Οι αντιπαραθέσεις που παρατηρούνται εδώ και καιρό στο εσωτερικό της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, με αφορμή δημόσιες τοποθετήσεις μελών της, λειτουργούν μάλλον ως κατ’ ευφημισμόν στρατηγικές των συγκρούσεων που μαίνονται στο εσωτερικό της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης. Προϊόντα μιας σειράς κοινωνικών μετασχηματισμών που πλήττουν τον χώρο της δικαιοσύνης, οι συγκρούσεις αυτές έχουν ως διακύβευμα τον ορισμό του κυρίαρχου και νόμιμου τρόπου (ανα)παραγωγής του δικαστικού σώματος και, κατ’ επέκταση, της κοινωνικής λειτουργίας του.

Μέχρι τη δεκαετία του ’80, το δικαστικό σώμα ‒ που τα μέλη του προέρχονταν από τα μεσαία στρώματα κι είχαν έντονη την τάση της οικογενειακού χαρακτήρα αυτοαναπαραγωγής, συγκριμένη επαγγελματική ηθική και ιδιαίτερο βιοτικό ύφος ‒ δημιουργούσε τις κοινωνικές προϋποθέσεις ενός συστήματος αξιών που, ως ενοποιητική αρχή, διασφάλιζε τη συνοχή του. Η τιμιότητα, υπό την ευρεία έννοια, και η συνέχεια της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής με τη μία να εγγυάται την άλλη, σε συνδυασμό με ένα συντηρητικό ήθος (του οποίου κάποιους παραδειγματικούς δείκτες αποτελούσαν η αποφυγή του διαζυγίου, το αυστηρό ενδυματολογικό έθος, το σταθερό ενδιαφέρον για την Ιστορία και τη θρησκευτική πίστη, η «ηθική της ανιδιοτέλειας», με φροντίδα ωστόσο για οικονομικό κεφάλαιο ικανό να διασφαλίσει διακριτική άνεση) δημιουργούσαν ένα σύμπαν που, αν και συνεπαγόταν το κόστος της κοινωνικής επιφύλαξης, λειτουργούσε ως καταφύγιο του σώματος σε κάθε κρίση. Το σύμπαν αυτό άρχισε να τίθεται υπό αμφισβήτηση, που εγκυμονεί σήμερα κλονισμούς, από μια σειρά κοινωνικούς μετασχηματισμούς.

Εδώ και περίπου τριάντα χρόνια, παρατηρείται μια σημαντική αλλαγή στο επίπεδο της νομικής ζήτησης και, κατά συνέπεια, του όγκου και του είδους της δικαστικής ύλης, που συνδέεται τόσο με την ανάπτυξη των εθνικών και διεθνών οικονομικών σχέσεων, με τη διαρκώς επιταχυνόμενη αστικοποίηση και την αλματώδη τεχνολογική εξέλιξη, όσο και με τους πιο σύνθετους κοινωνικούς θεσμούς που απορρέουν από αυτά. Την ίδια περίοδο, η εξέλιξη της καριέρας του δικαστή γίνεται σταδιακά όλο και πιο αργή, ενώ η νομική αγορά διευρύνεται, ωθώντας ένα, έστω μικρό, μέρος των  μελών του σώματος να αναζητήσουν για τους γόνους τους θέσεις με καλύτερες, οικονομικά και συμβολικά, απολαβές. Συντίθεται έτσι ένα σύνολο βασικών εξωγενών παραγόντων που συνέβαλαν στον μετασχηματισμό της ευτυχούς σχέσης που διατηρούσαν οι διαθέσεις των δικαστών με τις συνθήκες άσκησης του επαγγέλματός τους.

