Η συμφωνία AUKUS ήρθε να υπογραμμίσει ότι κλιμακώνεται μια συνολική γεωπολιτική αντιπαράθεση ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα, συμπεριλαμβανομένης και μιας ιδιότυπης κούρσας των εξοπλισμών.

Ωστόσο, σε αντίθεση με τον προηγούμενο Ψυχρό Πόλεμο, εδώ δεν μπορούμε να μιλήσουμε για αντίθεση ανάμεσα σε δύο ανταγωνιστικά κοινωνικά συστήματα. Και οι ΗΠΑ όπως και η Κίνα χαρακτηρίζονται από παραλλαγές ενός παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού και ανταγωνίζονται ουσιαστικά εντός των ίδιων αγορών προϊόντων και κεφαλαίων.

Αυτό σημαίνει επίσης ότι οι δύο χώρες συμμετέχουν και στους διεθνείς οργανισμούς που έχουν να κάνουν με την διαχείριση πλευρών της παγκόσμιας οικονομίας και έχουν το ίδιο ενδιαφέρον για το τι αποτυπώνεται στις διάφορες κατατάξεις χωρών ως προς την ανταγωνιστικότητα ή το φιλικό για τις επιχειρήσεις κλίμα.

Aυτό με τη σειρά του συνεπάγεται ότι πλέον τέτοια ζητήματα, όπως η επεξεργασία δεδομένων για τις διάφορες κατατάξεις των χωρών που κάνουν οι διεθνείς οργανισμοί, χάνουν τον αμιγώς οικονομικό ή τεχνικό χαρακτήρα τους και γίνονται ζητήματα έντονης πολιτικής αντιπαράθεσης.

Η αντιπαράθεση για τις κατατάξεις της Παγκόσμιας Τράπεζας

Στο επίκεντρο έχει βρεθεί η προσπάθεια διερεύνησης εάν και κατά πόσο υπήρξε προσπάθεια να «πειραχτούν» τα δεδομένα στην ετήσια έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας για το 2018 ως προς την ευκολία του να ασκήσει κανείς επιχειρηματική δράση σε μια χώρα.

Η συγκεκριμένη έκθεση έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί την λαμβάνουν υπόψη εταιρείες αξιολόγησης και χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί για να υπολογίζουν τον χρηματοοικονομικό κίνδυνο κάθε χώρας όπως και άλλες κρίσιμες παραμέτρους.

Η κατηγορία που έχει διατυπωθεί είναι ότι στις εκθέσεις του 2018 και του 2020 υπήρξε αλλοίωση των στοιχείων για να διευκολυνθεί η άνοδος της Κίνας στη σχετική κατάταξη των χωρών. Το «αντάλλαγμα» θα ήταν η κινεζική βοήθεια στην ενίσχυση της προσπάθειας της Παγκόσμιας Τράπεζας να αυξήσει το κεφάλαιό της. Στο στόχαστρο βρίσκονται ο τότε επικεφαλής της Παγκόσμιας Τράπεζας Τζιμ Γιονγκ Κιμ και η σημερινή επικεφαλής του ΔΝΤ και τότε στέλεχος της Παγκόσμιας Τράπεζας Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα.

Βεβαίως η όλη έρευνα αλλά και ο όλος θόρυβος προκλήθηκε σε σημαντικό βαθμό με πρωτοβουλία του νυν επικεφαλής της Παγκόσμιας Τράπεζας, του Ρεπουμπλικάνου Ντέιβιντ Μάλπας, που ήταν επιλογή του Ντόναλντ Τραμπ (του οποίου άλλωστε ο Μάλπας υπήρξε σύμβουλος κατά την προεκλογική εκστρατεία). Άλλωστε, μέλη του Κογκρέσου από το Ρεπουμπλικανικό κόμμα ήταν αυτά που πρόσφατα ζήτησαν με επιστολή τους από την Αμερικανίδα υπουργό Οικονομικών Τζάνετ Γέλεν να παρέμβει.

Επιπλέον, ήταν το περιοδικό Economist, που σε μεγάλο βαθμό αποδέχεται την ανάγκη μεγαλύτερης αντιπαράθεσης με την Κίνα, που ζήτησε με άρθρο της σύνταξης να παραιτηθεί η Γκεοργκίεβα.

