Τι είναι αυτό που κάνει έναν νέο συγγραφέα να στήσει ένα ολόκληρο βιβλίο, ιδιαίτερα χορταστικό, γύρω από τη Μεγάλη Ιδέα; Ιδίως όταν αυτό το βιβλίο είναι το πρώτο του και ο ίδιος ένας γαλλόφωνος 34χρονος που έχει γεννηθεί και μεγαλώσει σε προάστιο του Παρισιού; Στο επίκεντρο του έπους – κυριολεκτικά και µεταφορικά – του Αντόν Μπεραµπέρ µε τίτλο «Η µεγάλη ιδέα» βρίσκονται ένας επινοημένος ήρωας, ένας στρατιώτης που πήρε μέρος στη Μικρασιατική Εκστρατεία και ηγήθηκε μιας ομάδας στρατιωτών η οποία ξέφυγε από τη συντριβή προς άγνωστη κατεύθυνση στα βάθη της Τουρκίας, και το αίνιγμα που εις μάτην προσπαθεί να λύσει πενήντα χρόνια αργότερα ένας φοιτητής στο πλαίσιο της διατριβής του. Σε αυτή την αναζήτηση θα ακούσει δεκάδες ιστορίες, κατά βάση αντικρουόμενες, οι οποίες στο τέλος θα συνθέσουν το πορτρέτο ενός σύγχρονου Οδυσσέα που συναντά τη δική του Μεγάλη Ιδέα στο ίδιο το ταξίδι. «Ο Καλογιάννης είναι μια σκιά, όμως ταυτόχρονα απαιτεί κάτι από εμάς. Ηθελα να τον κυνηγήσει ο αναγνώστης όπως τον κυνήγησα κι εγώ και η αμοιβαία απογοήτευσή μας από την απουσία του να αποκαλύψει πολλά για εμάς τους ίδιους» θα πει ο συγγραφέας. Στους συμπατριώτες του πάντως αποκάλυψε ένα νέο ταλέντο στον χώρο της λογοτεχνίας, «έστω και μόνο για τη λογοτεχνική φιλοδοξία αυτού του πρώτου του μυθιστορήματος», όπως έγραψε το περιοδικό «Lire».

Γιατί επιλέξατε να αναφερθείτε στην Ιστορία της Ελλάδας και µάλιστα στη συγκεκριµένη χρονική περίοδο στο πρώτο σας βιβλίο;

«Πάντα ταύτιζα την Ιστορία της Ελλάδας με αυτή του ευρωπαϊκού πνεύματος γενικότερα. Είναι μία από τις λίγες χώρες των οποίων η Ιστορία μάς απασχολεί όλους, τόσο για τις μεγαλειώδεις όσο και για τις λιγότερο ένδοξες στιγμές της. Χρησιμοποιώ τη λέξη «χώρα», αλλά είναι προφανές ότι η ελληνική εμπειρία ξεπερνά κατά πολύ τα σύνορα της Ελλάδας. Πρόκειται για έναν συγκεκριμένο τρόπο αντιμετώπισης του άλλου, μια γοητεία που μας ωθεί προς αυτόν και ταυτόχρονα διευκολύνει την αναζήτηση των πραγμάτων που είναι μοναδικά για εμάς. Ενας Ελληνας δεν αφομοιώνεται ποτέ τελείως από μια ξένη πόλη, ακόμη και αν είναι μόνος. Τα γεγονότα του 1922, τα οποία συνέβησαν με οδηγό μια αναχρονιστική ιμπεριαλιστική ιδέα στα πρότυπα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τα είδα σαν να αφέθηκαν οι Ελληνες στο δικό τους μεγαλείο, το οποίο είναι τόσο ένας ύψιστος βαθμός ύπαρξης όσο και μια μορφή μηδενισμού. Αυτή η χρονική στιγμή είπε κάτι για τον μοντερνισμό μας με περισσότερη σαφήνεια απ’ όσα είχε να προτείνει η Ιστορία της Γαλλίας την ίδια εποχή».

