Πολύς λόγος γίνεται πρόσφατα για το έγκλημα, την εγκληματικότητα, τους δράστες και τα θύματα. Η πρόσφατη μνήμη μας επικεντρώνεται στο έγκλημα στα Γλυκά Νερά, οπισθοδρομεί προς τα εγκλήματα κατά της γενετήσιας αξιοπρέπειας και τη διαμόρφωση του κινήματος me-too στην Ελλάδα, και δυστυχώς αρχίζει να εξασθενεί για την ανθρωποκτονία της Τοπαλούδη.

 

Ι. Αρχικά, πρέπει να σημειώσουμε ότι οι αντιδράσεις των πολιτών και της κοινής γνώμης προς τα πρόσφατα ειδεχθή εγκλήματα αποτελούν θετικό αντανακλαστικό της ελληνικής κοινωνίας, στον βαθμό που υποδηλώνουν κοινωνική συνοχή, κοινές αξίες, ιδεώδη και αγαθά που προσβάλλονται από το έγκλημα. Μια κοινωνία που αδιαφορεί για το έγκλημα είναι μια κοινωνία σε βαθιά κρίση, με διαρρηγμένους κοινωνικούς δεσμούς, έλλειμμα ενσυναίσθησης και κοινών αξιών. Το κοινό προκαλείται πρωτίστως από τον ειδεχθή χαρακτήρα του εγκλήματος per se. Γνωρίζουμε επίσης ότι όσο τα θύματα και οι δράστες αποκλίνουν από το «στερεοτυπικό προφίλ» και τις κυρίαρχες αναπαραστάσεις, τόσο περισσότερο το κοινό αντιδρά με φόβο και ανασφάλεια. Είναι το υποκειμενικό αίσθημα φόβου που προκαλείται από τη συνειδητοποίηση ότι ο δράστης συχνά δεν είναι άγνωστος στο θύμα, αλλοδαπός ή ψυχικά διαταραγμένος, αλλά αντίθετα μπορεί να είναι ο άνθρωπος της διπλανής (ή της δικής μας) πόρτας και το θύμα ένας από εμάς… Αυτό το αίσθημα της ανασφάλειας εκδηλώνεται στο έλλειμμα εμπιστοσύνης στις διαπροσωπικές μας σχέσεις και τους θεσμούς. Δεν πρόκειται για αμφισβητήσιμες συμπεριφορές ή για ακραία συναισθήματα, μάλλον αποτελούν ερμηνεύσιμες συμπεριφορές με κριτήριο την «ευαλωτότητα» (vulnerability) κάποιων πληθυσμιακών και κοινωνικών κατηγοριών, όπως για παράδειγμα είναι τα παιδιά.

Αρχέγονες αντιδράσεις θυμού, οργής, εκδίκησης εκδηλώνονται από τους πολίτες – ιδίως στα κοινωνικά δίκτυα – που δυστυχώς οδηγούν είτε σε «δευτερογενή θυματοποίηση» είτε σε προσβολή του κράτους δικαίου. Στις κάποιες περιπτώσεις πρόσφατων εγκλημάτων είδαμε και όψεις της «μικροπολιτικής του εγκλήματος» (σημειώνοντας ωστόσο ότι η αντιμετώπιση του εγκλήματος δεν είναι μια a-politic διαδικασία, αλλά αντιθέτως προϋποθέτει υψηλό επίπεδο ευθύνης και άσκησης πολιτικής). Φαίνεται όμως να ξεχνάμε ότι η φιλοσοφία και η δομική λειτουργία των συστημάτων απονομής δικαιοσύνης στηρίζεται στο βάρος της απόδειξης και οι όποιες αιτίες του εγκλήματος – όπως και η πρόθεση του δράστη – αποδεικνύονται στο πλαίσιο της ακροαματικής διαδικασίας (δίκης). Οι διωκτικές αρχές δεν είναι σε θέση να καταγράψουν εκ των προτέρων το κίνητρο της ανθρωποκτονίας, ακόμα κι αν το υποθέτουν, χωρίς να αποδειχθεί κατά τη διάρκεια της δίκης. Σε αυτό το πλαίσιο, ο διάλογος θα πρέπει να είναι ευρύτερος κατά τη γνώμη μας, χωρίς να εξαντλείται στην επιλογή του όρου «γυναικοκτονία» ή «ανθρωποκτονία», που αν και ο πρώτος όρος έχει μια σημαντική συμβολική αξία για την αναγνώριση της έμφυλης βίας, ωστόσο παραμένει νομικά και λειτουργικά προβληματικός. Επιπροσθέτως, αναγνωρίζοντας ότι  τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν έχουν φύλο, προέλευση, χρώμα, θρησκεία, κοινωνική τάξη και αφορούν όλες τις ανθρώπινες υπάρξεις χωρίς περιορισμούς, η οποιαδήποτε απόπειρα περιορισμού της οικουμενικότητας και της καθολικότητας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων προσβάλλει τον πυρήνα τους και την αξία τους.

