H αιφνίδια έλευση της πανδημίας στα τέλη του 2019 δεν έχει μόνο τον χαρακτήρα παγκόσμιας υγειονομικής κατάστασης εκτάκτου ανάγκης. Καθώς έπειτα από ενάμιση χρόνο αυτή μοιάζει να τίθεται υπό μερικό έλεγχο, αναδεικνύεται η διάστασή της ως βραδυφλεγούς καταλύτη εξελίξεων στο πεδίο της οικονομίας και της πολιτικής. Αυτές τις παραμέτρους διερευνά ο ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Κωνσταντίνος Τσουκαλάς στο νέο βιβλίο του Το πολιτικό στη σκιά της πανδημίας (εκδ. Καστανιώτη), διατυπώνοντας τον εύλογο προβληματισμό του για την ανθρώπινη συνθήκη στο φόντο μιας δυσχερούς συγκυρίας. Στο πλαίσιό της, όπως προκύπτει από τη συζήτησή μας, καθίσταται αναγκαίο να ξανασκεφτούμε θεμελιώδεις κατηγορίες και να αναθεωρήσουμε πάγιες απόψεις ως και για τα «εγγενή όρια» του πολιτικού.

Κωνσταντίνος Τσουκαλάς

Το πολιτικό στη σκιά της πανδημίας

Εκδόσεις Καστανιώτη, 2021, σελ. 162,

τιμή 15 ευρώ

Πώς νοείται η «επιστροφή του πολιτικού» στην οποία αναφέρεστε στο βιβλίο;

«Η επιστροφή του πολιτικού είναι μια ρητορική κατασκευή. Οσο υπάρχουν κράτη, το λεγόμενο πολιτικό θα παραμένει πάντα ζωντανό. Εκείνο που συνέβη στην τρέχουσα συγκυρία είναι πως όλες οι πολιτικές εξουσίες αναγκάστηκαν να παρέμβουν ενεργά σε μια σειρά από συγκεκριμένα ζητήματα από τα οποία μέχρι πρόσφατα απείχαν. Πέρα από το ζήτημα της δημόσιας υγείας, το πολιτικό σύστημα πιέζεται πλέον να αναλάβει σύντονες πρωτοβουλίες σε χώρους όπως η παραγωγή και διανομή πολλών σημαντικών αγαθών και η ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων».

Αυτή η αποχή συνδέεται με την επισήμανση ότι «από συνταγή κοινωνικής οργάνωσης το laisser faire, και ακόμα περισσότερο το laisser aller, μοιάζει να έχει γίνει τρόπος ζωής»; Ποιες προεκτάσεις έχει αυτού
του είδους η «ελευθεριότητα»;

«Σε μια πρώτη φάση η ιδέα του laisser faire αναφερόταν στα εγγενή όρια μιας πολιτικής εξουσίας που «οφείλει» να αφήνει τα πράγματα να «κυλήσουν από μόνα τους». Από μια στιγμή και πέρα, όμως, το σύνθημα αυτό επεκτείνεται και στους όρους ατομικής πρόσληψης του εξωτερικού κόσμου. Από τη στιγμή που οι άνθρωποι άγονται στο να πιστέψουν πως είναι οι ίδιοι αποκλειστικοί υπεύθυνοι για την ιδιωτική τους μοίρα, εξαντλώντας τις ατομικές τους δυνατότητες και δεξιότητες και προάγοντας τα ατομικά τους συμφέροντα, το ατομικό γίγνεσθαι τείνει να υποκαθιστά τον προβληματισμό γύρω από οτιδήποτε το συλλογικό. Το λεγόμενο πολιτικό δεν νοείται πλέον ως αναγκαία προέκταση της καθημερινής ζωής όλων, αλλά ως μια ακόμα παρωχημένη και υπαρξιακά αδιάφορη μορφή».

