Εθεωρείτο «αόρατος», καθώς υπάρχουν ελάχιστες φωτογραφίες του και αυτή η διακριτικότητα ή για πολλούς η μυστικοπάθειά του, είχε αναγάγει το πρόσωπό του στη σφαίρα του μυθικού. Εχουν να το λένε οι παλιοί δημοσιογράφοι για το πόσο ταλαιπωρούνταν να βρουν ένα πορτρέτο του για να εικονογραφήσουν άρθρα τους, καθώς ο Αλέκος Γουλανδρής (1927-2017) αποστρεφόταν τη δημοσιότητα.

Ηταν ίδιον των παλαιών συλλεκτών, όπως ο Γιώργος Εμπειρίκος, ο οποίος ζούσε επίσης μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας και είχε αρνηθεί επανειλημμένα προσκλήσεις κορυφαίων μουσείων που ζητούσαν να παρουσιάσουν μέρος της συλλογής του. Ο Αλέκος Γουλανδής, για παράδειγμα, γόνος μιας από τις σημαντικότερες εφοπλιστικές οικογένειες της Ελλάδας, τελευταίος επιβιώσας του ομίλου Ν. Ι. Γουλανδρή που ιδρύθηκε από τον ίδιο, τον δίδυμο αδελφό του, Λεωνίδα (1927-2009), και τον μεγαλύτερο αδελφό τους, Ιωάννη (1923-2011), διέθετε εκλεπτυσμένο γούστο, πάθος για τη ζωή και διορατικότητα, στοιχεία που τον κατέστησαν έναν ιδιαίτερα επιτυχημένο εφοπλιστή και έναν από τους πιο σημαντικούς συλλέκτες. Λίγα πράγματα ήταν γνωστά για αυτή τη συλλογή και ακόμα λιγότεροι οι άνθρωποι που την είχαν δει από κοντά, τηρώντας απόλυτη εχεμύθεια για το περιεχόμενό της.

Ωστόσο, η δημοσιότητα έβρισκε πάντα τον τρόπο της να παρεισφρέει απρόσκλητη στα πιο μεγάλα σαλόνια. Η συλλογή του Αλέκου Γουλανδρή έγινε ευρύτερα γνωστή παγκοσμίως όταν το 2014 πουλήθηκε ένα έργο της σε δημοπρασία των Sotheby’s. Ηταν ένα γλυπτό, «Το άρμα» (1950) του Αλμπέρτο Τζιακομέτι, ένα ιδιαίτερα σπάνιο έργο, το οποίο απέκτησε ο δισεκατομμυριούχος Στιβ Κόεν για το διόλου ευκαταφρόνητο ποσό των 100.000.000 δολαρίων μέσα από αυτό που χαρακτηρίστηκε ως «το deal της χρονιάς». Ο Αλέκος Γουλανδρής αγαπούσε την τέχνη των μεγάλων δημιουργών και είχε αγοράσει το συγκεκριμένο γλυπτό το 1972 για το ιλιγγιώδες για την εποχή ποσό των 372.000 δολαρίων, όπως είχε αποκαλύψει η εφημερίδα «The New York Post». Μάλιστα, όπως φέρεται να είχε πει, «μπορούσες να αγοράσεις ένα ρετιρέ στην 5η Λεωφόρο με πολύ λιγότερα χρήματα». Ο ίδιος, βέβαια, μπορούσε να τα έχει και τα δύο, καθώς έργα της συλλογής του κοσμούσαν τις κατοικίες του σε Αθήνα, Πόρτο Χέλι, Λονδίνο και Ελβετία. Η αγάπη του Αλέκου Γουλανδρή για την τέχνη διοχετεύθηκε και σε φιλανθρωπίες, με έμφαση στη γενέτειρά του την Ανδρο. Ο Αλέκος Γουλανδρής ήταν εκείνος που είχε ηγηθεί της πρωτοβουλίας να ανατεθεί στον γλύπτη Μιχαήλ Τόμπρο η δημιουργία ενός αγάλματος για τον αφανή ναύτη που είχε τοποθετηθεί το 1959 σε κεντρική πλατεία της Χώρας της Ανδρου. Στο ίδιο νησί χρηματοδότησε την ανακατασκευή του φάρου Τουρλίτη που είχε καταστραφεί την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (ολοκληρώθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’90).

