Νέες παράμετροι διαμορφώνονται στην εσωτερική πολιτική συζήτηση και στις διεθνείς συμμαχίες της χώρας, έπειτα από τις πρωτοβουλίες της κυβέρνησης στο πεδίο της διπλωματικής και αμυντικής συνεργασίας με τη Γαλλία και τις εξελίξεις στο ευρύτερο ευρωπαϊκό σκηνικό, με αφορμή τις εκλογές της προηγούμενης Κυριακής στη Γερμανία.

Η ιστορικών διαστάσεων ελληνογαλλική συμφωνία αξιολογείται ήδη ως ένα νέο δεδομένο με πολλαπλή επίδραση, η οποία δεν περιορίζεται στον στρατιωτικό τομέα.

Πολιτικοί παράγοντες με εμπειρία τόσο στην άμυνα όσο και στη διπλωματία επισημαίνουν μεν τη στρατιωτική σημασία της, δεν αγνοούν όμως την ίδια στιγμή και τη γενικότερη επιρροή που αναπόφευκτα θα ασκήσει η συμφωνία μεταξύ του Κυριάκου Μητσοτάκη και του Εμανουέλ Μακρόν.

Παρασκηνιακές αντιδράσεις

Σε πρώτο επίπεδο, η εξέλιξη ήδη έχει προκαλέσει αντιδράσεις μεταξύ των κρατών-μελών της Ενωσης. Διπλωματικές πηγές στις Βρυξέλλες εκδηλώνουν παρασκηνιακά την επιφύλαξή τους, θεωρώντας ότι πρόκειται για αποκλειστικά διμερή συμφωνία με γνώμονα τα συμφέροντα των δύο κρατών και όχι την ευρωπαϊκή άμυνα. Και επιπροσθέτως εκφράζουν την ανησυχία τους για την τουρκική αντίδραση, με το βλέμμα στραμμένο στο Προσφυγικό, όπου η Αγκυρα εξακολουθεί να επηρεάζει τις ροές προς την Ευρώπη. Υπό το ίδιο πρίσμα επιφυλακτικότητας, επισημαίνεται από ορισμένους και η σημασία που μπορεί να έχει η πρωτοφανής εξάρτηση της Ελλάδας, έπειτα από δεκαετίες, από μία και μόνο ευρωπαϊκή χώρα για τις εξοπλιστικές της ανάγκες.

Παρά ταύτα, πηγές στην Αθήνα δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στο γεγονός ότι το νέο, υψηλότερο επίπεδο των ελληνογαλλικών σχέσεων αντικατοπτρίζει και τους υπό αναδιαμόρφωση συσχετισμούς δυνάμεων στην Ευρώπη.

Με τη Γερμανία σε πολιτική εκκρεμότητα εν αναμονή του σχηματισμού νέας κυβέρνησης και τη συζήτηση για τη νέα πραγματικότητα στο ΝΑΤΟ, η οποία επιβάλλεται από τη συμφωνία στρατηγικής συνεργασίας Αυστραλίας – Ηνωμένου Βασιλείου – ΗΠΑ, η παράμετρος της ελληνογαλλικής συνεργασίας ερμηνεύεται και ως προάγγελος ευρύτερων αλλαγών. Παραμένει ωστόσο η εκκρεμότητα των γαλλικών προεδρικών εκλογών της ερχόμενης άνοιξης.

Πέραν της προωθητικής επίδρασής της ως προς τη στρατηγική αυτονομία της Ενωσης, η συμφωνία σχετίζεται προφανώς και με τη διάθεση του προέδρου Μακρόν να διεκδικήσει την πρωτοκαθεδρία στην Ευρώπη έπειτα από την αποχώρηση της Ανγκελα Μέρκελ. Την ίδια στιγμή όμως, καθιστά σαφές ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει λάβει τη στρατηγική απόφαση να προσδεθεί στο γαλλικό άρμα, σε στρατιωτικό, πολιτικό και – κατά τα φαινόμενα – οικονομικό επίπεδο.

Η σχέση με τις ΗΠΑ

Ως προς αυτά πάντως, έμπειρα πολιτικά στελέχη εφιστούν την προσοχή, αφενός, στην αποσαφήνιση του ρόλου της Μεγάλης Βρετανίας στην υπόθεση της ευρωπαϊκής άμυνας στη μετά Brexit εποχή και, αφετέρου, στο ότι παρά τη συμφωνία AUKUS, η παρέμβαση των ΗΠΑ στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου δεν θα σταματήσει να είναι μεγάλη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται (και) για την εθνική ασφάλεια της Ελλάδας. Υπό αυτό το πρίσμα, οι ίδιες πηγές παραπέμπουν στην υπό εξέλιξη συζήτηση μεταξύ της ελληνικής και της αμερικανικής κυβέρνησης για την αναβάθμιση της Αμοιβαίας Συμφωνίας Αμυντικής Συνεργασίας μεταξύ Ελλάδας και ΗΠΑ και το πώς αυτή τελικά θα διαμορφωθεί τις προσεχείς εβδομάδες.