Το «εκτός ισορροπίας περιβάλλον της πανδημίας» επικάθεται πάνω σε προηγούμενες πολυσυζητημένες παθογένειες όπως η κατακόρυφη αύξηση της ανισότητας. Την εντείνει;

«Η αύξηση της ανισότητας παίρνει εξωφρενικές μορφές. Ποτέ άλλοτε στην ιστορία της ανθρωπότητας δεν υπήρξε τόσο γοργή αύξηση της ανισότητας. Ποτέ άλλοτε δεν υπήρχαν τόσο πολλοί άνθρωποι που ζουν με την αγωνία της καθημερινής επιβίωσης. Και ταυτόχρονα ποτέ άλλοτε, ούτε καν στην εποχή του «άγριου καπιταλισμού», δεν είχε παρατηρηθεί μια τόσο γοργή, θεαματική και ασύδοτη συγκέντρωση πλούτου σε ελάχιστα χέρια. Eτσι, το λεγόμενο «κοινωνικό ζήτημα» που είχε αρχίσει να αμβλύνεται από την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία στην «ένδοξη τριακονταετία», από το 1945 ως το 1975, επανέρχεται και πάλι ακάθεκτο. Και παραμένει άγνωστο αν θα είναι δυνατόν να αποτραπούν νέες κοινωνικές εκρήξεις. Από τη στιγμή που το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, συμπεριλαμβανομένων και των λεγόμενων μεσαίων στρωμάτων, βρίσκεται πλέον σε κατάσταση διαρκούς δομικής επισφάλειας, όλα τα ενδεχόμενα μοιάζουν ανοικτά. Το νεοφιλελεύθερο σύστημα κατανομής του πλούτου που εγκαθιδρύθηκε μετά την πτώση του Τείχους παραμένει λοιπόν ιστορικά έωλο. Εκ πρώτης όψεως, επομένως, θα μπορούσε κανείς να υποθέσει πως η πανδημία θα οδηγούσε σε ριζικές αναστροφές. Ομως, πουθενά, με εξαίρεση το προσωρινό και άγνωστο πού θα καταλήξει σχέδιο του Τζο Μπάιντεν, δεν φαίνεται να γίνεται προσπάθεια ριζικής άμβλυνσης του «κοινωνικού ζητήματος» μέσω ανακατανομής εισοδήματος, ευκαιριών και στοιχειωδών δυνατοτήτων επιβίωσης. Το ζήτημα περιπλέκεται ακόμα περισσότερο από το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή τουλάχιστον δεν διαφαίνονται πολιτικές προοπτικές εμφάνισης ενός νέου εναλλακτικού οράματος το οποίο θα ήταν δυνατόν να οδηγήσει σε πιο δίκαιες, αρμονικές και αλληλέγγυες ανθρώπινες σχέσεις. Συντρέχουν προϋποθέσεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε κάθε λογής εκρηκτικές λύσεις, ακόμα και ακροδεξιές ή «φασιστοειδείς» αναδιπλώσεις – ή ακόμα και σε βίαιες εθνοκαθάρσεις. Οι «ιστορικοί συμβιβασμοί» του μέλλοντος παραμένουν ακόμα αδιατύπωτοι».

Κυριαρχεί ωστόσο στη δυτική κοινωνία το αίτημα της επιστροφής στην κανονικότητα. Αυτή η «κανονικότητα» όμως, παρατηρείτε, δεν θα είναι η πρότερη.

«Hδη η έννοια της «κανονικότητας» είναι κάτι αμφισβητήσιμο γιατί οι κοινωνίες πάντοτε εξελίσσονταν μέσα από αντιφάσεις, αντιπαραθέσεις, εκρήξεις. Σε κάθε κρίση τείνουμε να νοσταλγούμε τα προ αυτής και να τα εξωραΐζουμε. Στην Αμερική του 1929 το σύνθημα του Χούβερ, του αντιπάλου του Ρούζβελτ, ήταν «Return to normalcy» – και μάλιστα ο όρος «normalcy» τότε καθιερώθηκε αντί του δοκιμότερου «normality». Εκείνο που κάνει εντύπωση σήμερα είναι ότι το σύνθημα περί επιστροφής στην κανονικότητα έχει κυριαρχήσει παντού. Δεν αναρωτιόμαστε όμως για το για ποια κανονικότητα μιλάμε, για το αν θα ήταν ανεκτή η άνευ έτερου επιστροφή στην π.Π. (προ Πανδημίας) εποχή, ή ακόμη και για το αν η κανονικότητα την οποία σκεπτόμαστε είναι ιστορικά εφικτή. Πολλώ μάλλον που το καίριο ζήτημα της σχέσης ανάμεσα στις πολιτικές και στις οικονομικές εξουσίες παραμένει ανοικτό. Το μείζον ερώτημα των τελευταίων 50 ετών, ως προς το ποιος κυριαρχεί, η πολιτική ή το κεφάλαιο, παραμένει όχι μόνο αναπάντητο αλλά πολύ πιο οξύ και δυσαπάντητο από ό,τι προηγουμένως».

