Η νέα αμερικανική κυβέρνηση θα επιδιώξει αρχικά να βρει τρόπους συνεννόησης με την Αγκυρα, πιθανόν σε συντονισμό με την ΕΕ, σημειώνει, μιλώντας στο «Βήμα» ο Αϊκάν Ερντεμίρ, διευθυντής του Προγράμματος για την Τουρκία στο αμερικανικό Ιδρυμα για την Προάσπιση των Δημοκρατιών (Foundation for the Defense of Democracies – FDD).

Ο κ. Ερντεμίρ θεωρεί πάντως ότι η ΕΕ δεν αποτελεί έναν παράγοντα που μπορεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά έναντι του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ενώ προειδοποιεί ότι ο συνασπισμός ισλαμιστών και υπερεθνικιστών που καθοδηγεί την τουρκική εξωτερική πολιτική αμφισβητεί τον πυρήνα της κληρονομιάς του Ατατούρκ. Τέλος, ο γνωστός αναλυτής θεωρεί ότι η κατάσταση της τουρκικής οικονομίας μπορεί να αποτελέσει θρυαλλίδα ακόμη και πολιτικών εξελίξεων στη γειτονική χώρα.

Πώς πιστεύετε ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν θα προσεγγίσει την Τουρκία; Προβλέπετε πιο αυστηρή προσέγγιση ειδικά μετά την επιβολή των κυρώσεων CAATSA ή θα αναζητήσει τομείς κοινού συμφέροντος;

«Η κυβέρνηση Μπάιντεν θα προσπαθήσει σκληρά να διαφοροποιηθεί από την κυβέρνηση Τραμπ σε σχέση με τον τρόπο αντιμετώπισης του Ερντογάν και άλλων αυταρχικών ηγετών. Αυτό σημαίνει ότι οι σχέσεις ΗΠΑ – Τουρκίας θα έχουν μια μετάβαση από το διαπροσωπικό στο θεσμικό πεδίο. Σε αντίθεση με τον Τραμπ, ο Μπάιντεν θα απόσχει του δημόσιου κατευνασμού του Ερντογάν και δεν θα διστάσει να μιλήσει δημόσια για τις παραβάσεις του τούρκου προέδρου. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα όμως ότι ο Μπάιντεν θα υιοθετήσει αμέσως μια σκληρότερη θέση. Η αρχική στρατηγική της νέας κυβέρνησης θα είναι η αναζήτηση τρόπων επιδιόρθωσης των διμερών σχέσεων.

Καθώς η Ουάσιγκτον δεν διαθέτει αξιοσημείωτο μοχλό πίεσης έναντι της Αγκυρας, ο Μπάιντεν είναι πιθανό να συντονίσει την πολιτική του σε σχέση με την Τουρκία μαζί με εκείνη της ΕΕ, καθώς θα αναζητεί μια διατλαντική στρατηγική με κίνητρα και αντικίνητρα. Αναφορικά με τις κυρώσεις CAATSA και τη δικαστική υπόθεση εναντίον της τουρκικής τράπεζας Halkbank σχετικά με την παραβίαση των κυρώσεων εναντίον του Ιράν, ο Μπάιντεν θα επιτρέψει τη διοικητική και νομική διαδικασία να προχωρήσουν, αναστρέφοντας την πολιτική Τραμπ για προστασία του Ερντογάν από ποινικά μέτρα».

Πώς εξηγείτε την πρόσφατη «επίθεση γοητείας» της Αγκυρας, ειδικά προς την Ευρώπη;

«Για την κυβέρνηση Ερντογάν, η ΕΕ δεν διαθέτει καμία αποτροπή. Ο τούρκος πρόεδρος γνωρίζει ότι οι Βρυξέλλες δεν έχουν την ικανότητα να προχωρήσουν πέραν συμβολικών κυρώσεων. Η βασική ανησυχία του Ερντογάν είναι ότι ακόμη και οι ελαφρύτερες κυρώσεις από τον κατάλογο της ΕΕ έχουν τη δυνατότητα να πυροδοτήσουν μια οικονομική κατάρρευση, δεδομένου ότι η τουρκική οικονομία, έχοντας εξαντλήσει τα καθαρά συναλλαγματικά αποθέματα σε ξένο νόμισμα πλην των συμφωνιών μέσω swaps, βρίσκεται στο όριο μιας κρίσης στο ισοζύγιο πληρωμών. Επομένως, η Αγκυρα επιδιώκει να επανακαθιερώσει εγκάρδιες σχέσεις με την ΕΕ. Ο Ερντογάν έχει δίκιο να υποθέτει ότι όσες φορές και αν επαναλάβει το ίδιο κόλπο, θα υπάρξουν ευρωπαίοι ηγέτες που θα το χάψουν ξανά».

Μπορείτε να μας δώσετε μια συνολικότερη εικόνα της τρέχουσας εσωτερικής κατάστασης στην Τουρκία; Θα συνεχιστεί η εθνικιστική ρητορική; Χάνει έδαφος ο πρόεδρος Ερντογάν λόγω των οικονομικών δυσκολιών; Πώς εξελίσσεται η διαδικασία δίωξης πολιτικών αντιπάλων;

«Η Τουρκία μαστίζεται από ένα τοξικό ιδεολογικό μείγμα, που συνδυάζει τον ισλαμισμό του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) με τον υπερεθνικισμό του Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης (ΜΗΡ). Και τα δύο κόμματα μοιράζονται μια συνωμοσιολογική, ξενοφοβική και αντιδυτική κοσμοαντίληψη, θεωρούν δε τις εθνοτικές και θρησκευτικές μειονότητες ως “πέμπτη φάλαγγα” που υπηρετεί τους εχθρούς της Τουρκίας. Βλέπουν επίσης όλη την αντιπολίτευση ως εγκληματίες και έχουν χρησιμοποιήσει δίκες-παρωδίες για να φυλακίσουν αντιπολιτευόμενους πολιτικούς και αντιφρονούντες. Αν και αυτό το ισλαμικό-υπερεθνικιστικό μπλοκ κυβερνά τη χώρα με μια σιδερένια γροθιά, αντιμετωπίζει δυσκολίες να διατηρήσει τη βάση υποστήριξής του.

