα εκτιμά την αφαίρεση του Πιετ Μοντριάν αλλά και την αναπαραστατική ζωγραφική του Αμερικανού Μαρκ Τάνσι ή τον εξπρεσιονισμό του Σκωτσέζου Πίτερ Ντόιγκ, ενώ συγκινείται και από τον σουρεαλισμό του Ρενέ Μαγκρίτ αλλά και από τα ζωόμορφα γλυπτά του Eλβετού Ουρς Φίσερ ή τις εγκαταστάσεις φωτός του Καλιφορνέζου Τζέιμς Τάρελ. Στη συλλογή της ανήκει και ένας σπουδαίος πίνακας της Πάουλα Ρέγκο, προς τιμήν της οποίας είχε διοργανωθεί πρόσφατα μια μεγάλη αναδρομική έκθεση στην Tate Britain. Η Ζούκοβα έχει αποκτήσει την «Κόρη του αστυνομικού» (1987), αλλά στην κατοχή της βρίσκονται έργα πολλών ακόμη σπουδαίων γυναικών εικαστικών, όπως ένα μεγάλο μπρούντζινο γλυπτό-αράχνη της Λουίζ Μπουρζουά, φωτογραφίες των Αμερικανίδων Σίντι Σέρμαν και Τάριν Σάιμον ή πίνακες της Βρετανίδας Τζένι Σάβιλ, αλλά και ένας πίνακας της συμπατριώτισσάς της Νατάλια Γκοντσάροβα (1881-1962). «Η προσέγγισή μου στον τρόπο με τον οποίο αγοράζω και συλλέγω έργα τέχνης είναι αβίαστη, αδιαμεσολάβητη, δεν βλέπω την τέχνη ως ένα ανταγωνιστικό χόμπι. Δεν είναι αυτή η προσωπικότητά μου. Μπορεί και να μην πάω σε μια έκθεση ή σε μια φουάρ. Θέλω να ζω με έργα που με συγκινούν και με κάνουν να συλλογίζομαι, που μου δημιουργούν μια αίσθηση ισορροπίας» δήλωνε στο περιοδικό «ARTnews» πρόσφατα. Πολλά σχετικά tips τής δίνει ένας από τους αγαπημένους φίλους της καλλιτέχνες, ο αμερικανός ζωγράφος Τζόνας Γουντ, τον οποίο επισκέπτεται συχνά στο εργαστήριό του στο Λος Αντζελες. Είναι μια πόλη που γνωρίζει καλά και η ίδια, μια και εκεί μεγάλωσε όταν μετακόμισε στις ΗΠΑ από τη Ρωσία με την εβραϊκής καταγωγής μοριακή βιολόγο μητέρα της. Αυτό συνέβη μετά το διαζύγιό της με τον πατέρα της Ντάσα, Αλεξάντερ Ζούκοβ, έναν μεγιστάνα έμπορο πετρελαίου, ο οποίος έμεινε πίσω στη Ρωσία – μάλιστα σε ένα δικό του πρωτοχρονιάτικο πάρτι γνώρισε η Ντάσα τον μετέπειτα σύζυγό της, τον ρώσο ολιγάρχη Ρομάν Αμπράμοβιτς. Η Ντάσα Ζούκοβα μεγάλωσε στην Αμερική, αρχικά στο Χιούστον το 1991 και εν συνεχεία στο Λος Αντζελες, και επέστρεψε στη Μόσχα όταν παντρεύτηκε μυστικά τον Αμπράμοβιτς, με τον οποίο έζησαν και στο Λονδίνο. Παντρεύτηκαν το 2008, όμως ο γάμος τους έγινε γνωστός το 2015, μέσα από ένα άρθρο της εφημερίδας «The Wall Street Journal».

Κλασική αίσθηση για τη µοντέρνα τέχνη

Το ενδιαφέρον του Ρομάν Αμπράμοβιτς για την τέχνη ξεκίνησε το 2005, περίπου την εποχή που γνωρίστηκαν, όταν άρχισε να επιδίδεται στη λεγόμενη «cultural philanthropy», χρηματοδοτώντας για αρχή μια έκθεση φωτογραφίας με ρωσικό ενδιαφέρον στο Somerset House του Λονδίνου. Τη χρονιά του γάμου τους ο Αμπράμοβις προκαλούσε αίσθηση αγοράζοντας έργα όπως το «Benefits Supervisor Sleeping» (1995) του Λούσιαν Φρόιντ (το συγκεκριμένο για ένα ποσό της τάξης των 33,6 εκατ. δολαρίων, μια τιμή-ρεκόρ για έργο καλλιτέχνη εν ζωή). Εγκαινίασε, σαν να λέμε, την είσοδο των ρώσων ολιγαρχών στην αγορά τέχνης και συνέβαλε με τον τρόπο του στην εκτόξευση των τιμών στα έργα τέχνης.

Η προσωπική συλλογή της Ντάσα Ζούκοβα είναι πιο σοφιστικέ και σίγουρα δεν περιορίζεται στα (πολύ) τρανταχτά ονόματα, αν αναλογιστεί κανείς ότι περιλαμβάνει και πολλά αντικείμενα ντιζάιν, όπως τη βιβλιοθήκη Elysee (1971) που σχεδίασε ο Πιερ Πολέν για τα προεδρικά διαμερίσματα του Ζορζ Πομπιντού ή ένα από τα λίγα έπιπλα που είχε δημιουργήσει ο γάλλος γλύπτης Σεζάρ (expansion table, 1977).

