Τον ένα πόνο τση καρδιάς

αμπώχνει ο άλλος πόνος

κι όποιος ξεμάθει να πονεί

στο τέλος μνέσκει μόνος.

(Μαντινάδα… από Πειραιώτη)

Η σύγχρονη τέχνη με την τόσο πλούσια εμπειρία του παρελθόντος (της) οφείλει, επιτέλους, να παρουσιάζει τους καρπούς της ωρίμασης και το εύρος των κατακτήσεών της τόσο στη φόρμα και στην οργάνωσή της όσο και στην αφήγηση με όσα μυστικά αυτή διαθέτει. Δηλαδή, μετά από δεκαετίες στέρησης της αισθητικής ηδονής λόγω μοντερνιστικού πουριτανισμού και a priori φορμαλιστικών κανόνων, η τέχνη διεκδικεί πάλι την «επανεφεύρεση» της συγκίνησης. Συγκίνηση η οποία, όταν δεν γίνεται αγοραία, παραμένει η sine qua non προϋπόθεση που οφείλει να υπηρετεί κάθε έργο τέχνης. Και μην ξεχνάτε, η τέχνη είναι εκείνο το αγρίμι που μεγαλώνει στο σκοτάδι τρεφόμενο με τους κυνόδοντες και όχι τους τραπεζίτες. Οι απώλειες συνιστούν τα κέρδη της. Το ωραίο ισοφαρίζεται από την ωδίνη του τοκετού του. Πάντα. Αλλιώς ακυρώνεται η διαδικασία.

Ποια είναι όμως η αληθινή, αισθητική συγκίνηση; Πώς προφυλασσόμαστε από το παντού ελλοχεύον μελό, τη συγκινησιακή διάρροια; Πόσω μάλλον που ο συνειδητός καλλιτέχνης, διαρκώς ανικανοποίητος, χτίζει ένα εντυπωσιακό οικοδόμημα για να έχει μετά τη χαρά να το καταστρέψει. Οχι από μαζοχισμό ή ανόητη επίδειξη δύναμης, αλλά απ’ τη βαθιά ανάγκη να ψάξει ο ίδιος τα εκφραστικά όριά του. Ως τα έσχατα της ομορφιάς. Ως τα όρια του τρόμου της ομορφιάς. Εστω και εγκαταλείποντας τις εκφραστικές του ασφάλειες. Εστω και αυτογελοιοποιούμενος. Εστω… αποτυγχάνοντας. Ομως τι εξαίσια η ηδονή από μια τέτοια πτώση… Επειδή έχουν κουράσει κι έχουν κουραστεί οι «επιτυχημένοι» ενώ η Ιστορία, ακριβοδίκαιη και ψυχρή, προκρίνει τελικά κυρίως αυτούς που έκρινε η εποχή τους σαν αποτυχημένους. Οπως ο Βαν Γκογκ ή ο Χαλεπάς. Γιατί περί αυτού πρόκειται. Ποιος κερδίζει στο τέλος το στοίχημα. Ενώ αυτός ο κλυδωνισμός, ο μετεωρισμός είναι και το ευρύτερο, ψυχολογικό και πνευματικό κλίμα της εποχής μας. Η ανασφάλεια που κυριαρχεί πίσω από τις πόζες της μικροαστικής ευτυχίας ή της νεοπλουτίστικης ευμάρειας. Ανθρωποι στα όριά τους, άνθρωποι που κραυγάζουν, που γελάνε υστερικά, άνθρωποι ήρεμοι στην απόγνωσή τους, άνθρωποι που πέφτουν. Να ένας άλλος, πιθανός τίτλος για μια έκθεση του μέλλοντος. Με κείμενα, εικόνες, περφόρμανς: «Ανθρωπος που πέφτει».

Σαν το ομότιτλο, συνταρακτικό αφήγημα του Don de Lillo. Επειδή διαπιστώνω στους συνειδητοποιημένους δημιουργούς του σήμερα, αυτούς δηλαδή που δεν αναλώνονται με το να «διασκεδάσουν» ή και να κολακεύσουν τον κόσμο αλλά που βούλονται όχι μόνο να τον κατανοήσουν αλλά και να τον αλλάξουν, ένα ανάλογο κλίμα απελπισίας. Απελπισίας αλλά και γενναιότητας. Φόβου αλλά και πίστης ως προς αυτό που αποκαλείται ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Χωρίς μελοδραματισμό αλλά με αύξουσα την υπαρξιακή αγωνία. Δεν είναι εύκολη η εποχή μας. Παρά τις άπειρες ευκολίες της (οι οποίες συγκροτούν ατομικούς παραδείσους σε μια διευρυμένη, συλλογική κόλαση). Είναι όμως πολύ ενδιαφέρουσα.

