Ανηφορίζουμε προς Βορρά. Το ταξίδι μας σήμερα μας φέρνει στη Μακεδονία, συγκεκριμένα στην καταπράσινη περιοχή που βρίσκεται 32 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Καστοριάς και 34 χιλιόμετρα νοτίως του διατηρητέου και εξαιρετικά δημοφιλούς Νυμφαίου. Ο δικός μας προορισμός δεν είναι τόσο τουριστικός και λαοφιλής όσο το Νυμφαίο, έχει όμως το δικό του ιστορικό (και θρησκευτικό) ενδιαφέρον. Κωμόπολη μαρτυρική, καθώς έζησε όλη τη σκληρότητα του γερμανού κατακτητή κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Κλεισούρα είναι σήμερα ένας οικισμός με λίγα αλλά σημαντικά αξιοθέατα, ανάμεσά τους μερικά εναπομείναντα πετρόχτιστα αρχοντικά, δύο μεταβυζαντινές εκκλησίες (του Αγίου Νικολάου και του Αγίου Δημητρίου) και ένα Εθνολογικό – Λαογραφικό Μουσείο όπου παρουσιάζεται η πλούσια ιστορία της περιοχής. Μια ιστορία που ξεκινάει από τον 18ο αιώνα, εποχή κατά την οποία η Κλεισούρα ήκμασε οικονομικά, συνεχίζεται τα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, του Μακεδονικού Αγώνα και των Βαλκανικών Πολέμων, για να κορυφωθεί δραματικά με τη Μάχη της Στενωπού της Κλεισούρας τον Απρίλιο του 1941 αλλά και με το κάψιμό της και τη σφαγή 280 κατοίκων της από τους Γερμανούς (με τη συμμετοχή και του βούλγαρου στρατιωτικού Αντον Κάλτσεφ και των ανδρών του) τον Απρίλιο του 1944. Ολα αυτά τα δύσκολα χρόνια, φιλόξενο κρησφύγετο για τους ταλαιπωρημένους κατοίκους της περιοχής, χώρος όπου μπορούσαν να βρουν προστασία και παρηγοριά, ήταν η Μονή Παναγίας Κλεισούρας, η οποία σήμερα αποτελεί σημαντικό ιερό προσκύνημα της Δυτικής Μακεδονίας. Αυτή είναι και η κύρια στάση της σημερινής εκδρομής μας.

Το ορμητήριο του Παύλου Μελά

Το μοναστήρι βρίσκεται σε απόσταση τριών χιλιομέτρων από την κωμόπολη της Κλεισούρας, σε μια περιοχή με πολύ πράσινο και πολλά νερά, μέσα σε ένα δάσος από οξιές και βελανιδιές. Λέγεται πως ιδρύθηκε περίπου το 1314 από τον Νεόφυτο, έναν ιερομόναχο που καταγόταν από την περιοχή. Το 1813 ο επίσης κλεισουριώτης ιερομόναχος Ησαΐας το ανακαίνισε. Το εντυπωσιακό συγκρότημα έχει φρουριακό χαρακτήρα και παρά τις παρεμβάσεις που έχουν γίνει στο εσωτερικό του σώζεται σε μεγάλο βαθμό στην αρχική μορφή του. Το καθολικό κοσμούν επίχρυσο ξυλόγλυπτο τέμπλο και αξιόλογες τοιχογραφίες. Εκεί φυλάσσεται και η εικόνα της Παναγίας της Κλεισουριώτισσας. Το συγκρότημα περιλαμβάνει επίσης τα παρεκκλήσια της Αγίας Παρασκευής και των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Κοντά έχει χτιστεί το παρεκκλήσι του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, ενώ σε υψόμετρο 1.300 βρίσκεται το ξωκλήσι της Αγίας Τριάδας, παλαιό ασκητήριο της μονής. Κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα η μονή φιλοξένησε μακεδονομάχους, ανάμεσά τους και τον Παύλο Μελά, ο οποίος τη χρησιμοποίησε ως ορμητήριό του. Σύμφωνα με μία εκδοχή τη χαρακτηριστική στολή που φορούσε ο Μελάς, τον μαύρο κεντητό ντουλαμά, την εμπνεύστηκε από τα Αργκουτσιάρια, ένα έθιμο το οποίο αναβιώνει ακόμη στην Κλεισούρα ανήμερα  Πρωτοχρονιά και πέρυσι το υπουργείο Πολιτισμού το ενέταξε στο Εθνικό Ευρετήριο Αυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ελλάδας. Και κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής το μοναστήρι έδωσε προστασία στους διωκόμενους από τους κατακτητές κατοίκους της περιοχής.