Μια χαρακτηριστική πτυχή των μεταβολών που επισημαίνετε, για παράδειγμα, είναι η σχέση απόστασης και συλλογικότητας.

«Ευλόγως τηρούμε αποστάσεις στις τρέχουσες υγειονομικές συνθήκες. Χωρίς αποστάσεις, μαζί με το εμβόλιο, δεν θα αρθεί το αδιέξοδο της κρίσης του κορωνοϊού, είναι δεδομένο. Οταν όμως αυτό εκφράζεται με μια γενικότερη καταξίωση της τηλεργασίας, δημιουργεί μείζονα ερωτήματα. Αν ο κάθε εργαζόμενος αναλαμβάνει την αυτοεποπτεία του ελέγχοντας ο ίδιος τον τρόπο και τον χρόνο της εργασίας του, απαλλάσσει την εργοδοσία από το κόστος της οργάνωσης του τόπου εργασίας και της επιβολής της εργασιακής πειθαρχίας. Ταυτόχρονα όμως οι αυτοπρογραμματιζόμενοι εργαζόμενοι παραιτούνται από τη δυνατότητα να έρχονται σε συνεχή επαφή με τους άλλους συναδέλφους τους, να σκέπτονται συλλογικά τα προβλήματα, να απαιτούν και να προβάλλουν αιτήματα, να μετέχουν ενεργά στο συλλογικό γίγνεσθαι. Σε ένα αφηρημένο επίπεδο, λοιπόν, η εντολή «τηρείτε τις αποστάσεις σας» δεν απέχει πολύ από την πρόταση «μην έχετε εμπιστοσύνη παρά μόνο στον εαυτό σας». Αν ο «οίκος» προηγείται του «δήμου», οι «οικόσιτοι» μπορούν να αδιαφορούν και να επαναπαύονται. Πρόκειται για πραγματική τομή στην εργασία των ανθρώπινων σχέσεων. Μια κοινωνία όπου όλοι εργάζονται, ρισκάρουν και «παίζουν» με τη ζωή τους από το σπίτι τους ως ευέλικτοι, ευπροσάρμοστοι και συχνά αυτιστικοί καβαλάρηδες θα καταστήσει πολύ δυσκολότερη οποιαδήποτε προσπάθεια ριζικού μετασχηματισμού της».

Το μέλλον, ωστόσο, στο τέλος του βιβλίου το αφήνετε ανοικτό.

«Η Ιστορία είναι πιο πονηρή από τους ανθρώπους. Δεν πιστεύω ότι αυτό που βλέπουμε σήμερα θα χαρακτηρίζει τις ανθρώπινες κοινωνίες στο διηνεκές. Η άκριτη προσαρμογή στη μία και μοναδική «πραγματικότητα» δεν μπορεί να είναι η μόνη προοπτική. Η θεωρία της ΤΙΝΑ, ακρωνύμιο του «Τhere Ιs Νo Αlternative», και οι απόψεις για το τέλος της Ιστορίας, της ιδεολογίας, της πολιτικής οδηγούν τον κόσμο σε συλλογικό λήθαργο. Ούτε η Ιστορία τελείωσε ούτε η ιδεολογία ούτε η πολιτική. Το κακό είναι ότι δεν έχουμε αυτή τη στιγμή επαρκή νοηματικά, αξιακά και πολιτικά εργαλεία για να μπορέσουμε να προτείνουμε συγκεκριμένες εναλλακτικές πορείες. Oμως, οι επερχόμενες γενιές θα βρουν τρόπο να το κάνουν γιατί, αν δεν τον βρουν θα χαθούν οι ίδιες. Δεν έχω λοιπόν αμφιβολία ότι τα πράγματα θα αλλάξουν. Η Ιστορία είναι πολύ πιο πανούργα από όσους πιστεύουν ότι την ελέγχουν. Και αυτό υπήρξε το μεγάλο σφάλμα όλων, από τους σταλινικούς μέχρι τους σοσιαλδημοκράτες αλλά και τους ορθολογιστές νεοφιλελευθέρους, οι οποίοι πιστεύουν ακόμα ότι η εκχρηματισμένη οικονομία και η ελεύθερη αγορά θα αναπαράγονται ως τη Δευτέρα Παρουσία. Κάνουν λάθος. Η Ιστορία θα αλλάξει τα πράγματα. Πώς, πότε, με ποιους όρους και προς ποια κατεύθυνση δεν το γνωρίζουμε όμως».

