Αυτό είναι, κατά την κοινοτοπία, ένα «παλιό» βιβλίο, αφού κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1976. Είναι όμως κι ένα έργο κλασικό, δηλαδή διαχρονικό, που σημαίνει πως η επικαιρότητά του είναι διαρκής – αυτονόητο βεβαίως για έναν κορυφαίο ιστορικό όπως ο Μακ Νιλ, ισάξιο λόγου χάρη εκείνων του Τόινμπι (μαθητής του οποίου υπήρξε, αν και αντίποδάς του) ή του Χόμπσμπαουμ. Η πανδημία που έχει προκαλέσει ο κορωνοϊός το καθιστά ακόμα πιο επίκαιρο.

Ενα πρωτοποριακό βιβλίο

William H. MacNeill

Λαοί και επιδημίες

Μετάφραση Γιάννης Βογιατζής, προλογικό σημείωμα Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου.

Εκδόσεις Παπαδόπουλος, 2021, σελ. 344, τιμή 25 ευρώ

Κλεισμένοι στα σπίτια μας και παρακολουθώντας τα όσα λέγονται (αντιφατικά πολλές φορές) σχετικά με την πανδημία κινδυνεύουμε να περιέλθουμε σε μια κατάσταση «μερικής παραφροσύνης», όπως έλεγε στη δεκαετία του 1960 ο Νόρμαν Μέιλερ αναφερόμενος στην κίτρινη δημοσιογραφία. Αλλά ο Μακ Νιλ μας παρουσιάζει τη μεγάλη εικόνα. Ανατρέχοντας δηλαδή στο παρελθόν είναι σαν να μας μιλάει για το παρόν.

Κι ενώ το βιβλίο του ανταποκρίνεται στις ακαδημαϊκές απαιτήσεις, διαβάζεται εύκολα και με μεγάλο ενδιαφέρον από τον μέσο αναγνώστη. Το σκεπτικό του Μακ Νιλ ήταν ριζοσπαστικό για την εποχή του, παραμένοντας το ίδιο και σήμερα: οι επιδημίες αποτελούν κινητήρια δύναμη της Ιστορίας. Αλλάζουν τον κόσμο όχι μόνο γιατί υπήρξαν από τις βασικές αιτίες για την ανάπτυξη της Ιατρικής αλλά και επειδή διευρύνουν το πεδίο της γνώσης παράγοντας κάθε φορά μια διαφορετική ευαισθησία – όχι ως προς το είδος αλλά ως προς το ποιόν. (Γι’ αυτό και σήμερα λέμε πως ο κόσμος θα είναι πολύ διαφορετικός στη μετά τον κορωνοϊό εποχή.)

Από την προϊστορία στην Ιστορία

Ξεκινώντας από την προϊστορία και διατρέχοντας κατόπιν τους ιστορικούς χρόνους ο Μακ Νιλ εξηγεί πώς οι επιδημίες άλλαξαν τον κόσμο. Διότι η εμφάνιση και η εξάπλωσή τους δεν οφείλονταν μόνο στη μεταδοτικότητά τους αλλά και, κυρίως, στις επεμβάσεις του ανθρώπινου παράγοντα. Το βιβλίο του ήταν ριζοσπαστικό γιατί ως τότε τα ζητήματα των επιδημιών και των ασθενειών δεν απασχολούσαν τους ιστορικούς αλλά μόνο την Ιατρική και τη Στατιστική. Ο Μακ Νιλ, αποδεικνύοντας ότι ο ρόλος των επιδημιών είναι κρίσιμος για την ανθρώπινη ζωή, την εξέλιξη και τον πολιτισμό, τις ενέταξε στην ιστορική έρευνα. Γι’ αυτό και πολύ χαρακτηριστικά η Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου γράφει στον πρόλογό της πως «εσφαλμένα η πανδημία της COVID-19 θεωρείται αποκλειστικά υγειονομικό γεγονός. Είναι ταυτόχρονα και πολιτικό και κοινωνικό».

Επιστρέφοντας στον Μακ Νιλ διαβάζουμε ποιος ήταν ο κόσμος τον 14ο αιώνα, όταν θέριζε η πανούκλα που εξόντωσε το ένα τρίτο της Ευρώπης. Επρεπε να περάσουν έξι αιώνες σχεδόν για να την εξαλείψουν οριστικά τα αντιβιοτικά. Κι αυτό είναι μόνο ένα από τα πλήθος παραδείγματα όπου οι επιδημίες άλλαξαν τις γεωπολιτικές συνθήκες, τη συμπεριφορά, ακόμα και τα γεωγραφικά όρια. Ετσι κατέρρευσε, για παράδειγμα, η αυτοκρατορία των Μογγόλων, έτσι οι κονκισταδόρες μετέφεραν την ευλογιά στον Νέο Κόσμο, όπου προηγουμένως ήταν άγνωστη.