Η οικονομική κακοδιαχείριση και η διαφθορά έχουν οδηγήσει στη χειρότερη οικονομική κρίση στην ιστορία της Τουρκίας, με αποτέλεσμα την έξοδο κεφαλαίων, τη μαζική ανεργία και την άθλια φτώχεια. Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι κανένα από τα δύο κόμματα δεν διαθέτει επαρκή υποστήριξη για να ξανακερδίσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία ή για να επανεξελέξει ως πρόεδρο τον Ερντογάν. Είναι, επομένως, πιθανό να καταφύγουν σε εξωδημοκρατικά μέσα για να διατηρήσουν την εξουσία, κάτι το οποίο είναι βέβαιο ότι θα μετατρέψει όχι μόνο την τουρκική δημοκρατία αλλά και οικονομία σε ερείπια».

Η Τουρκία ακολουθεί μια ιδιαίτερα επιθετική πολιτική στην Ανατολική Μεσόγειο. Το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας» αναπτύσσεται σε όλη την περιοχή από τη Λιβύη μέχρι το Ισραήλ. Υπάρχει, κατά την άποψή σας, περιθώριο διαλόγου με την Αγκυρα και υπό ποιους όρους;

«Εσχάτως, η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας καθοδηγείται όλο και περισσότερο από έναν πρόχειρο συνασπισμό ισλαμιστών και ευρασιανιστών. Το θαλάσσιο δόγμα της “Γαλάζιας Πατρίδας” που αρχικά διαμορφώθηκε το 2006 από μια περιθωριακή ομάδα ευρασιανιστών και νεο-εθνικιστών αξιωματικών του στρατού, που ήταν διαπρυσίως αντίθετοι τότε στην ισλαμική ατζέντα του Ερντογάν. Σήμερα, αυτή η ευρασιατική ομάδα φαίνεται ότι έχει ενώσει τις δυνάμεις της με τον Ερντογάν, προσφέροντας το αλυτρωτικό δόγμα στην υπηρεσία των ισλαμικών επεκτατικών φιλοδοξιών του τούρκου προέδρου στη Μεσόγειο και πέραν αυτής.

Είναι ένα σοκ να παρατηρεί κανείς ότι καθώς ο Ερντογάν αμφισβητεί την κληρονομιά του Ατατούρκ για ειρηνικές και εγκάρδιες σχέσεις με τους γείτονες, ακόμη και τα θεμέλια της Συνθήκης Ειρήνης της Λωζάννης, αυτή η ευρασιατική ελίτ, που επίσης ισχυρίζεται ότι παραμένει πιστή στο όραμα του Κεμάλ, υπηρετεί την ισλαμική ατζέντα του προέδρου. Μέχρι να διαλυθεί ο συνασπισμός ευρασιανιστών – ισλαμιστών, η Τουρκία δεν θα μπορέσει να επιστρέψει στον παραδοσιακό φιλοδυτικό της προσανατολισμό και επομένως θα συνεχίσει να απομονώνεται στην περιοχή. Η πρόσφατη φλυαρία περί προσέγγισης μεταξύ Τουρκίας και Δύσης είναι απλώς μια προσπάθεια ενός έκπτωτου καθεστώτος με σκοπό την εξαπάτηση της Ουάσιγκτον, των Βρυξελλών και των διεθνών επενδυτών».

Θα με ενδιέφερε η ανάλυσή σας για τις σχέσεις Αγκυρας – Μόσχας. Θα είναι εύκολο για τον Ερντογάν να κόψει αυτόν τον δεσμό, ειδικά στο ζήτημα των S-400; Πόσο μεγάλο κίνδυνο συνιστά αυτή η σχέση για το ΝΑΤΟ;

«Αν και η Τουρκία και η Ρωσία εμφανίζονται να είναι σε αντίθετες πλευρές στις συγκρούσεις σε Συρία, Λιβύη και Ναγκόρνο-Καραμπάχ, ο Ερντογάν και ο Πούτιν έχουν καταφέρει να συνάψουν διάφορες συμφωνίες για να ενισχύσουν τις πολιτικές και στρατιωτικές σφαίρες επιρροής του καθενός σε αυτά τα θέατρα εις βάρος του ΝΑΤΟ. Αν και όσοι κάνουν λόμπι υπέρ του Ερντογάν στις ΗΠΑ και στην ΕΕ σπέρνουν τον μύθο ότι η Τουρκία αποτελεί ένα σημαντικό προπύργιο εναντίον των ρωσικών ηγεμονικών φιλοδοξιών στην περιοχή, ο τούρκος πρόεδρος έχει μετατραπεί σε κεντρικό εταίρο του Κρεμλίνου. Ο Πούτιν έχει εκμεταλλευθεί έξυπνα την ευάλωτη θέση του Ερντογάν, μετατρέποντας την Τουρκία σε παράγοντα φθοράς εντός του ΝΑΤΟ. Οσο ο Ερντογάν παραμένει στην εξουσία, δεν είναι ρεαλιστικό να αναμένουμε από την Τουρκία να στρίψει ξανά προς το ΝΑΤΟ και τις διατλαντικές αξίες».