«Ο Μπάμπης πίστεψε ότι έκανε το τέλειο έγκλημα, σκηνοθετώντας ληστεία με αριστοτεχνικό τρόπο κι επιχειρώντας μάλιστα να μιμηθεί πραγματική έφοδο κακοποιών, πριν από τρία χρόνια, σε κατοικία συναδέλφου του στο Αλεποχώρι, προκειμένου να γίνει πειστικός. Σε ένα πρωτοφανές για τα ελληνικά εγκληματολογικά χρονικά πολυήμερο ρεσιτάλ υποκρισίας και δημόσιων παραπλανητικών δηλώσεων. Ομως προδόθηκε από ορισμένα μικρολάθη με κάμερες, κινητά τηλέφωνα και το βιομετρικό ρολόι που δεν ήξερε ότι μπορούσαν να εντοπισθούν από τα εγκληματολογικά Εργαστήρια της ΕΛ.ΑΣ. Οπως και από την περίεργη συμπεριφορά του όπου μέσω SMS και σελίδων κοινωνικής δικτύωσης μιλούσε επί παντός επιστητού σαν να μην είχε συμβεί οτιδήποτε. Σαν σχολιαστής και κριτικός τηλεοπτικών εκπομπών, όταν διατυπώνονταν ερωτηματικά για τον θάνατο της συζύγου του. Μας είχε προβληματίσει το γεγονός ότι δήλωνε διαρκώς… ψευτοεμπιστοσύνη στις έρευνες των αστυνομικών και μιλούσε ανοικτά για την περιγραφή του «δράστη» χωρίς, υποτίθεται, να φοβάται. Ακόμη και σε δηλώσεις του σε ΜΜΕ την επομένη της δολοφονίας, ειδικοί εντόπισαν ίχνη… ψευτοθλίψης. Ο,τι έλεγε για ενόπλους που εφόρμησαν στο σπίτι του, για ασημένια όπλα, για κακοποιήσεις της συζύγου του ήταν ένα πελώριο τίποτα, ενώ φαίνεται ότι δέθηκε… πονηρά μόνος του. Σε τουλάχιστον 20 σημεία διατυπώνονταν ερωτηματικά για όσα έλεγε και κυρίως για την τάχα λιποθυμία του για ώρες. Κάτι που αν ίσχυε θα έπρεπε, σύμφωνα με γιατρούς, να είχε οδηγήσει στον θάνατό του! Ολες οι έρευνές μας για 40 παρεμφερείς ληστείες σε σπίτια, για περίπου 120 υπόπτους κακοποιούς, αποδεικνύονταν σταδιακά ότι δεν είχαν οποιοδήποτε αντίκρισμα και οι υποτιθέμενοι ληστές της μεζονέτας στα Γλυκά Νερά είχαν αποδειχθεί… αόρατοι και τελικώς ανύπαρκτοι. Το έγκλημα που φαίνεται να ήταν προσχεδιασμένο έγινε λόγω των συνεχών προστριβών με την 20χρονη σύζυγό του που πιθανόν διαμαρτυρόταν για τη συμπεριφορά τη δική του και των οικείων του και φαίνεται ότι είχε αποφασίσει να φύγει από το σπίτι. Σε μία μοιραία, όπως αποδείχθηκε, κίνηση».

Σε αυτή την αναφορά προχώρησε μιλώντας προς «Το Βήμα της Κυριακής» υπηρεσιακός παράγοντας της λεωφόρου Κατεχάκη, σχετικά με τη διαλεύκανση του πρωτοφανούς εγκλήματος στα Γλυκά Νερά με θύμα την 20χρονη Καρολάιν που προκάλεσε σοκ στην ελληνική αλλά και τη διεθνή κοινή γνώμη. Με μια εντυπωσιακή όσο και απίστευτη ανατροπή, αφού οι αρχικές βεβαιότητες για ληστεία από αδίστακτους δράστες εξελίχθηκαν σε ένα πρωτοφανές έγκλημα πάθους.

 

Η σκηνοθεσία που ξεγέλασε την ΕΛ.ΑΣ.