Μια σειρά ενδογενείς παράγοντες συνέβαλαν επίσης αποφασιστικά στην επίρρωση της δράσης αυτού του μετασχηματισμού: Η είσοδος πολλών νέων δικαστών προερχόμενων από μικροαστικά και ανώτερα τμήματα των λαϊκών τάξεων στις αρχές της δεκαετίας του ’80, που επέφερε μια ρήξη στους όρους της σχεδόν απόλυτης εκλεκτικής συγγένειας μεταξύ των μελών του σώματος· ο σταδιακός πληθωρισμός του νομικού επαγγέλματος, που ώθησε πολλούς έμπειρους δικηγόρους να στραφούν για βιοποριστικούς λόγους στον δικαστικό κλάδο ‒ τάση η οποία ενδυναμώθηκε από τη σχετικά σημαντική αύξηση των οικονομικών απολαβών των δικαστών τα τελευταία είκοσι χρόνια και από την οικονομική κρίση, φέρνοντας στις τάξεις του επαγγέλματος νέα μέλη τα οποία, ακόμα και αν δεν είχαν την «κλίση» να γίνουν δικαστές, η εμπειρία τους από την κοινωνική ζωής τους προδιέθετε σε μια ανατροπή της κυρίαρχης αντίληψης για τον τρόπο και τη λειτουργία της απονομής της δικαιοσύνης· η ίδρυση της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών η οποία, ούσα ουσιαστικό στοιχείο της διαδικασίας κατοχύρωσης των δικαστικών ως νόμιμου και τεχνικά ικανού σώματος, μετασχημάτισε την αντίληψη για τους μηχανισμούς επιλογής τους, επιτρέποντας σε κοινωνικές κατηγορίες οι οποίες παλαιότερα αυτο-αποκλείονταν να διεκδικήσουν, μαζί με τους «κληρονόμους», μία θέση στο δικαστικό σώμα· η αυξημένη σταδιακά συμμετοχή των γυναικών στο δικαστικό σώμα ‒ απότοκη της χρήσης του εκπαιδευτικού συστήματος ως μηχανισμού κοινωνικής αναπαραγωγής και της συνακόλουθης πληθώρας πτυχίων που εξανάγκασε στην αναζήτηση ασφαλών επαγγελματικών επιλογών.

Ολα αυτά αποτελούν τους βασικούς παράγοντες μετασχηματισμού του δικαστικού σώματος σε μια επαγγελματική ομάδα η οποία αναστοχάζεται την ίδια της την ύπαρξη καθώς δεν μοιράζονται πλέον τις ίδιες βεβαιότητες τα μέλη της. Σήμερα συνυπάρχουν κατηγορίες δικαστών από διαφορετικές κοινωνικές αφετηρίες, άρα με διαφορετικά ενδιαφέροντα-συμφέροντα, γεγονός που αποτελεί πηγή εσωτερικών συγκρούσεων και αμφισβήτησης της συνοχής της συγκεκριμένης ομάδας.

Φαίνεται ως εάν οι λειτουργοί της δικαιοσύνης να καλούνται είτε να τοποθετηθούν ως θεματοφύλακες της παλιάς, ή έστω μετριοπαθώς μεταρρυθμισμένης, δικαστικής τάξης πραγμάτων και να αναζητήσουν περαιτέρω υλικές και συμβολικές αποζημιώσεις για την υποβάθμιση των όρων άσκησης του επαγγέλματός τους εξυμνώντας την ανεξαρτησία τους, είτε, αντίθετα, ως ανατροπείς της ισχύουσας τάξης πραγμάτων, να διενεργήσουν μια ιδεολογική μεταστροφή, προκειμένου να αναζητηθεί η αναβάθμιση της κοινωνικής θέσης του δικαστή και η με πολιτικούς όρους προσέγγιση και επανένωση του «σώματος» με τον «πολίτη».

Οσοι, εξαιτίας της κοινωνικής ή επαγγελματικής τους τροχιάς, βρίσκονται σε χαμηλές βαθμίδες, με την επετηρίδα να μην τους επιτρέπει προοπτικές ανέλιξης βάσει των ικανοτήτων τους, όσοι επίσης αισθάνονται λιγότερο ή περισσότερο «άτοποι» μέσα στο επαγγελματικό τους περιβάλλον, έχουν μάλλον την τάση να αρνούνται να περιοριστούν στη δικαστική πρακτική όπως οριζόταν από το παραδοσιακό αξιακό σύστημα του επαγγέλματος, μια τάση η οποία νομιμοποιείται και ενισχύεται από την παράλληλη ισχυροποίηση των ομόλογων τους στο ευρύτερο κοινωνικό πεδίο.

Σε κάθε περίπτωση, η κατάληξη αυτής της σύγκρουσης, που θα κρίνει εν μέρει τον νόμιμο τρόπο (ανα)παραγωγής του δικαστικού πεδίου καθώς και τον βαθμό και τη μορφή της αυτονομίας του σε σχέση με εξωγενείς εξουσίες, θα καθοριστεί εν τέλει από την ίδια τη δομή της σύγκρουσης, και όχι από τη μηχανική επίδραση σωρευμένων ατομικών δράσεων.

 

*Ο κ. Νίκος Παναγιωτόπουλος είναι καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.