Και αν κάποιοι θεωρούν το σήμερα ανερωτικό, τότε μόνο ο έρωτας, δηλαδή μια ακραία κατάσταση, μια κατάδυση και ένας συναγερμός του είναι μπορούν να μας σώσουν. Με όσο κόστος, δηλαδή πένθος, απαιτείται. Επειδή επείγει ο πόνος να καταστεί ουσία και η θλίψη ανάταση. Αφού τα σώματα εν τέλει σώζουν τις ψυχές. Αφού στο τέλος θα επιβιώσουν οι τρυφεροί. Και αφού, το ξέρουμε πια, η τρυφερότητα φτιάχνεται από ατσάλι.

Ας δούμε τώρα πιο προσεκτικά και εκ του σύνεγγυς ένα μυστηριώδες έργο που διατηρεί τη σαγήνη του έναν αιώνα μετά. Εννοώ το αγαπημένο μου γλυπτό «Το παραμύθι της Πεντάμορφης, ΙΙ». Πρόκειται για την κορυφαία, ίσως, σύνθεση του Γιαννούλη Χαλεπά, φιλοτεχνημένη γύρω στο 1918, μετά τον θάνατο της μητέρας του, στο μεταίχμιο των λεγόμενων λογικών και μεταλογικών έργων. Η απαρχή μιας ιλιγγιώδους επιστροφής. Σαν τον βιβλικό Ιωσήφ που αναδύθηκε από το φρέαρ. Ατενίζοντας από τα έγκατα ένα κομμάτι ουρανού. Εργο έμφορτο από κλασικιστικές μνήμες αλλά και υπαινικτικές, αφηγηματικές ανατροπές, πολλά δευτερεύοντα επεισόδια γύρω από την κυρίαρχη ιστορία της ωραίας κοιμωμένης – τέχνης και του πρίγκιπα – γλύπτη που την ξυπνάει. Που ξυπνάει το κάλλος που κοιμάται μέσα στην ύλη.

Ομως υπάρχει μια λεπτομέρεια, απολύτως αυτοβιογραφική, που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ο Χαλεπάς αποδίδει το στήθος της Πεντάμορφης γυμνωμένο και επιθετικά προτεταμένο. Ερωτικό, αθώο, αχόρταγο. Υπεραναπλήρωση όλων των απωθημένων του βασανισμένου δημιουργού. Ανατροπή των στερεοτύπων του μύθου, αυτόχθων μοντερνισμός, εξομολόγηση εκ βαθέων, ψηλάφηση του ίμερου και της ομορφιάς με τρεμάμενα, γεροντικά χέρια. Με τρόμο και ηδονή.

Ηταν η μόνη περίπτωση για τον στερημένο ερωτικά από τη νεότητά του ακόμη μπάρμπα-Γιαννούλη να αγγίξει, στα εβδομήντα χρόνια του, ένα κοριτσίστικο στήθος. Μέσα από τη γλυπτική του. Αποκλειστικά. Οση μοναξιά αλλά και εγκαρτέρηση κι αν κρύβει κάτι τέτοιο.

Και αλήθεια πόσο αισθησιακά το πλάθει. Μνήμη και ανάμνηση της γυναίκας που δεν γνώρισε ποτέ… Η τέχνη ως παραπονεμένο υποκατάστατο της ζωής που δεν βιώθηκε, ως άλλοθι της επιθυμίας. Ή μάλλον αυτού του τόσο φευγαλέου πράγματος που οι άνθρωποι ονομάζουν ευτυχία.

ΥΓ.1: Ζούμε, στον τόπο μας, χρόνια τώρα, ένα λάθος που διαιωνίζεται. Ενα κακό, σχεδόν μεταφυσικό, μας κατατρύχει. Το προπατορικό αμάρτημα του τόπου έχει να κάνει με τη φετιχοποίηση της ακινησίας, την άρνηση της όποιας μεταβολής στο όνομα μιας αριστερόστροφης προόδου. Κι όμως ο πόνος επείγεται να δικαιωθεί. Ο πόνος (μας) μπορεί να γίνει ομορφιά…

‌ΥΓ.2: Κοιτάξτε τον νυχτερινό ουρανό όταν ουριοδρομεί η πανσέληνος. Κοιτάξτε τον όταν είναι κατάστικτος από αστερισμούς, πλανήτες, αστεροειδείς, γαλαξιακά νεφελώματα. Κοιτάξτε εκεί απάνω τις άπειρες σφαίρες, τους άπειρους κύκλους, ορατούς και αόρατους. Κοιτάξτε τα ορατά αλλά πρωτίστως ατενίστε τα αόρατα. Οσα κρύβουν αλλά και όσα αποκαλύπτουν τα μαύρα και τα φαιά του σύμπαντος. Εκεί ακριβώς που η θλίψη, το πένθος, το δράμα της ύπαρξης, το ανικανοποίητο της ανθρώπινης δημιουργίας και η κάθε μας ατέλεια καταπραΰνονται. Το έναυσμα κάθε καλλιτεχνικής έκφρασης. Τελικά, ό,τι αληθινά συμβαίνει γίνεται πάντα εκεί ψηλά.

*Ο κ. Μάνος Στεφανίδης είναι καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης στο ΕΚΠΑ.