«Εχει μια κλασική αίσθηση για τη σπουδαία, μοντέρνα τέχνη» δήλωνε στο περιοδικό «Artnews» σχετικά με τις προτιμήσεις της ο Μάικλ Γκόβαν, διευθυντής του μουσείου LACMA (Los Angeles County Museum of Art), στο οποίο η Ζούκοβα είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου από τη δεκαετία του 2000. Για την ιστορία, είναι μέλος του ΔΣ και του Μητροπολιτικού Μουσείου της Νέας Υόρκης από το 2016, ενώ είναι και ένα από τα ιδρυτικά μέλη ΔΣ του πολιτιστικού κέντρου Shed της Νέας Υόρκης, το οποίο στεγάζεται στο Χάντσον Γιαρντς, σε ένα κτίριο σχεδιασμένο από τους Diller Scofidio + Renfro. Τον Αύγουστο του 2016 άνοιξε και το New Holland Island, ένα μικρό τεχνητό νησί στην Αγία Πετρούπολη το οποίο παρήκμαζε τα τελευταία εκατό χρόνια, αναδιαμορφώθηκε εκ βάθρων από την εταιρεία Millhouse, LLC του Αμπράμοβιτς και ανήκει στο Iris Foundation της Ντάσα Ζούκοβα. Η οποία Ζούκοβα είναι υπεύθυνη ως καλλιτεχνική διευθύντρια για το εικαστικό πρόγραμμα που διεξάγεται στο νησί.

Το δε τελευταίο της εγχείρημα ονομάζεται «Ray», με το οποίο μπαίνει στον πολλά υποσχόμενο κόσμο του real estate. Μέσω του «Ray» η Ζούκοβα αποσκοπεί να αναπτύξει ένα πολιτιστικό πρόγραμμα σε ήδη υπάρχοντα κτίρια προκειμένου να φιλοξενούν τέχνη αλλά και τους καλλιτέχνες που τη δημιουργούν. Για παράδειγμα, το National Black Theatre του Χάρλεμ, το οποίο ιδρύθηκε το 1968, αναμένεται να ανακατασκευαστεί για να ανοίξει το 2024. Είναι ένα ιστορικό θέατρο που έχει παρουσιάσει δουλειά πολλών σημαντικών αφροαμερικανών καλλιτεχνών, ανάμεσά τους η Νίνα Σιμόν και η Μάγια Αγγέλου.

Α match made in heaven

Μιλάμε τόση ώρα για τέχνη, αλλά βέβαια η Ζούκοβα έγινε πασίγνωστη και μέσα από τους γάμους της. Για τον Αμπράμοβιτς ας πούμε μόνο ότι χώρισε φιλικά το 2017, έπειτα από σχεδόν δέκα χρόνια γάμου, ενώ πρόσφατα παντρεύτηκε τον μέχρι πρότινος περιζήτητο εργένη Σταύρο Νιάρχο με πολιτικό γάμο στο Παρίσι το 2019 (και τον Ιανουάριο του 2020 στο Σεν Μόριτζ). O 36χρονος Νιάρχος είναι αγαπημένος των διεθνών media, όπως και η σύζυγός του φυσικά, οπότε το ταίριασμά τους ήταν ένα match made in heaven για τον έντυπο και τον ηλεκτρονικό Τύπο που αγαπά το αυθεντικό glamour. Ο πρωτότοκος γιος του Φίλιππου Νιάρχου και της Βικτόρια Γκίνες σίγουρα γνωρίζει τι εστί συλλέγειν, μια και ο πατέρας του και γιος του αείμνηστου μεγαλοεφοπλιστή Σταύρου Νιάρχου είναι ένας από τους μεγαλύτερους συλλέκτες παγκοσμίως. Η αξία της συλλογής του, στην οποία περιλαμβάνονται έργα τέχνης καλλιτεχνών όπως ο Πικάσο, ο Γουόρχολ ή ο Μπασκιά, εκτιμάται γύρω στα 2,2 δισ. δολάρια. Ορισμένα από αυτά τα έργα τα κληρονόμησε από τον πατέρα του Σταύρο Νιάρχο, ο οποίος, σύμφωνα με το περιοδικό «Forbes», είχε αγοράσει το 1957 τη συλλογή του ηθοποιού Εντουαρντ Ρόμπινσον για το ποσό των 3 εκατ. δολαρίων. Το 1989 ο Φίλιππος Νιάρχος έκανε πρωτοσέλιδα άθελά του, δεδομένου ότι είναι πολύ χαμηλών τόνων, όταν διέθεσε το ποσό των 71,5 εκατ. δολαρίων για μια αυτοπροσωπογραφία του Βαν Γκογκ με το τραυματισμένο αφτί του. Πεθερός και νύφη θα έχουν σίγουρα πολλά να συζητήσουν, δεδομένης και της γκάμας των καλλιτεχνών που έχει η Ζούκοβα στη συλλογή της.

Μαζί με τον Σταύρο Νιάρχο η Ντάσα Ζούκοβα απέκτησε και το τρίτο της παιδί, τον Φίλιππο Σταύρο Νιάρχο, μια και στην περίπτωσή της δεν υπήρξε ποτέ το δίλημμα «δουλειά ή ακόμα μεγαλύτερη οικογένεια». Τα θέλησε και τα δύο, τα απέκτησε και τα δύο και είναι η απόλυτη βασίλισσα του κόσμου της.