Διανοητική ιστορία, ιστορία της ασθένειας, κοινωνική ιστορία, μελέτη των ιατρικών πεποιθήσεων και των ιατρικών θεσμών στην Ελλάδα από τα τέλη του 19ου αιώνα ως τη δεκαετία του 1970, αλλά και αποτύπωση της διασύνδεσής τους με τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά ρεύματα ιδεών γύρω από την ευγονική, τον εκφυλισμό και τη βιοπολιτική, ο ογκώδης τόμος με τίτλο «Αξια» και «ανάξια» ζωή (εκδ. Ταξιδευτής) αποτελεί καρπό πολύχρονης έρευνας του καθηγητή Ιστορίας και Διδακτικής της Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου Γιώργου Κόκκινου.

Γιώργος Κόκκινος

«Αξια» και «ανάξια» ζωή. Ευγονική, εκφυλισμός, βιοπολιτική: ο γιατρός στο ρόλο του κοινωνικού θεραπευτή και του εθνικού αναμορφωτή

Εκδόσεις Ταξιδευτής, 2021, σελ. 892, τιμή 75 ευρώ

Πρόκειται στην πράξη για διερεύνηση ενός ευρύτατου υλικού που εστιάζει στην υποδοχή και στη διάχυση των ευγονικών ιδεών στην ελληνική κοινωνία με όχημα αφροδισιολόγους, γυναικολόγους, ψυχιάτρους, αλλά και νομικούς, συγγραφείς, πανεπιστημιακούς, πολιτικούς. Καίριος αποδεικνύεται στο βιβλίο, όπως και στη συζήτησή μας, ο ρόλος του γιατρού ως ιδανικού διαμεσολαβητή μεταξύ επιστήμης και κοινωνίας, ως «κοινωνικού θεραπευτή».

Στο βιβλίο σας η διερεύνηση της ευγονικής συνάπτεται με τη μελέτη του λόγου επιστημόνων οι οποίοι είναι ταυτόχρονα και ήσσονες δημόσιοι διανοούμενοι της εποχής τους – ο γιατρός λογίζεται ως «κοινωνικός θεραπευτής» και «εθνικός αναμορφωτής», όπως χαρακτηριστικά σημειώνετε στον υπότιτλο.

«Ειδικά στον Μεσοπόλεμο βλέπουμε την ανάδειξη μιας διανόησης η οποία παράγει λόγο σε πολλαπλά επίπεδα: ακαδημαϊκό, εκλαϊκευτικό με διαλέξεις ή δημοσιεύσεις στον Τύπο, συνεργασίας με τους κρατικούς θεσμούς και χάραξης πολιτικής. Μπορεί πράγματι να μην είναι όλοι μείζονες διανοούμενοι, όπως είναι κατά τη γνώμη μου ο γυναικολόγος και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών Νικόλαος Λούρος, εκ των πραγμάτων όμως έχουν πολύ κρίσιμο ρόλο. Ο γιατρός πλέον θεωρείται αρμόδιος για τη θεραπεία όχι μόνο ασθενειών όπως η ελονοσία ή ο δάγκειος πυρετός, αλλά και παθογενειών όπως ο αλκοολισμός και η πορνεία. Εφόσον εγγράφονται στη φύση, αυτός είναι αρμόδιος να τις καταπολεμήσει, αλλά και ως κοινωνικός θεραπευτής να συνδράμει το κράτος στη βελτίωση του γενετικού κεφαλαίου του έθνους. Στην Ελλάδα ο Απόστολος Δοξιάδης, βενιζελικός υπουργός Υγείας και από τους πιο σημαντικούς ευγονιστές του Μεσοπολέμου, θεωρούσε ότι μέριμνα των βενιζελικών κυβερνήσεων δεν ήταν τόσο να αυξηθεί ο πληθυσμός του κράτους όσο ακριβώς να ελεγχθεί η ποιότητα του βιολογικού κεφαλαίου του έθνους».

Ενα «βιολογικό κεφάλαιο» που πανευρωπαϊκά θεωρείται εξαντλημένο μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

«Από τα μέσα του 19ου αιώνα ως τον Μεσοπόλεμο βλέπουμε τη μετάβαση σε μια διαδικασία ιατρικοποίησης της κοινωνίας. Η ιδέα του «εκφυλισμού», για παράδειγμα, κυριαρχεί στον Μεσοπόλεμο. Εκφράζεται για πρώτη φορά από τον ψυχίατρο Μπενεντίκτ Μορέλ. Συστηματοποιείται από τον ιδρυτή της ανθρωπολογικής εγκληματολογίας, Τσέζαρε Λομπρόζο, όπου η ανθρώπινη παθογένεια εξαρτάται από μια στιγματισμένη εξ ορισμού φύση. Ακολουθεί ο Ερνστ Χέκελ, για τον οποίο το παθογενές και το νοσηρό, το βιολογικά στιγματισμένο, οφείλει να αποκαθαρθεί, αλλιώς θέτει σε κίνδυνο τον εθνικό οργανισμό – ας μην ξεχνάμε εδώ ότι ο Χέκελ είναι ο πρώτος που μιλάει για καταναγκαστική ευθανασία στην ευχέρεια του κράτους. Επεται ο Μαξ Νορντάου, όπου ο εκφυλισμός από ιατρικής και νομικής τάξεως έννοια μετατρέπεται σε γενικό ισοδύναμο – εκφυλισμένο είναι ό,τι αντιτίθεται στην αστική κοσμοθεωρία και ηθική: νοσηρός είναι ο Μποντλέρ, ο Ιψεν, ο Μαλαρμέ, ο Ντοστογέφσκι. Εχουμε επομένως μια συρροή ιδεών που μέσα από διαδρομές – όχι πάντοτε σαφείς – διαπερνούν τις πολιτικές παρατάξεις και καταλήγουν στην κοινή κοίτη της ευγονικής».