«Πρόοδος» και «μεγέθυνση»

Επισημαίνετε την τομή της ποσοτικοποίησης της έννοιας της προόδου και του συσχετισμού της με εκείνες της μεγέθυνσης και της ανάπτυξης.

«Επί χιλιετίες, οι άνθρωποι αναγνώριζαν και συντηρούσαν έναν “οικείο” κόσμο που διακινούνταν από άγνωστες και απρόσιτες δυνάμεις. Η ιστορική εξέλιξη διαβαζόταν έτσι ως συνεχής επανάληψη του ίδιου ανεξέλεγκτου κοσμικού ρυθμού, ως άμπωτη και παλίρροια, ακμή και παρακμή, βελτίωση και οπισθοδρόμηση. Αυτό αλλάζει με τον Διαφωτισμό. Ο “έλλογος” και “ελεύθερος” πλέον άνθρωπος αναδεικνύεται σε κέντρο των πάντων ορίζοντας τα του οίκου του και τα του εαυτού του και προγραμματίζοντας το μέλλον του. Eτσι εκκολάπτεται η ιδέα της προόδου, κεντρική στη νεωτερική σκέψη ήδη από τον 18ο αιώνα, μια ιδέα που θα αποτελέσει το μείζον ίσως φιλοσοφικό, αξιακό και πολιτικό διακύβευμα. Από μια στιγμή και πέρα, όμως, η πρόοδος άρχισε να μετασημασιολογείται. Ενα πάντα επίμαχο και ρευστό αξιακό διακύβευμα συγκεκριμενοποιείται και ποσοτικοποιείται. Οι νέες μεγάλες μαγικές λέξεις της ύστερης νευρικότητας είναι η “ανάπτυξη”, η “μεγέθυνση” και η “διόγκωση”, η αναγωγή του εν γένει δέοντος σε μια άνευ ορών μεγιστοποίηση των πάντων. Το ανοικτό ερώτημα της προόδου μετατρέπεται σε αντικείμενο μιας ψυχαναγκαστικά μετρήσιμης και ποσοτικά τεκμηριώσιμης λογιστικής αποτίμησης. Eτσι ακριβώς γεννιέται ο φετιχοποιημένος πλέον ανταγωνιστικός παραγωγισμός, μαζί με τον συνεπάγωγο και εξίσου ανταγωνιστικό “καταναλωτισμό”, με όλες τις πασίδηλες καταλυτικές τους προέκτασεις – την εξάντληση των πρώτων υλών, την ερήμωση και την κλιματική καταστροφή. Πρόκειται για πρωτοφανή τομή στην ιστορία των ιδεών. Θυμίζω ότι το απαύγασμα της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας ήταν το “μηδέν άγαν” και το “παν μέτρον άριστον”. Δεν είναι τυχαίο ότι οι αρχαίοι αναπαριστούσαν τους θεούς σε ανθρώπινο μέγεθος, αλλά αντιμετώπιζαν τους Γίγαντες, τους Κύκλωπες και τους Τιτάνες ως εξώκοσμα τέρατα. Αντίστοιχα ίσχυαν σε όλους τους παραδοσιακούς πολιτισμούς, στον κομφουκιανισμό, στον βραχμανισμό, στην ιουδαιοχριστιανική παράδοση, στον μωαμεθανισμό. Το “πολύ” είναι “καλό” μόνο στο μετρό που μπορεί να εντάσσεται στο πλαίσιο ενός ευρύτερου ποιοτικού αξιακού προβληματισμού περί του “φυσικά” αρμονικού, του δίκαιου και του δέοντος».