Το αυστραλέζικο ριμέικ της ισλανδικής ταινίας «Δεσμοί αίματος», πάνω στην προσπάθεια δυο αδελφών να σώσουν πρόβατα «καταδικασμένα σε θάνατο» ξεχωρίζει στις αίθουσες χάρη στις οικολογικές ευαισθησίες του

 —————————————

«Αδέλφια σε σύγκρουση» («Rams», Αυστραλία, 2020)

 

Πάνω σε μια παράξενη και πολύ ιδιαίτερη σχέση αδελφών είναι στημένη όλη η ταινία του Τζέρεμι Σιμς  που αποτελεί συμπαθέστατο ριμέικ της ισλανδικής «Δεσμοί αίματος» (2015) του Γκρίμουρ Χακόναρσον: για κάποιο λόγο, δύο περασμένης ηλικίας αδέρφια, γείτονες σε απόσταση αναπνοής κάπου στην αυστραλέζικη έρημο, επί δεκαετίες ολόκληρες δεν μιλούν μεταξύ τους.

 Είναι  ο Κόλιν, ένας ήσυχος τύπος που δεν θέλει συγκρούσεις (Σαμ Νιλ που δείχνει να μεγαλώνει θαυμάσια) και ο μεγαλύτερος αδελφός του  ο Λες (Μάικλ Κέιτον), το ακριβώς αντίθετο του πρώτου, έτοιμος ανά πάσα στιγμή να μπει σε καυγά.

 Ο μόνος κρίκος που φαίνεται να τους ενώνει είναι τα πρόβατά τους, τα οποία κυριολεκτικά λατρεύουν. Και όταν μια θανατηφόρα ασθένεια των προβάτων «κτυπήσει» την περιοχή, με αποτέλεσμα τον θάνατο των προβάτων, τότε, με κάποιο μεταφυσικό τρόπο τα δύο αδέλφια θα ξαναβρούν τον τρόπο να ενωθούν και πάλι.

 Η παγωμένη ισλανδική φύση  της προηγούμενης ταινίας αντικαθίσταται ευπρόσδεκτα από την ηλιόλουστη αυστραλέζικη έρημο, όπου η ίδια ιστορία ταιριάζει αρμονικά με όλες τις οικολογικές παραμέτρους που μια τέτοια ιστορία, εκ των πραγμάτων  διαθέτει.

 Δεν υπάρχει τίποτα το επιτηδευμένο, το χιούμορ είναι μετρημένο και μια feelgood διάθεση καθ’ όλη την διάρκεια της ταινίας κάνει την παρακολουθηση της, κάτι παραπάνω από ευχάριστη. Ποτέ δεν νιώθεις ότι  παρακολουθείς κάτι σπουδαίο, συνέχεια όμως αντιλαμβάνεσαι ότι αυτό που βλέπεις είναι  έντιμο.

Βαθμολογία: 3

ΑΘΗΝΑ: ΘΗΣΕΙΟΝ – ΔΙΟΝΥΣΙΑ (Πεμ-Κυριακή) – ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗ – ΠΕΡΑΜΑ

 ——————————-

 «Καλοκαίρι του ‘85» («Ete ‘85», Γαλλία, 2019)

 

Βρίσκω πάντοτε ενδιαφέρον στο γεγονός ότι η θεματολογία των ταινιών του Γάλλου σκηνοθέτη Φρανσουά Οζόν είναι πάντοτε διαφορετική, ένας πλούτος ιδεών και ιστοριών που δεν εντάσσονται σε καλούπια.

 Ο Οζόν έχει πειραματιστεί με το καθαρόαιμο μιούζικαλ («Οκτώ γυναίκες»), την «μαύρη» οικογενειακή σάτιρα («Sitcom»), με το λεσβιακό νουάρ («Η πισίνα»), με την κρίση του ζευγαριού («5 φορες το 2»), με την διαφθορά στους κύκλους της εκκλησίας («Θέλημα Θεού») αλλά και με την ευθανασία που είναι το θέμα της τελευταίας ταινίας του, «Tout s’est bien passé», που προβλήθηκε πριν από λίγο καιρό στις Κάννες και θα δούμε στο μέλλον στις αίθουσες.

 Στο «Καλοκαίρι του ‘85» το θέμα του Οζόν δεν είναι η νοσταλγία για μια εποχή που ούτως ή άλλως – και κατά δική του ομολογία – ποτέ δεν αγάπησε ιδιαίτερα αλλά η ενηλικίωση, η απότομη ωρίμανση ενός νέου ανθρώπου που χωρίς καλά –καλά να καταλάβει τι έχει γίνει βλέπει ότι έχει αφήσει για πάντα πίσω του την παιδική αθωότητα και ετοιμάζεται για τα δύσκολα ταξίδια της ζωής.

 Αυτή η κατάσταση εξιστορείται μέσα από την σχέση δύο αγοριών (Φελίξ Λεφέμπρ, Μπενζαμέν Βουασάν) ενώ περνούν τις διακοπές τους στο SeineMaritime το καλοκαίρι του 1985. Το πρώτο ερωτικό σκίρτημα σύντομα δίνει την θέση του σε διάφορα πρακτικά αλλά και ψυχολογικά προβλήματα και η ζήλεια είναι το ισχυρότερο.