Στον Μεσοπόλεμο ο γιατρός θεωρείται αρμόδιος όχι μόνο να καταπολεμήσει ασθένειες και κοινωνικές παθογένειες, αλλά και ως κοινωνικός θεραπευτής να συνδράμει το κράτος στη βελτίωση του γενετικού κεφαλαίου του έθνους

Πόσο ευρεία υπήρξε αυτή η κοίτη;

«Σήμερα, και καθώς γνωρίζουμε τον δρόμο της λεγόμενης «αρνητικής ευγονικής» που οδήγησε στο Ολοκαύτωμα, αναγνωρίζουμε πλέον ότι επρόκειτο για επιστημονικοφανείς δοξασίες, για μια ψευδοεπιστήμη. Τότε όμως αυτοί που οργάνωσαν το συνολικό πλαίσιο των ευγονικών ιδεών ήταν καταξιωμένοι επιστήμονες με διεθνές κύρος. Κατά τις δικές μου διαπιστώσεις η ευγονική δεν υπήρξε περιφερειακός αστερισμός ιδεών αλλά κυρίαρχο παράδειγμα. Σχεδόν όλοι οι γιατροί, με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι εγκληματολόγοι, η λογοτεχνική και δημοσιογραφική διανόηση συνέβαλαν καθοριστικά στο να αρθρωθεί ένας επιστημονικός λόγος για το ζήτημα της ανθρώπινης φύσης, για το ζήτημα του ελέγχου των γεννήσεων, για το ζήτημα του τι είναι κανονικό και φυσιολογικό, τι είναι παθογενές και νοσηρό. Στην περίοδο του Μεσοπολέμου η επιστημονικοποίηση αυτή λειτούργησε ως μηχανισμός επίρρωσης της ιατρικοποίησης της κοινωνίας όπου το κράτος σταδιακά, μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αρχίζει να δημιουργεί θεσμούς όχι απλής επιτήρησης αλλά ελέγχου της προσωπικής και της δημόσιας ζωής. Δεν είναι τυχαίο, ούτε και αστείο, ότι στα τέλη της δεκαετίας του ’30, μετά το «ιδιώνυμο», στην Ελλάδα συλλαμβάνονται και προσάγονται σε δίκη κομμουνιστές γιατροί με την κατηγορία ότι στην προσπάθειά τους να διασπείρουν το χάος στην ελληνική κοινωνία μολύνουν ασθενείς με την ωχρά σπειροχαίτη – το βακτήριο της σύφιλης».

Τι δηλώνει η ανάμειξη απόψεων, μέτρων, συστάσεων που παρατηρείται στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα, η αλληλοπεριχώρηση «θετικής» και «αρνητικής» ευγονικής, η διολίσθηση σε ενδιάμεσες μορφές της;

«Δηλώνει πρώτα από όλα ότι στην ιστορία των ιδεών δεν υπάρχουν τα στεγανά που νομίζουμε. Οι διαπηδήσεις από τη μια ιδέα στην άλλη είναι πολύ συνηθισμένες. Στο επίπεδο των ιδεών τα αμαλγάματα και τα κράματα κυριαρχούν. Στην Ελλάδα οι ευγονικές ιδέες είχαν πολύ μεγάλη δυναμική γιατί ο βασικός τους φορέας στον Μεσοπόλεμο και ως τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, πέρα από ορισμένες επιστημονικές συσσωματώσεις, ήταν η Ιατρική Σχολή Αθηνών. Ωστόσο, μολονότι γνωρίζουμε πόσο ισχυρή υπήρξε η αγκίστρωση της Ιατρικής Σχολής στην πολιτική εξουσία, καθώς και ότι οι περισσότεροι από τους ευγονιστές του Μεσοπολέμου και ειδικά της Ιατρικής Σχολής υποστήριζαν ορισμένες όψεις της αρνητικής ευγονικής όπως τα κωλύματα γάμου, το προγαμιαίο πιστοποιητικό, τις προληπτικές στειρώσεις, τελικά δεν βρήκαν ευήκοον ους στη δικτατορία του Μεταξά».

Γιατί το καθεστώς της 4ης Αυγούστου δεν προώθησε τελικά τέτοιες απόψεις;

«Πιστεύω ότι δεν συνέβη γιατί η ελληνική κοινωνία μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή δεν χρειαζόταν αποκλεισμούς αλλά το ακριβώς αντίθετο: ενσωμάτωση μεγάλων πληθυσμιακών ομάδων, αναβάθμιση του βιοτικού τους επιπέδου, καταπολέμηση των λοιμωδών νόσων. Πολύ ισχυρή υπήρξε η επίδραση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, όχι μόνο γιατί οι ευγονικές αντιλήψεις ενδύονταν τον μανδύα της επιστήμης, αλλά και επειδή αμφισβητούν τη θεία βούληση. Προσέκρουσαν και σε κάτι ακόμα: στην Ελλάδα δεν είχαμε συγκρότηση μαζικών πολιτικών κομμάτων με κεντρική πτυχή της ιδεολογίας τους ζητήματα αρνητικής ευγονικής, δηλαδή φασιστικά ή ναζιστικά κόμματα. Υπήρχαν φασιστοειδή ή ναζιστοειδή μορφώματα τα οποία δεν μπόρεσαν ποτέ να διαβρώσουν την ελληνική πολιτική τάξη σε τόσο καθοριστικό επίπεδο».