Σε μία εξιχνίαση που επιβεβαιώνει με τον πιο εμφατικό τρόπο τα ερωτήματα και τις αποκαλύψεις του «Βήματος» για το παρασκήνιο της εγκληματικής επίθεσης, πέρα από τις διαρροές και τις εκδοχές που παρουσιάζονταν. Με δράστη όχι κάποιον αδίστακτο ληστή-μέλος συμμορίας που προχωρούσε σε ληστρικές επιδρομές σε σπίτια, όπως είχε εκτιμηθεί αρχικά και είχε οδηγήσει σε επικήρυξη των δραστών. Οι πολυσυζητημένοι «ληστές» των Γλυκών Νερών που τάχα σκιαγραφούσε ή συνελάμβανε η ΕΛ.ΑΣ. από «στιγμή σε στιγμή» ήταν μια ουτοπία. Κι αυτό γιατί στην πραγματικότητα υπήρχαν μόνο ορισμένες ενδείξεις και ασαφή συγκριτικά στοιχεία με άλλες ληστείες στο Χαλάνδρι, στο Κορωπί, στην Παλλήνη και αλλού που δεν οδηγούσαν σε οποιοδήποτε αξιοποιήσιμο στοιχείο. Ακόμη και οι έρευνες για τον «τσιλιαδόρο» ή τον «πληροφοριoδότη» των ληστών που υποτίθεται ότι βοήθησαν τους κατά φαντασίαν «μπουκαδόρους» αποδεικνύονταν όσο περνούσαν οι ημέρες ότι ήταν… κυνήγι μαγισσών και αναζήτηση ατόμων που απλώς δεν υφίσταντο.

Δολοφόνος της Καρολάιν αναδείχθηκε από τα στοιχεία της ΕΛ.ΑΣ. ότι ήταν ο ίδιος ο σύζυγός της, Μπάμπης Αναγνωστόπουλος, που φαίνεται να είχε προχωρήσει σε μεθοδικές κινήσεις εξαΰλωσης των ιχνών της αποτρόπαιας ενέργειάς του, δημιουργώντας εντυπωσιακό σκηνικό «ληστείας» που αρχικά είχε παραπλανήσει και έμπειρους αξιωματικούς της Ασφάλειας Αττικής. Οι οποίοι με τη σειρά τους είχαν προχωρήσει σε εκτεταμένη έρευνα σε αποφυλακιστήρια κακοποιών, στα δεδομένα δεκάδων ληστειών. Αναμένοντας αγωνιωδώς τα πορίσματα των Εγκληματολογικών Εργαστηρίων προκειμένου να εντοπίσουν «σαφή ίχνη της εισβολής των κακοποιών». Ομως τα αποτελέσματα ήταν αποθαρρυντικά αφού δεν βρέθηκε ούτε ίχνος DNA, αποτυπωμάτων από βάσεις με εκατοντάδες χιλιάδες σεσημασμένους. Ακόμη, από τις κάμερες σε ακτίνα πολλών χιλιομέτρων δεν αναδεικνυόταν οτιδήποτε από το αναζητούμενο «όχημα διαφυγής δραστών» που αποδείχθηκε και αυτό ότι πολύ απλά δεν υπήρχε! Ο,τι είχε αναφερθεί για αυτοκίνητα των κακοποιών που φαίνονταν σε βίντεο περιφερειακών καμερών ασφαλείας δεν είχαν καμιά σχέση με την πραγματικότητα και είχαν ήδη ερευνηθεί από την ΕΛ.ΑΣ. χωρίς να αναδειχθεί οτιδήποτε. Το ίδιο είχε συμβεί και με τις αναλύσεις τηλεφωνικών κλήσεων στην ευρύτερη περιοχή που σημειώθηκε η δολοφονική επίθεση, όπου και πάλι δεν εντοπίσθηκε κανένα από τα επιχειρησιακά κινητά μίας χρήσης που συνήθως ενεργοποιούν οι κακοποιοί. Μία πλήρης ανυπαρξία στοιχείων που ουδέποτε είχε υπάρξει σε τέτοιου είδους εγκληματική ενέργεια. Κι έτσι όσο περνούσε ο καιρός άρχισαν να στρέφουν το ενδιαφέρον τους στον 32χρονο πιλότο για τον οποίο είχαν αρχικά ορισμένες υπόνοιες οι οποίες μετά… ξεχάστηκαν!

Τσακωμοί και βιαιότητα

Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν είχε καταθέσει η σύμβουλος του ζευγαριού Ελένη Μυλωνοπούλου (αμφισβητήθηκαν τα πτυχία της ως ψυχολόγου) λίγες ώρες μετά τον θάνατο της Καρολάιν φέρεται να είχε ρωτηθεί από τους αστυνομικούς του Τμήματος Εγκλημάτων Κατά Ζωής «αν πίστευε ότι μπορεί να είχε σκοτώσει την 20χρονη ο άνδρας της». Εκείνη δεν είχε δώσει σαφή απάντηση, όμως είχε επισημάνει ότι στις 10 περίπου συναντήσεις με την Καρολάιν και τον 32χρονο πιλότο είχε διαπιστώσει ότι υπήρχαν προστριβές λόγω προβλημάτων στην εγκυμοσύνη της, όπως και λόγω του γεγονότος ότι το άτυχο κορίτσι αμφισβητούσε τις οικονομικές δυνατότητες του συζύγου της και του οικογενειακού περιβάλλοντός του. Επιπλέον, φαίνεται να είχε εκδηλώσει την πρόθεσή της να φύγει από το σπίτι που διέμενε στα Γλυκά Νερά, κάτι που προκάλεσε την οργή του συζύγου της που την έπνιξε χωρίς δισταγμό.