 Η κινηματογράφηση της ιστορίας γίνεται με χαλαρό τρόπο σε αντιδιαστολή με την ένταση που κυριαρχεί καθόλη την διάρκεια μιας ταινίας η οποία παρά την  θερινή ανεμελιά της κρύβει μέσα της βαθύ πόνο, ένα βουβό παράπονο που σε τσακίζει.

Bαθμολογία: 3

ΑΘΗΝΑ: ΑΝΕΣΙΣ – ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ (ΧΑΛΑΝΔΡΙ) ΕΚΡΑΝ – ΠΑΛΑΣ – ΦΛΕΡΥ – ΜΑΕΡΙΛΕΝΑ ΘΕΣ/ΚΗ: ΕΛΛΗΝΙΣ

——————————-

 «Η γεύση της απιστίας» («Smagen af sult», Δανία/ Σουηδία, 2021)

 

Το αν η μοριακή, σούπερ γκουρμέ κουζίνα μπορεί να                 συνδυαστεί με τον έρωτα, προσωπικά δεν μπορώ να το ορίσω με ακρίβεια, πάντως αυτός φαίνεται να είναι ο προβληματισμός του Κρίστοφερ Μπόε στην τελευταία ταινία του, «Η γεύση της απιστίας». 

Υπάρχει ο σταρ σεφ (Νικολάι Κόστερ – Βαλντάου), η αφοσιωμένη, κούκλα γυναίκα του (Κατρίνε Γκράις- Ρόζενταλ), δύο παιδιά – κορίτσι και αγόρι – και ένα πρωτοποριακό εστιατόριο στο οποίο το ζευγάρι έχει επενδύσει τα πάντα με απώτερο στόχο μια καλή βαθμολογία από την Michelin.

 Η ανατροπή στην ιστορία έχει να κάνει με την απιστία και ο Μπόε, ακολουθώτας την τακτική της «Ερωτικής αναπαράστασης» (2003) – πρώτης και καλύτερης όλων ταινίας του, ανακατεύει τον χρόνο δραματουργίας προκειμένου να δημιουργήσει ατμόσφαιρα και σασπένς.

 Όμως σπαταλά πολύ ώρα στην απεικονιση της καλής δουλειάς που κάνει ο σεφ στην κουζίνα του (αυτά τα γκρο πλαν στις λιχουδιές του σου ανοίγουν την όρεξη) και προσπαθεί να αντισταθμίσει τον χρόνο με τις περιπέτειες της προσωπικής του ζωής όπου τον βασικό ρόλο παίζει η γυναίκα του.

 Κάπου όμως όλο αυτό το παιχνίδι με τον χρόνο, το φαγητό και τον έρωτα δεν κατάφερε να με πείσει, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν παρακολούθησα την ιστορία με περιέργεια ως το τέλος – αν και το ποιο θα ήταν τελικά το τέλος, από κάποια στιγμή και μετά, έπαψε να με ενδιαφέρει.

Βαθμολογία: 2 1/2

ΑΘΗΝΑ: ΑΘΗΝΑΙΑ – ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ – ΛΙΛΑ – ΨΥΧΙΚΟ – ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ –        ΑΝΕΣΙΣ – ΑΝΟΙΞΙΣ – ΑΡΤΕΜΙΣ – ΛΑΟΥΡΑ – ΦΙΛΙΠ- ΜΑΡΙΛΕΝΑ κ.α. ΘΕΣ/ΚΗ: .ΑΛΕΞ

 Προβάλλονται επίσης

 «Ο διάσημος κλέφτης» «Twist» (Αγγλία, 2021) του Μάρτιν Οουεν.

Βαρετή παραλλαγή του «Ολιβερ Τουίστ» του Καρόλου Ντίκενς, τοποθετημένη στο συγχρονο Λονδίνο και με «εύρημα» την σωματική ελαστικότητα του Ολιβερ, χάρη στην οποία γίνεται μέλος της συμμορίας ενός σύγχρονου Φάγκιν (Μάικλ Κέιν). Η συμμορια του τελευταίου θυμίζει την ομάδα της σειράς και των ταινιών «Επικίνδυνες αποστολές» αλλά το όλο εγχείρημα είναι τόσο πολύ τραβηγμένο που ελάχιστα στην ταινία αυτή πείθουν – πόσο μάλλον το σχέδιο κλοπής πινάκων που βρίσκεται στο επίκεντρο. Κινηματογραφικό ντεμπούτο του Ραφ Λο, γιού του Τζουντ Λο, με τον οποίο μοιάζει μεν αλλά χωρίς να έχει ανάλογο χάρισμα και ταλέντο.

Βαθμολογία: 1 1/2

ΑΘΗΝΑ: ΦΙΛΟΘΕΗ – ΔΕΞΑΜΕΝΗ – ΦΙΛΙΠ

 

—————————

«86 Melrose Avenue» (ΗΠΑ, 2020) της Λίλι Μάτα.