Ο Γουίλιαμ Μακ Νιλ, αποδεικνύοντας ότι ο ρόλος των επιδημιών είναι κρίσιμος για την ανθρώπινη ζωή, την εξέλιξη και τον πολιτισμό, τις ενέταξε στην ιστορική έρευνα

Οι παρασιτικές μορφές ζωής

Σύμφωνα με τον Μακ Νιλ για να επιβιώσουν οι ιοί και οι βάκιλοι θα πρέπει να βρίσκουν «μια σταθερή, συνεχή οικολογική θέση». Μπορούν επιπλέον να «εξαφανιστούν» για μεγάλα χρονικά διαστήματα και να επανεμφανιστούν κάποια στιγμή εκεί που κανείς δεν το περιμένει. Η περιοδική τους εμφάνιση εξηγείται ασφαλώς, κυρίως μέσω των ταξιδιών, των μετακινήσεων των πληθυσμών και των εμπορικών συναλλαγών (τα λιμάνια υπήρξαν οι κύριες εστίες μετάδοσης, σημαντικό όμως ρόλο στην εξάπλωσή τους έπαιξαν και οι μετακινήσεις στην ενδοχώρα, όπως φυσικά και τα γεωφυσικά δεδομένα).

Δεν έχει επομένως καθολική ισχύ, τουλάχιστον στο ζήτημα αυτό, ο αφορισμός του Χέγκελ ότι το μάθημα της Ιστορίας είναι πως κανείς δεν διδάσκεται απ’ αυτήν. Εστω και με παλινδρομήσεις, η ανθρωπότητα παίρνει τα μαθήματά της και αντιδρά. Γι’ αυτό και ο ρόλος της γνώσης είναι αποφασιστικός. Εκείνο όμως που προκύπτει από το βιβλίο του Μακ Νιλ είναι πως δεν θα πρέπει να θεωρούμε ότι μετά τον Κοπέρνικο ο άνθρωπος γίνεται νομοθέτης της φύσης, αλλά τουναντίον πως οι ανθρώπινες παρεμβάσεις ενισχύουν τις καταστροφικές δυνάμεις της φύσης. Θα πρέπει να μάθουμε επομένως να συμβιώνουμε μαζί της. «Η επινοητικότητα, η γνώση και η οργάνωση μεταβάλλουν, αλλά δεν μπορούν να ακυρώσουν την ευπάθεια της ανθρωπότητας στην εισβολή παρασιτικών μορφών ζωής. Οι μεταδοτικές ασθένειες που προηγήθηκαν της εμφάνισης του ανθρώπινου είδους θα διαρκέσουν όσο και η ίδια η ανθρωπότητα και σίγουρα θα εξακολουθήσουν να αποτελούν, όπως μέχρι σήμερα, μια από τις θεμελιώδεις παραμέτρους και έναν από τους καθοριστικούς παράγοντες της ανθρώπινης ιστορίας» μας προειδοποιεί στο καταληκτικό κεφάλαιο «Ο οικολογικός αντίκτυπος της ιατρικής επιστήμης μετά το 1700».

Ενα εκπληκτικό παράρτημα

Ο Μακ Νιλ συνοδεύει το βιβλίο του με ένα εκπληκτικό παράρτημα που εξηγεί σε μεγάλο βαθμό γιατί οι χώρες της Απω Ανατολής υπήρξαν αποτελεσματικότερες στην αντιμετώπιση του κορωνοϊού από τις αντίστοιχες του δυτικού κόσμου: οι Ασιάτες πήραν εγκαίρως το μάθημά τους και έλαβαν τα κατάλληλα μέτρα, με αποτέλεσμα σήμερα η Κίνα επί μήνες να μην έχει κανέναν νεκρό, όπως και η Ταϊβάν των 23.500.000 κατοίκων που από την αρχή της πανδημίας ως τώρα είχε μόνο 1.104 κρούσματα, 12 νεκρούς και σήμερα ούτε έναν ασθενή από τον ιό στις μονάδες εντατικής θεραπείας. Η Ταϊβάν είχε πάρει τα μαθήματά της από τον SARS που κόντεψε να καταστρέψει την οικονομία της πριν από 13 χρόνια και προφανώς γνώριζε τον κατάλογο των επιδημιών στην Κίνα από το 243 π.Χ. ως το 1911 μ.Χ. που παραθέτει ο Μακ Νιλ. Τριακόσιες επιδημίες είχαν τότε σαρώσει είτε τις επαρχίες είτε στο σύνολό της την Ουράνια Αυτοκρατορία.

Δυστυχώς ο Γουίλιαμ Μακ Νιλ πέθανε το 2016. Αλλιώς θα μας έλεγε πολλά για την τωρινή πανδημία. Αλλά τα όσα κατέθεσε πριν από 45 χρόνια ισχύουν και σήμερα. Το Λαοί και επιδημίες είναι ένα σπουδαίο βιβλίο που διαβάζεται σαν εξαίρετο αφήγημα (βοηθάει και η υποδειγματική μετάφραση του Γιάννη Βογιατζή). Είναι γραμμένο από έναν θαυμάσιο αφηγητή που κατάφερε μέσα σε 344 μόνο σελίδες να μας δώσει μια σχεδόν πλήρη εικόνα του κόσμου που κληρονομήσαμε, εκείνου στον οποίο ζούμε, όπως και αυτού που ανοίγεται μπροστά μας.