Σημειώνεται ότι η Καρολάιν και ο σύζυγός της είχαν λίγες κοινωνικές επαφές και ελάχιστοι γνώριζαν τι συνέβαινε ανάμεσά τους. Με αστυνομικούς να αναφέρουν ότι είχαν συχνούς τσακωμούς και υπάρχουν αναφορές ότι ο 32χρονος είχε φθάσει στο σημείο να χτυπήσει την Καρολάιν. Επιπλέον, οι δέκα περίπου συναντήσεις τους με την κυρία Μυλωνοπούλου είχαν πραγματοποιηθεί μεταξύ Οκτωβρίου και Ιανουαρίου και από τότε ουδείς γνώριζε τι διενέξεις υπήρχαν μεταξύ της 20χρονης και του συζύγου της που φαίνεται να είχαν ενταθεί το τελευταίο χρονικό διάστημα. Με την ίδια τη σύμβουλο του ζευγαριού να δηλώνει προ μερικών ωρών στο «Βήμα» ότι «δεν μπορώ να πιστέψω ότι ο Μπάμπης μπορεί να σκότωσε την Καρολάιν…».

Τι λοιπόν είχε συμβεί;

Οι απαντήσεις που τον πρόδωσαν

Ο 32χρονος πιλότος έπνιξε την 20χρονη σύζυγό του στο κρεβάτι της και αργότερα προχώρησε σε τεχνητή αναστάτωση στο σπίτι που παραπλάνησε τους αστυνομικούς, για πολλές ημέρες. Αφού έδωσε πλήρη περιγραφή των δραστών κατά το… δοκούν (με όπλα, κουκούλες), ανέφερε ότι τους είχε πει από την αρχή πού ήταν τα 10.000 ευρώ (σε ένα κουτί MONOPOLY που βρισκόταν στην κάτω πλευρά μιας στοίβας με βιβλία και παιγνίδια σε μια βιβλιοθήκη). Επιπλέον είπε ότι έπνιξαν την Καρολάιν γιατί φώναζε και αντιδρούσε. Καθώς και ότι ο ίδιος λιποθύμησε λόγω του δεσίματος στο πρόσωπο με κολλητική ταινία (την οποία παρεμπιπτόντως οι… ληστές δεν την είχαν φέρει μαζί τους αλλά την έψαχναν στα συρτάρια του σπιτιού!) για πολλή ώρα. Συμπληρώνοντας ότι κάλεσε το «100» με κλήσεις με τη μύτη, όπως και ότι αντελήφθη ότι η σύζυγός του ήταν νεκρή όταν κατέφθασε η αστυνομία και τον έλυσε.

Ομως τότε άρχισαν να διατυπώνονται πιεστικά ερωτήματα:

Γιατί οι δράστες μετακίνησαν με εξαιρετική προσοχή μόνο το κουτί της Μονόπολης χωρίς να σκορπίσουν γύρω κανένα άλλο αντικείμενο, όπως συμβαίνει συνήθως σε άλλες ληστρικές επιθέσεις, διαρρήξεις; Οπως φαίνεται αυτό συνέβη γιατί ο πιλότος ήθελε να καταδείξει και να επιδείξει στους αστυνομικούς ότι αυτό είχε υποδείξει από την αρχή, ενώ σε περίπτωση αναστάτωσης κάτι τέτοιο θα ήταν ασαφές. Ακόμη ερώτημα ήταν πώς μπορεί να έμεινε λιπόθυμος για τόση ώρα, δηλαδή από τις 4.30 π.μ. που φαίνεται να εισέβαλαν οι ληστές μέχρι τις 6 π.μ. που κατέφθασε η ΕΛ.ΑΣ.; Ιατροδικαστές αλλά και ειδικοί που απευθύνθηκε «Το Βήμα» επεσήμαναν ότι κάτι τέτοιο ήταν… παράλογο.

Οπως μας είπε ο κ. Αρης Πρωτοψάλτης, που είναι ιδρυτικό μέλος της Ελληνικής Ενωσης Απνεϊστών 1998, αυτοδύτης, εκπαιδευτής εκπαιδευτών ελεύθερης κατάδυσης, «είναι δεδομένο από την εμπειρία των δυτών ότι λόγω απόφραξης των αεροφόρων οδών ο θάνατος θα είχε επέλθει σε περίπου 5-7 λεπτά, ίσως και λιγότερο».