Le Chariot

Μαζί με τα αδέλφια του είχαν δωρίσει το γλυπτό «Μνημείο Εμπορικής Ναυτιλίας», ένα έργο του γλύπτη Γιάννη Παππά, στην Ερμούπολη της Σύρου. Σε αυτό το νησί ο όμιλος Ν. Ι. Γουλανδρή είχε αγοράσει το «Νεώριον», το ιστορικό ναυπηγείο το οποίο γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη υπό τον επιχειρηματικό έλεγχο της οικογένειας. Για τον Αλέκο Γουλανδρή η επένδυση δεν είχε γίνει μόνο για οικονομικούς και επιχειρηματικούς λόγους αλλά και για συναισθηματικούς, κοινώς για τη διάσωση του ναυπηγείου και την τόνωση της απασχόλησης στα νησιά των Κυκλάδων. Οι ευεργεσίες του εκτείνονταν και εκτός των δύο αυτών νησιών. Ο Αλέκος Γουλανδρής είχε χρηματοδοτήσει τη σύσταση μιας νέας νομικής υπόθεσης για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα όπως και την ανακαίνιση του ιστορικού πλοίου «Γεώργιος Αβέρωφ».

Ο φιλότεχνος «λύκος» της Wall Street

Στον αντίποδα αυτού του συλλέκτη και ευεργέτη παλαιάς κοπής βρίσκεται ο άνθρωπος που απέκτησε το πολυπόθητο «Αρμα» του Τζιακομέτι. Αλλες εποχές, άλλα ήθη, άλλο και το υπόβαθρο του μεγαλοεπενδυτή Στιβ Κόεν (1956-), ο οποίος στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού, στην ανατολική όχθη των ΗΠΑ, έγινε ο «βασιλιάς των hedge funds», σύμφωνα με την εφημερίδα «The Wall Street Journal» το 2016, τίτλο που παρά τα σκάνδαλα και τις ατασθαλίες μάλλον διατηρεί, αν σκεφτεί κανείς ότι σύμφωνα με το περιοδικό «Forbes» η περιουσία του μέσα στο ’21 υπολογίζεται στα 16 δισ. δολάρια (τα έσοδά του για το 2020 έφτασαν στα 1,7 δισ. δολάρια).

Ο Στιβ Κόεν, λοιπόν, δεν υπήρξε ποτέ και τόσο φίλος με τη διακριτικότητα, ούτε κοπίασε να διατηρήσει ένα χαμηλό προφίλ. Δεν θα μπορούσε βέβαια, ακόμα και αν το ήθελε. Ιδρυτής εταιρείας αμοιβαίων κεφαλαίων αντιστάθμισης κινδύνου (hedge funds), εν προκειμένω της Point72 Asset Management, ή της πάλαι ποτέ SAC Capital Advisors, απασχόλησε τον Τύπο το 2013, όταν αποκαλύφθηκε ότι η εταιρεία του είχε εμπλακεί σε σκάνδαλα αθέμιτης χρήσης εμπιστευτικών πληροφοριών και είχε αναγκαστεί να πληρώσει ιλιγγιώδη ποσά ως αποζημίωση, συνολικού ύψους 1,8 δισ. δολαρίων. Το ίδιο συνέβη όταν έγινε ιδιοκτήτης των New York Mets (το 2012 απέκτησε το 8% της αμερικανικής ομάδας μπέιζμπολ για το ποσό των 20 εκατ. δολ., ενώ από τον περασμένο Νοέμβριο κατέχει το πλειοψηφικό πακέτο μετοχών). Ομως στην περίπτωση του Στιβ Κόεν η διακριτικότητα ή το χαμηλό προφίλ δεν ήταν ποτέ το ζητούμενο. Αλλη γενιά, άλλες και οι δυνατότητες και οι πειρασμοί της τεχνολογίας του ιδιαίτερα ενεργού στο Τwitter Κόεν, ο οποίος ωστόσο αναγκάστηκε πρόσφατα να κλείσει τον λογαριασμό του στο συγκεκριμένο κοινωνικό δίκτυο έπειτα από απειλές που δέχθηκε για την οικογένειά του. Oπως και να το δει κανείς, οι σπατάλες του δεν τον έχουν καταστήσει λαοφιλή, δεδομένου ότι είναι κραυγαλέες και γίνονται σε κοινή θέα. Πέρα από τα πανάκριβα ακίνητά του, όπως την έπαυλη των 3.300 τ.μ. στο Γκρίνουιτς του Κονέκτικατ όπου ζούσε μέχρι και ένα υπερμέγεθες γουρούνι με τατουάζ, έργο του βέλγου εικαστικού Βιμ Ντελβουαγέ, οι σπατάλες αφορούν κατά βάση την περίφημη συλλογή έργων τέχνης που έχει στην κατοχή του και κοστολογείται περί το 1 δισ. δολάρια. Εκτός από το περίφημο «Αρμα» του Τζιακομέτι, το οποίο πέρασε στην κατοχή του μετά τον Αλέκο Γουλανδρή, ο Κόεν είναι συνηθισμένος να δίνει δεκάδες εκατομμύρια δολάρια για να αποκτά τα έργα που επιθυμεί απ’ όταν ξεκίνησε να συλλέγει τέχνη το 2000.