Ενας νεαρός υδραυλικός, πρώην πολεμιστής στον πόλεμο του Ιράκ, χάνει τον έλεγχο πυροβολεί έναν φίλο της γυναίκας του και εν συνεχεία κρατά ομήρους όλους τους παρευρισκόμενους στα εγκαίνια μιας έκθεσης φωτογραφίας στο Λος Αντζελες. Εκτιμάς την προσπάθεια αλλά ο ερασιτεχνισμός της λιβανέζας σκηνοθέτριας είναι εμφανής, η παραγωγή δεν μπορεί να κρύψει τη φτώχεια της, οι ηθοποιοί παίζουν σαν μαριονέτες, το σενάριο μοιάζει παραφουσκωμένο από ευκολίες (υποτίθεται ότι η κατάσταση ομηρίας προκαλεί δυσάρεστες αναμνήσεις «πολέμου» σε όλους τους ομήρους) και ο πρωταγωνιστής Nτάντε Ελζα μοιάζει τόσο πολύ του Τομ Κρουζ που από μόνο του αυτό λειτουργεί ως ανασταλτικός παράγοντας στην παρακολούθηση της ταινίας.

Βαθμολογία: 1 1/2

ΑΘΗΝΑ: ΣΙΝΕ ΠΕΡΑΝ

—————————

«Κουνιάδοι» («Brothers in law», Ισπανία, 2020) του Τόνιο Λόπεζ.

Δυο κουνιάδοι σε οικονομικό αδιέξοδο καταλήγουν στην λύση της απαγωγής σε ακόμα μία …τραγική κωμωδία της σειράς από την Ισπανία, που ναι μεν μπορεί να έκανε μεγάλη επιτυχία στην χώρα παραγωγής της αλλά αμφιβάλλουμε για το αν θα καταφέρει να κάνει το ίδιο κι εδώ. Κάτι τέτοιες ταινίες σήμερα σε κάνουν να επανεκτιμάς την ελληνική βιντεοκασέτα της δεκαετίας του 1980! (παίζουν: Σοσέ Α. Τουρινιάν, Μιγκέλ ντε Λίρα, Φεντερίκο Πέρες Ρέι κ.α.)

Βαθμολογία: 0

ΑΘΗΝΑ: ΜΙΜΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ – ΚΗΠΟΣ ΜΟΣΧΑΤΟ – ΑΛΕΞ ΠΟΡΤΟ ΡΑΦΤΗ ΘΕΣ/ΚΗ: ΠΑΝΟΡΑΜΑ – ΑΥΡΑ

 

Επανεκδόσεις

«Τα τετρακόσια κτυπήματα» («Les 400 coups», Γαλλία, 1959) του Φρανσουά Τρυφώ

 

Ενας ατίθασος δωδεκάχρονος Παριζιάνος (Ζαν Πιερ Λεό),  παραμελημένος από τη μητέρα και τον πατριό του, οδηγείται στη μικροπαρανομία, συλλαμβάνεται και κλείνεται στο αναμορφωτήριο. Μη αντέχοντας τη φυλακή, αποφασίζει να δραπετεύσει και τα καταφέρνει… Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Φρανσουά Τριφό, πρώην κινηματογραφικού κριτικού των Cahiers du Cinema, είναι και το πρώτο σταθερό βήμα της γαλλικής νουβέλ βαγκ, που στα τέλη της δεκαετίας του 1950 άνοιξε νέους δρόμους στον παγκόσμιο κινηματογράφο. Το σενάριο είναι βασισμένο στις προσωπικές εμπειρίες από την παιδική ηλικία του σκηνοθέτη

Βαθμολογία: 4

ΑΘΗΝΑ: ΑΜΙΚΟ – ΕΚΡΑΝ

—————————

«Νύχτα πρεμιέρας» («Opening night», ΗΠΑ, 1978) του Τζον Κασαβέτις.

Η μοναξιά και η ηλικία επηρεάζουν καταλυτικά όχι μόνον την ιδιωτική αλλά και την επαγγελματική ζωή μιας διάσημης ντίβας του θεάτρου την οποία υποδύεται παίζοντας τον ρόλο στα δάχτυλα η Τζίνα Ρόουλαντς, σύζυγος του σκηνοθέτη Τζον Κασσαβέτη και μούσα των σημαντικότερων ταινιών του. Ο Κασαβέτης ερευνά με όρεξη τον χώρο του θεάτρου αλλά και το πώς αυτός ο χώρος επηρεάζει την ζωή εκείνων που τον υπηρετούν με πάθος και αφοσίωση.  Το καστ συμπληρώνουν ο ίδιος ο Κασαβέτης, ο Μπεν Γκατζάρα αλλά και μια παλιά δόξα του αμερικανικού κινηματογράφου, η Τζόαν Μπλοντέλ.

Βαθμολογία: 3 ½

ΑΘΗΝΑ: ΡΙΒΙΕΡΑ- ΟΑΣΙΣ – ΖΕΦΥΡΟΣ