Απολαυστικό ως ανάγνωσμα, το μυθιστόρημα του Καντέν Λαφέ «Το οχυρό» (εκδ. Πόλις) πραγματεύεται ευφυώς και με χιούμορ τα (κωμικοτραγικά ενίοτε) ηθικά διλήμματα με τα οποία έρχονται αντιμέτωποι όσοι αποκτούν πολιτική εξουσία. Ο γεννημένος στη Λυών το 1989 συγγραφέας δεν χρειάστηκε να επιστρατεύσει τη φαντασία του μονάχα για να γράψει αυτό το βιβλίο, καθώς έχει υπάρξει έμπιστος συνεργάτης του Εμανουέλ Μακρόν – από τότε που ο τωρινός πρόεδρος της Γαλλίας ήταν υπουργός Οικονομικών -, διατελώντας μάλιστα λογογράφος του και υπεύθυνος της ομάδας εμπειρογνωμόνων του κατά τη διάρκεια της εκστρατείας για τη διεκδίκηση του ανώτατου αξιώματος της χώρας. Ο Λαφέ εργάστηκε εν συνεχεία και στο Προεδρικό Μέγαρο, για σύντομο χρονικό διάστημα ωστόσο, διότι παραιτήθηκε διαφωνώντας με τη δεξιά στροφή της πολιτικής Μακρόν. Τους λόγους της απογοήτευσής του τους περιγράφει εκτενέστερα στη συνέντευξη που ακολουθεί, όπου μιλάει επίσης για τους ακούραστους ιδεαλιστές, για την Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Ενωση και για την αξία των προσωπικών δεδομένων.

 

Εχετε περάσει από τον στίβο της πολιτικής. Φοβόσασταν όταν γράφατε το «Οχυρό» ότι οι αναγνώστες θα προσπαθούσαν να καταλάβουν αν αναφερόταν σε πραγµατικά πρόσωπα;

«Ναι, ανησυχούσα ότι ίσως κάποιοι θα ήθελαν να βρουν σε αυτές τις σελίδες ένα roman à clef. Ηθελα να κάνω λογοτεχνία, όχι πολιτική, παρόλο που σκόπευα παράλληλα να αφηγηθώ κάποια πράγματα σχετικά με την πολιτική, την οποία γνώριζα λίγο και η οποία μου άρεσε πάρα πολύ. Γι’ αυτό ήμουν προσεκτικός ώστε να δημιουργήσω χαρακτήρες που δεν είχαν καμία σχέση με πρόσωπα που κινούνται ήδη στον γαλλικό πολιτικό χώρο. Ωστόσο, όλοι αυτοί οι χαρακτήρες – ο καθηγητής οικονομικών, η πρώην σύντροφός του, η νέα του σύμβουλος – είναι πολύ ρεαλιστικοί. Νομίζω ότι η διαδρομή που κάνουν, οι δισταγμοί, τα προβλήματά τους, τα συναισθήματά τους, λένε πολλά για το πώς είναι να εμπλέκεται κανείς στην πολιτική σήμερα. Πολύ καλύτερα από ό,τι αν επρόκειτο για πραγματικούς χαρακτήρες».

 

Περιγράφετε πολύ ξεκάθαρα πώς µερικοί άνθρωποι έχουν ταλέντο στο να δίνουν µάχες κερδισµένες εκ των προτέρων. Θα µας αναλύσετε αυτή την ιδέα;

«Πρόκειται για το λιγότερο ευγενές κομμάτι της πολιτικής: η εμπλοκή σε μια μάχη που γνωρίζεις εκ των προτέρων ότι θα κερδηθεί. Μια μάχη χωρίς ρίσκο είναι ηθική ήττα. Συχνά δε είναι οπορτουνισμός, αριβισμός… όλα αυτά που μισούν οι ψηφοφόροι και προκαλούν δυσαρέσκεια απέναντι στην πολιτική. Ωστόσο, είμαι πεπεισμένος ότι πρέπει να αποκαταστήσουμε την ένδοξη φήμη της πολιτικής. Επειδή μας φέρνει κοντά, αλλά και διότι από αυτή εξαρτάται το μέλλον μας. Για να συμβεί αυτό, ωστόσο, χρειάζονται άνθρωποι που είναι πρόθυμοι να δώσουν δύσκολες, ριψοκίνδυνες μάχες, χαμένες ίσως εκ των προτέρων. Μάχες με αυτοσκοπό».