Η ιστορία της Οσίας Σοφίας

Ο άνθρωπος που έχει κυρίως συνδέσει το όνομά του με τη Μονή Παναγίας Κλεισούρας είναι η Σοφία Σαουλίδου-Χοτοκουρίδου, γνωστή και ως η Οσία Σοφία της Κλεισούρας. Γεννήθηκε το 1883 από έλληνες γονείς σε ένα χωριό του Πόντου, κοντά στην Τραπεζούντα. Το 1907 παντρεύτηκε τον Ιορδάνη Χοτοκουρίδη. Λίγο μετά, τη ζωή της σημάδεψαν μία σειρά από δραματικά γεγονότα: Το 1912 πέθανε το μόλις δύο ετών παιδί της. Το 1914 οι Τούρκοι πήραν τον άντρα της στα τάγματα εργασίας. Τα ίχνη του χάθηκαν κάπου κοντά στην πόλη Κοτύωρα (Ορντού). Λίγο μετά χάθηκαν και τα ίχνη του πατέρα της, στα βάθη της Τουρκίας. Η Σοφία, μόνη και συντετριμμένη από τις απώλειες, κατέφυγε στα βουνά. Εκεί ζούσε ασκητικά και κατά την παράδοση επικοινωνούσε με το θεϊκό στοιχείο, βλέποντας οράματα με αγίους και αγγέλους. Ενα όραμα με την Παναγία είδε και στο ταξίδι της στην Ελλάδα, όταν κατά τη διάρκεια μιας φοβερής καταιγίδας το πλοίο που μετέφερε αυτή και τους συγχωριανούς της κόντεψε να βουλιάξει. Η σωτηρία των επιβατών και του πληρώματος αποδόθηκε στην, χάρη στην παρουσία της ευσεβούς γυναίκας, παρέμβαση της Θεομήτορος. Η Σοφία εγκαταστάθηκε αρχικά στη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια στο χωριό Αναρράχη της Πτολεμαΐδας. Τότε η Παναγία, σε ένα ακόμα όραμα, της υπέδειξε τη Μονή Παναγίας Κλεισούρας. Αποφασισμένη να αφιερωθεί για πάντα στον Θεό εγκαταστάθηκε εκεί το 1927, σε ηλικία 44 ετών, και δεν ξαναέφυγε ποτέ. Ηταν ντυμένη με κουρέλια, κυκλοφορούσε ξυπόλυτη χειμώνα-καλοκαίρι, έτρωγε ελάχιστα, δεν ξόδευε χρήματα για τον εαυτό της και συνέτρεχε όποιον ζητούσε τη βοήθειά της. Ιδιαίτερη ήταν η σχέση της με τα ζώα, λένε μάλιστα πως τάιζε με το χέρι μια αρκούδα που ζούσε στο δάσος, χωρίς κανέναν φόβο. Η Σοφία Χοτοκουρίδου έφυγε από τη ζωή τον Μάιο του 1974. Ηταν 91 ετών. Τα λείψανά της φυλάσσονται στο μοναστήρι. Την 1η Ιουλίου 2012 ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος την ανακήρυξε αγία.
Η μνήμη της γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 6 Μαΐου. Το Μοναστήρι Παναγίας Κλεισούρας εορτάζει και στις 8 Σεπτεμβρίου, στο Γενέθλιο της Θεοτόκου.