Τι ρόλο έπαιξαν τα οµηρικά έπη στη δηµιουργία του βιβλίου;

«Η «Μεγάλη ιδέα» χρωστάει πολλά στον Ομηρο, αν όχι τα πάντα. Εχω αφιερώσει ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου στην «Ιλιάδα» και τη μακρά επιστροφή του Οδυσσέα: είναι μια ανάγνωση που έχει γίνει από συγγραφική περιέργεια και όχι με ακαδημαϊκή στόχευση. Πρόκειται για δύο έπη διαφορετικής φύσης, τα οποία όμως αγκαλιάζουν σχεδόν ολόκληρη την εμπειρία της ζωής. Ξέρετε, στα 19 μου έζησα στην Ταγγέρη στο Μαρόκο με μοναδικό βιβλίο μου ένα αντίγραφο της «Οδύσσειας», το οποίο είχε πάρει τη θέση της Βίβλου. Επί μήνες συνομιλούσα με τον Οδυσσέα καθώς ήμουν πολύ αβέβαιος για το ποιον δρόμο έπρεπε να ακολουθήσω για να βρω την Ιθάκη μου και ταυτόχρονα κατά έναν μυστήριο τρόπο γοητευμένος από αυτή την περιπλάνηση. Το μυθιστόρημα είναι το αποτέλεσμα αυτού του διαλόγου».

Σας ενδιέφερε να κάνετε κάποια έρευνα για την ιστορική ακρίβεια των γεγονότων;

«Αυτό δεν είναι ένα ιστορικό βιβλίο. Αναμφίβολα, ένας ειδικός πάνω στην Ιστορία της εποχής και τη Μεγάλη Ιδέα θα μειδιάσει αρκετές φορές διαβάζοντας το μυθιστόρημά μου. Ομως η απόσταση του γαλλικού βλέμματος, ως αντάλλαγμα για μια ορισμένη ασάφεια, επέτρεψε να εντοπίσουμε στην ομίχλη των γεγονότων κάποιες σαφείς μορφές που ο ιστορικός παραμελεί. Ο 20ός αιώνας ήταν αυτός των μαζών που ρίχτηκαν η μία εναντίον της άλλης, της γενικής στατιστικής, της μαθηματικής προβολής. Εναπόκειται στον μυθιστοριογράφο να δείξει πώς, σε αντίθεση με όλα αυτά, ένα ατομικό πεπρωμένο (δηλαδή οι δύο ιδέες που δεν βρήκαν τη λύση τους σε εκείνον τον αιώνα: το πεπρωμένο και το άτομο) θα μπορούσε να διαλευκάνει καλύτερα από όλους τους αριθμούς και την ανάλυσή τους το αίνιγμα τού να είσαι άνθρωπος».

Πιστεύετε ότι πλέον είµαστε έτοιµοι να επανέλθουµε στις µεγάλες αφηγήσεις µέσα από βιβλία που δεν βασίζονται κατά βάση σε µια έντονη πλοκή;

«Ναι, η πλοκή ως κέντρο βάρους του βιβλίου έχει κάνει τον κύκλο της. Τα μεγάλα ταλέντα στον συνδυασμό μυθοπλασίας και πραγματικότητας, Σιμενόν, Κόναν Ντόιλ, εγκλωβίστηκαν σε ένα είδος το οποίο πεθαίνει. Ο κινηματογράφος ή μάλλον οι σειρές παίρνουν τα ηνία. Οι πιο μικρές αμερικανικές παραγωγές αποδεικνύουν μεγάλη εφευρετικότητα σε αυτόν τον τομέα. Επομένως, η λογοτεχνία συσπειρώνεται γύρω από αυτό που αποτελεί τον λόγο ύπαρξής της, τη γλώσσα ως κοσμογονία, τη γλώσσα ως φωτιά, το ύφος ως μια εμπειρία από πιθανούς κόσμους. Ο αναγνώστης σήμερα μόνο αόριστα ενδιαφέρεται να μάθει ότι ο ένοχος ήταν τελικά ο Γουόργκρεϊβ (σ.σ.: λογοτεχνικός ήρωας της Αγκαθα Κρίστι). Στη ζωγραφική αυτό ανταποκρίνεται με την εμφάνιση της φωτογραφίας στον 19ο αιώνα, η οποία απάλλαξε τους καλλιτέχνες από το βάρος της αναπαράστασης».