 

Υπογράµµισα µια φράση στο βιβλίο σας: «Δεν είµαστε ποτέ τίποτα άλλο παρά η ιστορία που αφηγούµαστε στον εαυτό µας».

«Ενας από τους χαρακτήρες μου το λέει αυτό, είναι αλήθεια. Τυχαίνει να το σκέφτομαι. Είναι αναγκαίο να πεις στον εαυτό σου ότι είσαι συγγραφέας για να γίνεις συγγραφέας. Δηλαδή, πρέπει να πειστείς, να πιστέψεις στο δικό σου αφήγημα, να τολμήσεις να γράψεις, να τολμήσεις να ολοκληρώσεις ένα βιβλίο, να το εκδώσεις και να το υπερασπιστείς. Μερικές φορές πρέπει να πεις στον εαυτό σου κάποιες ιστορίες προκειμένου να αρχίσεις να γίνεσαι αυτός που πραγματικά είσαι».

 

Είναι προφανές ότι αντλήσατε έµπνευση από το Brexit. Η Ελλάδα, ωστόσο, παραλίγο να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ενωση το 2015. Είχατε καθόλου κατά νου την ελληνική περιπέτεια;

«Σε πολύ προσωπικό επίπεδο, με επηρέασε πολύ πιο έντονα ο κίνδυνος του Grexit παρά το ίδιο το Brexit. Πρώτον, επειδή θεωρώ ότι η Ελλάδα είναι βαθιά ευρωπαϊκή, μία από τις σημαντικότερες πηγές – πολιτιστική, πολιτική, γλωσσική – αυτού που καταφέραμε να οικοδομήσουμε. Η Ευρώπη χωρίς την Ελλάδα θα ήταν ένα άψυχο σώμα. Δεν συμβαίνει το ίδιο με τη Βρετανία, μια χώρα παγιδευμένη μεταξύ των δύο πλευρών του Ατλαντικού, η οποία είχε πάντα μια πιο περίπλοκη και ύποπτη σχέση με την Ευρώπη. Στην πραγματικότητα, το «Frexit» που περιγράφω στο μυθιστόρημα βασίζεται περισσότερο σε ένα πιθανό Grexit παρά στο Brexit. Στο βιβλίο μου, είναι οι ελίτ που θα ήθελαν να αναγκάσουν τη Γαλλία να αποσυρθεί από την ΕΕ. Οπως είχε συμβεί και στην περίπτωση της Ελλάδας. Και σε αντίθεση με το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου το αίτημα για αποχώρηση ήταν λαϊκό».

 

Μια ηρωίδα του «Οχυρού» αγκαλιάζει κάθε αγώνα που της φαίνεται ευγενών προθέσεων. Συναντήσατε τέτοιους ροµαντικούς ιδεολόγους στη δική σας σύντοµη πορεία στην πολιτική;

«Η πολιτική είναι γεμάτη ιδεαλιστές και το γεγονός αυτό ήταν που με εντυπωσίασε και μου κέντρισε πιο πολύ το ενδιαφέρον τα έξι χρόνια που πέρασα στο σύμπαν των κέντρων της εξουσίας. Συνάντησα πολύ λιγότερους οπορτουνιστές και κυνικούς
– ανθρώπους με κινητήριο δύναμη τον πόθο για φιλοδοξία – απ’ όσο περίμενα. Στη Γαλλία, στα υπουργεία και στην ανώτερη δημόσια διοίκηση, βρήκα ιδιαίτερα αξιόλογους ανθρώπους. Ανθρώπους που καθοδηγούνταν από την επιθυμία να υπηρετήσουν το κοινό καλό συμφέρον και τις ιδέες στις οποίες πίστευαν».

 

Συνεργαστήκατε στενά µε τον Εµανουέλ Μακρόν. Πώς κρίνετε την προεδρία του;

«Είμαι απογοητευμένος. Η υπόσχεση του Εμανουέλ Μακρόν κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας τού 2017 ήταν υπόσχεση επίτευξης ισορροπίας. Ηθελε – και τον πίστευα – να αξιοποιήσει τις καλές προθέσεις, από αριστερά και από δεξιά, και να προσπαθήσει να ξεπεράσει τις παλιές διαιρέσεις, προκειμένου να προοδεύσει η χώρα. Σήμερα, εφαρμόζει ουσιαστικά μια δεξιά πολιτική, πολύ σκληρή, ιδίως σε θέματα ασφάλειας, μετανάστευσης, καταστολής, θρησκείας και κουλτούρας. Δεν προέρχομαι, πολιτικά, από αυτόν τον χώρο σκέψης. Δεν πιστεύω σε αυτές τις ιδέες».

