Ο Γιώργος Σιγάλας ποτέ δεν ήταν ο πιο ταλαντούχος παίκτης του Ολυμπιακού ή της εθνικής Ελλάδας. Αλλά πάντα, πάντα, ήταν ο αγαπημένος της εξέδρας. Ο παίκτης που όλο το ΣΕΦ λάτρευε να αποθεώνει. Ο παίκτης που έκανε… μόδα την άμυνα στο σύγχρονο ελληνικό μπάσκετ. Αυτός που έκανε καριέρα με το παρατσούκλι «Ράμπο», καθώς ήταν ο αμυντικός εξολοθρευτής κάθε αντιπάλου. Μια πυρηνική μηχανή στο παρκέ, που κατατρόπωνε κάθε αντίπαλο. Και μπορεί να τελείωνε το παιχνίδι με 4 και 5 πόντους, αλλά ήταν εκ των MVP. Συχνά ο MVP.

Όταν ο Σιγάλας μεσουρανούσε με τη φανέλα του Ολυμπιακού, ο Λαρεντζάκης ήταν νεογέννητο παιδί. Όταν κατέκτησε την Ευρωλίγκα με τον Ολυμπιακό (1997), ήταν 4 ετών. Και είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο «Ράμπο» ποτέ δεν ήταν το ίνδαλμά του. Πιθανότατα όσο μεγάλωνε να μην είχε καν ιδέα για το τι έκανε στην 7χρονη (1990-97) παρουσία του στον Πειραιά. Αλλά όσοι θυμούνται τον 50χρονο πλέον Σιγάλα, όσοι τον απόλαυσαν να κάνει το κοινό να παθιάζεται, να σφίγγει τη γροθιά σε κάθε αμυνάρα, κάθε βουτιά στο παρκέ, είναι δεδομένο ότι έχουν σκεφτεί έστω φευγαλέα ότι αυτό το 28χρονο παλικάρι με την απίθανη μπασκετική τρέλα του είναι μια νέα βερσιόν Σιγάλα.

Ο Λαρεντζάκης αποκτήθηκε σχεδόν «χαριστικά». Έλληνας, ελεύθερος, με τρομερή πορεία στην ΑΕΚ, αλλά με πολλά «ναι, μεν, αλλά» να τον ακολουθούν. Γιατί συνέβη αυτό, είναι απορίας άξιο. Διότι ο Λαρεντζάκης δεν πούλησε ποτέ «Σπανουλοσύνη». Πούλησε αυτό που μπορεί να δώσει. Πάθος, πνευμόνια στο παρκέ, ψυχή στα κορδόνια, πεταχτά μάτια από την ένταση και την εσωτερική φλόγα, φλέβες έτοιμες να εκραγούν, άμυνες στο όριο και χωρίς «εκπτώσεις». Θράσος και αυτοπεποίθηση στην επίθεση. Αυτά πούλησε ότι μπορεί να δώσει. Ο Ολυμπιακός «αγόρασε». Και πλέον απολαμβάνει την ευκαιρία να διαθέτει έναν από τους πιο σημαντικούς έλληνες παίκτες. Διότι ο Λαρεντζάκης δεν είναι ο καλύτερος. Δεν είναι ο πιο ταλαντούχος, προς Θεού. Αλλά είναι τόσο κρίσιμη η παρουσία του, τόσο στον Ολυμπιακό όσο και στην εθνική ομάδα, τόσο «κολλητική» για το σύνολο η νοοτροπία του, που δεν μπορεί να τον συναγωνιστεί κανείς.

Ο Λαρεντζάκης είναι εκείνος ο παίκτης που θα τον διαλέξεις πρώτο μαζεύοντας την ομάδα σου για να πας στον «πόλεμο». Ένα γνήσιο «σκυλί του πολέμου». Σχεδόν λυσσασμένο. Με μια μόνιμη αγριάδα στο μάτι. Μια τρελή φύση, που σε κάνει να τον λατρέψεις. Είναι ο παίκτης που έπαιξε 27 λεπτά και 33 δευτερόλεπτα στη μεγάλη νίκη μέσα στο Καζάν, αποτελώντας βαρόμετρο του Ολυμπιακού σε μια από τις μεγαλύτερες νίκες της χρονιάς.

Εάν δεν υπήρχε ο εκκωφαντικός και αξεπέραστος Σάσα Βεζένκοφ στο συγκεκριμένο παιχνίδι, ο Λαρεντζάκης θα ήταν ο απόλυτος πρωταγωνιστής. Ένας απίθανος τύπος που ήρθε από τον πάγκο και τελικά ήταν ο 3ος σε συνολικό χρόνο συμμετοχής για τους Ερυθρόλευκους (Βεζένκοφ 38.10, Ντόσεϊ 28.19), πέτυχε 10 πόντους, με 6 ριμπάουντ, 5 ασίστ, 1 κλέψιμο, 4 κερδισμένα φάουλ, 16 PIR, αλλά και ένα κρίσιμο και αντρίκειο καλάθι, με λέι απ μέσα στη «μούρη» του Χεζόνια, με τους διαιτητές να μη δίνουν συνεχόμενα φάουλ εις βάρος του.

Ο Λαρεντζάκης είναι σημαντικός στον Ολυμπιακό και είναι ένας από τους βασικότερους παίκτες του ρόστερ, διότι όλα τα παραπάνω στοιχεία του χαρακτήρα του συνδυάζονται με την άνευ όρων παράδοσή του στις ανάγκες της ομάδας. Ο απόλυτος παίκτης ομάδας. Ο παίκτης που η εξέδρα λατρεύει, γιατί βγάζει στο παρκέ την τρέλα κάθε οπαδού για την αγάπη του.