Η ίδια πάντως η Γκεοργκίεβα αρνείται ότι υπήρξε παρέμβαση στα στοιχεία (μάλιστα επιμένει ότι η δική της επιμονή να μην συμπεριληφθούν τα στοιχεία από το Χονγκ Κονγκ στην κατάταξη της Κίνας δείχνει ότι ενδιαφερόταν για την ακεραιότητα των στοιχείων), ενώ και ο τότε επικεφαλής οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας Σαντά Ντεβαράτζαν που είχε την ευθύνη της έρευνας έχει δηλώσει ότι δεν υπήρξαν αθέμιτες παρεμβάσεις και ότι ούτως ή άλλως οι συντάκτες τέτοιων εκθέσεων διαρκώς καλούνται να πάρουν θέση ως προς το εάν μια ρύθμιση που είναι φιλική προς τις επιχειρήσεις εφαρμόζεται στην πράξη ή είναι απλώς «στα χαρτιά».

Η αναγκαστική πολιτικοποίηση των διεθνών οικονομικών οργανισμών και οι κίνδυνοι που μπορεί να επιφέρει

Στο πλευρό της Γκεοργκίεβα έχει σταθεί ο διάσημος οικονομολόγος Τζέφρι Σακς, με άρθρο του στους Financial Times.

O Σακς υποστηρίζει ότι στο κέντρο των επιθέσεων σε βάρος της Γκεοργκίεβα βρίσκεται η «αντι-κινεζική υστερία» που διαμορφώνεται και ότι τα μέλη του Κογκρέσου των ΗΠΑ που θέλουν την αποπομπή της το κάνουν επειδή δεν συμπεριφέρεται ως «ορκισμένος εχθρός του Πεκίνου».

Και όντως μια ματιά π.χ. στην επιστολή τριών μελών του Κογκρέσου στην Γέλεν, στην οποία αναφερθήκαμε ήδη, δείχνει ότι διατυπώνεται η αιτίαση ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας έχει βάλει ως σκοπό του να υπονομεύσει τους πολυμερείς διεθνείς οργανισμούς όπως είναι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας και τα Ηνωμένα Έθνη.

Ουσιαστικά, εγκαλείται η Κίνα ότι δεν μπορεί να αποδεχτεί ένα πραγματικά πολυμερές πλαίσιο και ότι απλώς προωθεί τα δικά της συμφέροντα.

Βεβαίως, κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι ο τρόπος που αντιμετωπίζεται η Κίνα στο πλαίσιο τέτοιων αιτιάσεων παραπέμπει πολύ περισσότερο σε μια ολοένα και μεγαλύτερη απροθυμία να αντιμετωπιστεί η Κίνα ως μια χώρα που μπορεί όντως να συμμετέχει σε πολυμερείς οργανισμούς.

Αυτό αναγκαστικά σημαίνει μια αυξημένη πολιτικοποίηση των διεθνών οικονομικών οργανισμών και μεγαλύτερο κίνδυνο πολιτικής εργαλειοποίησης ζητημάτων που αφορούν τη λειτουργία τους, στην προσπάθεια να εμπεδωθούν οι νέες διαχωριστικές γραμμές ενός εντεινόμενου γεωπολιτικού ανταγωνισμού.

Όμως, αυτή η αναπαραγωγή διαχωρισμών εντός διεθνών οργανισμών που διαχειρίζονται την πραγματικότητα ότι προς το παρόν η Κίνα παραμένει τμήμα ενός ενιαίου διεθνούς πλέγματος συναλλαγών και οικονομικών δραστηριοτήτων, απειλεί να μετατρέψει τις πολιτικές διαχωριστικές γραμμές σε ρήγματα στο ίδιο το διεθνές χρηματοοικονομικό σύστημα, με απρόβλεπτες επιπτώσεις, εάν συνυπολογίσουμε τον διατηρούμενο πολύ υψηλό βαθμό αλληλεξάρτησης. Αρκεί να αναλογιστούμε την υπαρκτή συζήτηση εδώ και καιρό για μια προσπάθεια «αποδολαριοποίησης» των κινεζικών (αλλά και ρωσικών συναλλαγών) ή την εξέταση εναλλακτικών ή παράλληλων συστημάτων προς το SWIFT για τις διεθνείς διατραπεζικές συναλλαγές.