 

ΙΙ. Υπό το πρίσμα των σύγχρονων ευρωπαϊκών πολιτικών για την προστασία των δικαιωμάτων των θυμάτων, επισημαίνουμε ότι πλέον το κέντρο βάρους στη διαμόρφωση μιας αποτελεσματικής αντεγκληματικής πολιτικής μετατοπίζεται από τον δράστη στο θύμα και περιλαμβάνει την πολιτική πρόληψης της θυματοποίησης. Για πρώτη φορά, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοινώνει τη Νέα Πενταετή Ευρωπαϊκή Στρατηγική για την αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων των θυμάτων εγκλήματος. Ορίζεται Κεντρικός Συντονιστής για όλα τα κράτη-μέλη, προκειμένου να συμβάλλει στην εφαρμογή και αξιολόγηση των εθνικών-θυματοκεντρικών πολιτικών που πρέπει να αναπτυχθούν για την προστασία των δικαιωμάτων των θυμάτων. Δυστυχώς, παρότι η χώρα μας έχει εναρμονίσει το εθνικό της δίκαιο με την Ευρωπαϊκή Οδηγία 29/2012/ΕΕ, ωστόσο ο Ν. 4478/2017 παραμένει δυνητικά ενεργός και τυγχάνει περιορισμένης εφαρμογής. Θα πρέπει να αναρωτηθούμε γιατί τέσσερα χρόνια μετά την ενσωμάτωση της Οδηγίας, ακόμα δεν διαθέτουμε οριζόντιες πολιτικές για την προστασία των δικαιωμάτων των θυμάτων πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την ποινική διαδικασία. Γιατί ενώ όλα τα θύματα εγκλήματος ανεξαρτήτως του είδους του εγκλήματος πρέπει να έχουν πρόσβαση σε κοινωνική και ψυχολογική στήριξη (δωρεάν), εμείς ακόμα δεν εκπληρώνουμε τη νομική αυτή υποχρέωση προς τα θύματα; Και άλλα πολλά… Η διαμόρφωση μιας εθνικής στρατηγικής για την προστασία των θυμάτων εγκληματικότητας θα πρέπει κατά τη γνώμη μας να αποτελέσει προτεραιότητα, τόσο για την ουσιαστική στήριξη των θυμάτων, όσο και την εκπλήρωση της θεσμικής υποχρέωσης της χώρας.

Διαπιστώνεται η ανάγκη συστηματικής διά βίου εκπαίδευσης των λειτουργών και επαγγελματιών στα νέα δεδομένα, τις νέες νομοθετικές ρυθμίσεις σε ευρωπαϊκό και εθνικό πλαίσιο, καθώς και η αναμόρφωση των προγραμμάτων σπουδών των σχολών της αστυνομίας, της Σχολής Δικαστών, καθώς και των προπτυχιακών προγραμμάτων στα πανεπιστήμια της χώρας που θεραπεύουν συναφή γνωστικά αντικείμενα.

Αποτελεί αδήριτη ανάγκη – εδώ και αρκετά χρόνια – η διαμόρφωση μιας συγκροτημένης αντεγκληματικής πολιτικής στη χώρα μας, με έμφαση στην πολυεπίπεδη πρόληψη της βίας και της θυματοποίησης. Μια τέτοια πολιτική  θα πρέπει να στηρίζεται στην ενίσχυση των δια-θεσμικών συνεργασιών, σε κεντρικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, καθώς στη συνεργασία με την κοινωνία των πολιτών. Δεν χρειάζονται κατά τη γνώμη μας  ρητορείες και θεωρητικές κατασκευές, αλλά πράξεις και δράσεις, οι οποίες θα ανταποκρίνονται σε πραγματικές ανάγκες, θα στηρίζονται σε ερευνητικά δεδομένα (evidence-based), και φυσικά θα υπόκεινται σε ex ante και ex post εκτίμηση της επίδρασής τους και ανατροφοδότηση.

Ας αφήσουμε λοιπόν τις μεσαιωνικού τύπου κραυγές για το έγκλημα και την εγκληματικότητα κι ας διαμορφώσουμε τους όρους μιας σύγχρονης θυματοκεντρικής – αντεγκληματικής πολιτικής στη χώρα μέσα από ψύχραιμο, ορθό και επιστημονικό λόγο. Αυτή είναι η κατεύθυνση για το μέλλον.

 

Η κυρία Βασιλική Αρτινοπούλου είναι καθηγήτρια Εγκληματολογίας, Τμήμα Κοινωνιολογίας Παντείου Πανεπιστημίου, Director
of the EPLO International Institute on Crime & Criminal Justice, μέλος SPT, OHE.