 

Πιστεύετε ότι η γενιά σας είναι έτοιµη να αφήσει για λίγο στην άκρη τις τηλεοπτικές σειρές και να αφιερώσει χρόνο σε ένα περισσότερο απαιτητικό βιβλίο;

«Δεν ξέρω. Με το να μιλάμε για μία γενιά ήδη περιορίζουμε το άτομο σε έναν θολό μέσο όρο. Σε ποια γενιά ανήκω άραγε; Στη Γαλλία άνθρωποι σαν και μένα διαβάζουν Πιερ Μισόν, Φρανσουά Μπον, Πιερ Μπεργκουνιού. Σε πολλές περιπτώσεις αυτό είναι το μόνο κοινό στοιχείο, εύθραυστο και αμφισβητήσιμο, που κατάφερα να εντοπίσω. Βλέπουν ακόμα τηλεόραση; Γεννήθηκαν μπροστά της, ένιωσαν κορεσμό και μετά ναυτία. «Το μικρό σπίτι στο λιβάδι» θα μπορούσε να απαντήσει σε όλες τις υπαρξιακές αναζητήσεις τους».

Πόσο καλά γνωρίζετε τον ελληνικό πολιτισµό και τους Ελληνες;

«Ο ελληνικός πολιτισμός βρίσκεται παραδοσιακά στο επίκεντρο της γαλλικής εκπαίδευσης. Η λέξη «λύκειο» είναι από μόνη της ένα καλό παράδειγμα. Οπως εκατομμύρια συμπατριώτες μου, ήρθα από νωρίς σε επαφή μαζί του και μου πήρε αρκετό καιρό να απελευθερωθώ από τις γενικότητες του σχολείου για το «ελληνικό θαύμα». Αντίθετα, βρήκα εκεί μια μορφή αγριότητας – με τη θετική έννοια της λέξης -, μια φοβερή βία που διέφευγε από τους καθηγητές, ένα μεγαλείο που δεν μπορεί να συμπτυχθεί στη γραμματική και στην Ιστορία. Ενα βαλκανικό στοιχείο που καθιστούσε γελοίες τις μελετηρές διατριβές μας στη Σορβόννη. Οταν ήρθε η σειρά μου να διδάξω αυτή την όμορφη γλώσσα, προσπάθησα να μείνω πιστός σε αυτή την αίσθηση θαύματος. Οι μαθητές μου θα πουν αν το κατάφερα».

Πώς νιώθετε τώρα που το βιβλίο σας µεταφράστηκε στα ελληνικά και θα έρθει σε επαφή µε το ελληνικό κοινό;

«Είναι μια σημαντική στιγμή στη ζωή μου, μια στιγμή με ιδιαίτερη βαρύτητα, την οποία περιμένω εδώ και δώδεκα χρόνια, από όταν δηλαδή έγραψα στο χαρτί τις πρώτες λέξεις της «Μεγάλης ιδέας». Μου φαίνεται ότι αυτό το βιβλίο γράφτηκε μόνο γι’ αυτούς, ότι η επιτυχία του στη Γαλλία είναι μια παρεξήγηση. Η λογοτεχνία μας σβήνει και πρέπει να επιστρέψει στην Ελλάδα. Οι Ελληνες θα κρίνουν αν αξίζουμε την ελεημοσύνη τους».

Πώς θα συστηνόσασταν στο ελληνικό κοινό µέσα από τα διαβάσµατά σας;

«Διαβάζω λίγο, με την έννοια ότι η βιβλιοθήκη μου υποφέρει από τις μονομανίες μου. Μου είναι δύσκολο να προσεγγίσω νέες ηπείρους της λογοτεχνίας, καθώς ακόμα και αυτές που ισχυρίζομαι ότι γνωρίζω παραμένουν άγνωστες για μένα. Στο γραφείο μου υπάρχουν στοίβες αφιερωμένες στον ισπανικό εμφύλιο αλλά και στον πόλεμο της Αλγερίας όπου βρίσκονται οι οικογενειακές μου ρίζες. Είμαι αναγνώστης προσωπικών ημερολογίων: έχω ένα κι εγώ, το οποίο διαβάζω ενίοτε. Οπως είναι φυσικό, μεγάλο μέρος του χώρου στο γραφείο μου καταλαμβάνει και η ελληνική λογοτεχνία τού χθες και του σήμερα. Η αραβική γλώσσα επίσης. Πέρασα ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου στη Βόρεια Αφρική, ιδίως στο Κάιρο, όπου γεννήθηκαν τα παιδιά μου. Διαβάζω Αραγκόν, Μπόρχες, Μαλρό, Φόκνερ, Σαρ, Κέρουακ, Εσσε. Εχω και αρκετά βιβλία περισσότερο τεχνικά, όπως για το σκάκι, εγκυκλοπαίδειες και γραμματικές. Ολα μαζί συνθέτουν ένα είδος πορτρέτου».