Αρχής γενομένης από τους ιμπρεσιονιστές ζωγράφους όπως ο Μανέ και ο Μονέ, προτού δηλαδή περάσει στη σύγχρονη τέχνη και τον καρχαρία σε φορμαλδεΰδη του Ντάμιεν Χιρστ, το γνωστό και μη εξαιρετέο «The physical impossibility of death in the mind of someone living», το οποίο αγόρασε από τον Τσαρλς Σάατσι για 8 εκατ. δολ. Εξάλλου ο Κόεν είναι γνωστός για την «trophy art» που συλλέγει, κοινώς τα πιο γνωστά ή και διαβόητα έργα των πιο διάσημων καλλιτεχνών – αν και δεν λείπουν από τη συλλογή του και εικαστικοί, πάλαι ποτέ ανερχόμενοι, όπως ο Αμερικανός Ανταμ Πέντλετον. Στη συλλογή του Κόεν βρίσκεται, για παράδειγμα, «Το όνειρο» (1932) του Πάμπλο Πικάσο, μια προσωπογραφία της ερωμένης του, Μαρί-Τερέζ Βαλτέρ, η οποία είχε μάλιστα «βανδαλιστεί» από τον επίσης δισεκατομμυριούχο Στιβ Γουίν (βασιλιά των καζίνων και ιδιοκτήτη ξενοδοχείων στο Λας Βέγκας) όταν εκείνος είχε σκίσει κατά λάθος τον καμβά με τον αγκώνα του με μια απότομη κίνηση προσπαθώντας να δείξει τον πίνακα στους φίλους του. Δεν ήταν αμέλεια ή απροσεξία, ούτε βέβαια αλαζονική επίδειξη ισχύος, απλώς ο Γουίν έπασχε από μια ασθένεια των ματιών που τον είχε καταστήσει σχεδόν τυφλό. Ο Γουίν είχε αγοράσει τον (άθικτο) πίνακα το 1997 έναντι 48,4 εκατ. δολ. και τον πούλησε στον Κοέν για 155 εκατ. δολ. το 2012, έξι χρόνια μετά το ατύχημα, αφότου βεβαίως αποκαταστάθηκε από έμπειρους συντηρητές έργων τέχνης. Ο Κόεν είχε αποκτήσει κι άλλα έργα των Βαν Γκογκ και Μονέ από τη συλλογή του Γουίν ήδη από το 2005, διαθέτοντας 110 εκατ. δολ. Το όνομά του έκανε πάλι πρωτοσέλιδα όταν απέκτησε ένα «Κουνέλι» του Τζεφ Κουνς για 91 εκατ. δολ. το 2019, καθιστώντας το το πιο ακριβό έργο τέχνης που είχε πωληθεί από καλλιτέχνη εν ζωή έως τότε. Οπαδός των κλασικών όπως ο Λούτσιο Φοντάντα, ή ο Εντβαρντ Μουνκ, ο Κόεν απέκτησε και το πιο ακριβό γλυπτό στον κόσμο, άλλο ένα έργο του Τζιακομέτι, συγκεκριμένα τον «Ανδρα που δείχνει» (1947), που πουλήθηκε για το ποσό-ρεκόρ των 141 εκατ. δολ. το 2015.

Οσον αφορά στις αγαθοεργίες του, τις οποίες πραγματοποιεί μέσα από το Steven & Alexandra Cohen Foundation, περιλαμβάνουν την προσφορά μεγάλων χρηματικών ποσών για ερευνητικά προγράμματα που αφορούν την υγεία ή και την εκπαίδευση, αλλά βεβαίως και τον πολιτισμό. Για παράδειγμα, το Ιδρυμα των Κόεν έδωσε τα 50 από τα 400 εκατομμύρια δολάρια που απαιτήθηκαν για την επέκταση του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης. Δηλαδή για το γνωστό MoMA, όπου έχουν επιπλέον δωρίσει και πίνακες των Μάρτιν Κίπενμπεργκερ, Εντ Ρούσα, όπως και ένα γλυπτό του Σάι Τουόμπλι.