Ακόμη ερώτημα ήταν γιατί δεν αντελήφθη ότι η σύζυγός του ήταν νεκρή αφού βρισκόταν σε απόσταση λίγων εκατοστών από το άψυχο σώμα της. Με τα ερωτήματα να πολλαπλασιάζονται. Οπως γιατί δεν φαίνεται να υπήρχαν σημάδια πάλης στο σώμα ή ίχνη γενετικού υλικού στα νύχια της άτυχης κοπέλας στην προσπάθεια των δραστών να την ακινητοποιήσουν επειδή φώναζε και αντιστεκόταν, όπως περιγράφεται από τον 32χρονο σύζυγό της; Επιπλέον, γιατί πίεζαν το κεφάλι της, σύμφωνα με εκτιμήσεις ιατροδικαστών, για περίπου τέσσερα – πέντε λεπτά ώστε να τη σκοτώσουν, ενώ με ένα έως δύο λεπτά πίεσης θα λιποθυμούσε και δεν θα μπορούσε να αντιδράσει; Ακόμη γιατί οι δράστες δεν πήραν μαζί τους ή δεν κατέστρεψαν τα κινητά τηλέφωνα του ζευγαριού;

Αναλύοντας τη «γλώσσα του σώματος»

Λίγες ώρες μετά τον φόνο ο 32χρονος πιλότος εμφανίστηκε ενώπιον τηλεοπτικών εκπομπών όπου αναφέρθηκε με εντυπωσιακή ψυχραιμία για το δραματικό συμβάν, κάτι που προκάλεσε αντίδραση στην ευρύτερη κοινή γνώμη.

Μετά την εν λόγω εμφάνισή του «Το Βήμα της Κυριακής» απευθύνθηκε (κι ενώ οι έρευνες για τους ληστές εισβολείς ήταν σε πλήρη εξέλιξη) σε ειδικούς στην Ελλάδα και στο εξωτερικό για την ανάγνωση της γλώσσας του σώματος και την ανίχνευση του ψεύδους, προκειμένου να αναλύσουν το εν λόγω βίντεο.

Οι ειδικοί αυτοί υπογράμμισαν ότι «υπήρχε σαφής απουσία βασικών αναμενόμενων συναισθημάτων, όπως λύπης και θυμού, από το πρόσωπο και εν γένει από τις κινήσεις του. Η εμφάνιση του συναισθήματος βαθιάς λύπης ήταν ασφαλώς αναμενόμενη μετά από μια τέτοια εμπειρία. Το συναίσθημα του θυμού, επίσης, θα ήταν αναμενόμενο να εμφανιζόταν κάθε φορά που γίνονταν ερωτήσεις για τους δράστες. Συνεχίζοντας, δεν πρέπει να παραλείψουμε προβληματικές λεκτικές αναφορές, π.χ. «όταν ήρθαν οι αστυνόμοι…», η φροντίδα προς τη γάτα λίγες ώρες μετά το συμβάν, τα εγκώμια προς τους αστυνομικούς «που δουλεύουν μέρα-νύχτα», καθώς και συναισθήματα τα οποία παρουσιάστηκαν στις μικροεκφράσεις του προσώπου του στιγμές που δεν θα έπρεπε να υπάρχουν (π.χ. φόβος όταν αναφερόταν στο ότι οι δράστες θα συλληφθούν)».Τις επόμενες ημέρες μετά τον φόνο ο 32χρονος πιλότος προχωρούσε σε αναρτήσεις σε σελίδες κοινωνικής δικτύωσης σαν να μην έχει συμβεί οτιδήποτε και απαντούσε σε ερωτήματα που έχουν διατυπωθεί για τα «κενά» εκείνης της νύχτας. Παράλληλα διαπιστώθηκε ότι είχε προχωρήσει σε περιγραφή των ανύπαρκτων ληστών, με βάση παρόμοια που είχε δώσει ένας συνάδελφός του εκπαιδευτής πιλότων ελικοπτέρων στα Μέγαρα που είχε πέσει θύμα ληστών, στο σπίτι του στο Αλεποχώρι τον Ιούλιο του 2018. Τότε όμως οι κακοποιοί είχαν εντελώς διαφορετικό τρόπο δράσης. Υποδεικνύοντας συνέχεια στην ΕΛ.ΑΣ. να ψάξει ξανά τη ληστεία στο Αλεποχώρι, επιχειρώντας να δημιουργήσει ένα «φανταστικό κακέκτυπο».