 

Εχετε πέσει θύµα υποκλοπής προσωπικών δεδοµένων. Το µυθιστόρηµα που γράψατε µετά το «Οχυρό» µιλάει για αυτή την εµπειρία. Τι θα θέλατε να γίνει όσον αφορά τα personal data µας;

«Με χάκαραν κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας για την προεδρία της Γαλλίας το 2017, τρεις ημέρες πριν από τον δεύτερο γύρο των εκλογών. Ρώσοι εισέβαλαν στον υπολογιστή μου – και στους υπολογιστές τεσσάρων ακόμη μελών της ομάδας της καμπάνιας – και ανήρτησαν όλα τα e-mail μου, πάνω από 25.000, στο Διαδίκτυο. Αυτά τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου δεν έκρυβαν κάποιο φοβερό μυστικό: δεν είχα σκοτώσει κανέναν, δεν έκρυβα χρήματα στην Ελβετία, δεν εκπορνευόμουν, ούτε ήμουν άρρωστος. Δεν έχει όμως καμία σημασία, διότι αυτά τα μηνύματα ήταν δικά μου, μιλούσαν για την προσωπική μου ζωή, για ό,τι μου ήταν οικείο, τη σχέση μου με τους γονείς μου, την κοπέλα μου, τους φίλους μου. Τίποτα δεν ήταν ενδιαφέρον. Αλλά όλα ήταν απαραίτητα. Αυτό προσπαθώ να πω στο τελευταίο μου μυθιστόρημα, με τίτλο «L’intrusion»: Παρόλο που πιστεύουμε ότι τα προσωπικά μας δεδομένα δεν περιέχουν τίποτα, στην πραγματικότητα μας περιέχουν στην ολότητά μας. Εξ ου και είναι απολύτως απαραίτητο να τα προστατεύσουμε».

 

Τι κάνατε όσο διήρκεσε το lockdown; Τι πιστεύετε για την πανδηµία;

«Ημουν αρκετά τυχερός, διότι είχα τη δυνατότητα να περάσω χρόνο στη γαλλική ύπαιθρο. Το καλύτερο μέρος για να γράψει κανείς, μακριά από τους πειρασμούς του Παρισιού και τον φρενήρη ρυθμό ζωής του. Αυτό το διάστημα ασχολούμαι με σενάρια για ταινίες και σειρές. Η πανδημία, φυσικά, με αναστάτωσε βαθιά. Είναι η πρώτη φορά που η γενιά μου – είμαι 31 ετών –
βίωσε μια τέτοια παγκόσμια εμπειρία, η πρώτη φορά που οι χώρες μας, τα κράτη μας, αντιμετώπισαν την ίδια πρόκληση. Πρόκειται για μια εξαιρετικά οδυνηρή στιγμή, για όλους μας, αλλά ειδικά για τους ασθενείς και τις οικογένειες των θυμάτων. Αλλά είναι επίσης μια πρώτης τάξεως αφορμή για να δούμε ποια συστήματα λειτουργούν, ποια είναι τα πιο ανθεκτικά, ποια μπορούν να προσαρμόζονται και να βρίσκουν αποτελεσματικές και γρήγορες λύσεις σε προβλήματα… τα οποία σύντομα θα εμφανιστούν ξανά».

 

Εχετε ξεκινήσει να γράφετε το επόµενο µυθιστόρηµά σας;

«Ναι, βεβαίως. Κάνω προσπάθειες, δοκιμές. Ψάχνω, όπως πάντα. Αλλά το επόμενο πόνημά μου θα πρέπει κατά πάσα πιθανότητα να αφορά και πάλι την εμπλοκή στα πολιτικά δρώμενα. Και να εκτυλίσσεται στο Χονγκ Κονγκ, όπου ταξίδεψα πρόσφατα για να ακολουθήσω μια ομάδα διαδηλωτών».