Και στο βάθος… Σύμφωνο Σταθερότητας

Η επιλογή της αναβάθμισης των ελληνογαλλικών σχέσεων αντιμετωπίζεται πάντως ως σημαντική παράμετρος και στο οικονομικό πεδίο. Οχι μόνο επειδή η χώρα μας αναδεικνύεται ως ένας από τους σημαντικούς αιμοδότες της γαλλικής αμυντικής βιομηχανίας, αλλά και εν αναμονή της συζήτησης για την αναθεώρηση (ή αναβίωση) του Συμφώνου Σταθερότητας, στην εποχή μετά το τέλος της πανδημίας. Οι επιλογές της κυβέρνησης δείχνουν πού ποντάρει τα χαρτιά της, δεδομένου ότι ο πρόεδρος Μακρόν από κοινού με τον Μάριο Ντράγκι ήδη τάσσονται ανοιχτά υπέρ της γενναίας αλλαγής στο πλαίσιο των δημοσιονομικών κανόνων της Ενωσης. Οπως σημείωσε δε ο Πρωθυπουργός την Πέμπτη από το βήμα του Athens Democracy Forum, ήδη έχει συζητήσει με τον ιταλό ομόλογό του το ενδεχόμενο να μην περιλαμβάνονται οι δαπάνες για το κλίμα και την άμυνα στους δημοσιονομικούς περιορισμούς.

Η στάση της νέας γερμανικής κυβέρνησης αναμένεται να εκδηλωθεί, ωστόσο προς το παρόν δεν διαφαίνονται ευχάριστες εκπλήξεις και το ορατό ενδεχόμενο να καταλάβουν οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες το υπουργείο Οικονομικών με τα σημερινά δεδομένα δεν δικαιολογεί αισιοδοξία για ριζικές αλλαγές του Συμφώνου Σταθερότητας. Παρά ταύτα, οι εκτιμήσεις συγκλίνουν στο ότι αποφάσεις δεν θα είναι δυνατόν να ληφθούν πριν από το μέσον ή το τέλος του 2022.

Το στοιχείο αυτό κάνει πολλούς στα κυβερνητικά γραφεία να πιστεύουν ότι υπάρχουν τα αναγκαία χρονικά περιθώρια, τα οποία σε συνδυασμό με τους διαφαινόμενους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης θα προσφέρουν την αναγκαία ευελιξία, προκειμένου να αποφευχθούν επίπονες προσαρμογές στο διάστημα που μεσολαβεί έως το 2023, οπότε και αναμένεται ή με τον έναν ή τον άλλον τρόπο επιστροφή στη δημοσιονομική πειθαρχία.

Η αντιπαράθεση στη Βουλή και η αμφιθυμία του ΣΥΡΙΖΑ

Με δεδομένη την αδιαμφισβήτητη σημασία της συμφωνίας με τη Γαλλία, η κυβέρνηση δεν κρύβει την πρόθεση της να την αξιοποιήσει και στο πολιτικό πεδίο. Ενδεικτικό ήταν ότι μόλις ολοκληρώθηκαν οι ανακοινώσεις του Πρωθυπουργού και του γάλλου προέδρου στα Ηλύσια Πεδία, έγινε γνωστό ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης ζήτησε τη διεξαγωγή συζήτησης στη Βουλή, προκειμένου να ενημερωθεί το Σώμα. Η συζήτηση είναι προγραμματισμένη για την ερχόμενη Τρίτη, ενώ δύο ημέρες αργότερα θα διεξαχθεί η ψηφοφορία για την κύρωση της συμφωνίας.

Εν αναμονή αυτών, το επιτελείο του Μεγάρου Μαξίμου αναμένει την τελική τοποθέτηση του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος μέχρι στιγμής εμφανίζεται τουλάχιστον αμφίθυμος.

Χαρακτηριστικό ήταν ότι ήδη από τις προηγούμενες ημέρες η κυβέρνηση έσπευσε διά του ιδίου του Πρωθυπουργού και εν συνεχεία διά του εκπροσώπου της, Γιάννη Οικονόμου, να ανακοινώσει πως «με δεδομένο ότι η συμφωνία αποτελεί σημαντική εθνική παρακαταθήκη, καθώς δίνει στη χώρα μας τη δυνατότητα να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο όχι μόνο στις εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο αλλά και στη συζήτηση για την ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία, περιμένουμε (…) μία διακομματική στήριξη της συμφωνίας».