Η ελληνοϊσραηλινή συνεργασία στον τομέα της άμυνας προχωρά ακόμη ένα βήμα μπροστά έπειτα από την απόφαση της Αθήνας να αναθέσει στην ισραηλινή εταιρεία ELBIT τη δημιουργία Διεθνούς Εκπαιδευτικού Κέντρου Πτήσεων στην Καλαμάτα. Πρόκειται για την κατάληξη μίας δύσκολης διαπραγμάτευσης, αν και οι γνωρίζοντες έλεγαν ότι οι συζητήσεις κατά την τελευταία επίσκεψη του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στο Ισραήλ πριν από λίγους μήνες υπήρξαν κομβικές.

Η πρόταση των Ισραηλινών υπήρξε ελαφρώς πιο συμφέρουσα σε σχέση με εκείνη των Καναδών της CAE, τόσο αναφορικά με την οικονομική προσφορά, όσο και σε σχέση με τις ώρες πτήσης. Τα κόστος της ισραηλινής πρότασης ανέρχεται σε 1,365 εκατομμύρια ευρώ για διάστημα 22 ετών, δηλαδή σε μέσο ετήσιο κόστος 62,5 εκατ. ευρώ έναντι της καναδικής προσφοράς που ανέρχεται σε 1,254 εκατομμύρια ευρώ για διάστημα 20 ετών με μέσο ετήσιο κόστος 62,7 εκατ. ευρώ. Αυτό όμως που κυρίως βάρυνε στην τελική απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης ήταν και η στρατηγική συμπόρευση με το Ισραήλ.

Το σχετικό πρόγραμμα παρουσίασε τη Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου στην αρμόδια Ειδική Διαρκή Επιτροπή Εξοπλιστικών Προγραμμάτων και Συμβάσεων της Βουλής ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Νίκος Παναγιωτόπουλος – μαζί με ακόμη δύο υποπρογράμματα, αυτό που αφορά στην εν συνεχεία υποστήριξη (Follow on Support) των μεταγωγικών αεροσκαφών C-27J “Spartan” (καθώς βρέθηκε η «χρυσή τομή» με την ιταλική εταιρεία Leonardo), αλλά και την προμήθεια μεταχειρισμένων τεθωρακισμένων τροχοφόρων οχημάτων αναγνωρίσεως για τον Στρατό Ξηράς.

Διακρατική συμφωνία

Το πρόγραμμα αναμένεται να υλοποιηθεί με διακρατική συμφωνία και με χρηματοδοτική μίσθωση. Εντάσσεται στο Μνημόνιο Αμυντικής Συνεργασίας Ελλάδας – Ισραήλ, με γνώμονα τα κοινά γεωστρατηγικά και γεωπολιτικά συμφέροντα των δύο χωρών στην ευρύτερη περιοχή. Η δε ELBITωείναι μια εταιρεία διεθνούς βεληνεκούς με ισχυρά διαπιστευτήρια στην εκπαίδευση των πιλότων της ισραηλινής Πολεμικής Αεροπορίας.

Δεν υπάρχει επίσης αμφιβολία, επεσήμαιναν κυβερνητικές πηγές, ότι η κίνηση με το Διεθνές Εκπαιδευτικό Κέντρο Πτήσεων στην Καλαμάτα (στην 120 Πτέρυγα Εκπαίδευσης Αέρος) εξυπηρετεί μία σαφή επιχειρησιακή αναγκαιότητα που παράλληλα διευρύνει το γεωπολιτικό αποτύπωμα της Ελλάδας στην περιοχή. Και τούτο διότι διευρύνεται η στρατηγική σχέση με το Ισραήλ. Οι ίδιες πηγές σημείωναν ότι με αυτή την επιλογή θα λυθεί για τα επόμενα 22 χρόνια το ζήτημα της ποιοτικής και ποσοτικής επάρκειας των υπαρχόντων εκπαιδευτικών μέσων.

Με το πρόγραμμα αυτό, αίρεται το το ενδεχόμενο αποστολής πιλότων της Πολεμικής Αεροπορίας στο εξωτερικό για την εκπαίδευσή τους σε τζετ, κάτι που δεν μπορούσε να αποκλειστεί λόγω του παρωχημένου χαρακτήρα των παλαιών πλέον T-2 Buckeye που βρίσκονται στο ελληνικό οπλοστάσιο από το 1976 και η υποστήριξη των οποίων λήγει οριστικά το 2023. Ουσιαστικά, το υπουργείο Εθνικής Άμυνας και η Πολεμική αεροπορία επιλέγει ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα πτητικής εκπαίδευσης μέσω χρονομίσθωσης αεροσκαφών προς αντικατάσταση των Τ-2. Αυτό θα συνοδευθεί από τα αναγκαία μέσα και την απαιτούμενη υποστήριξη τόσο για τα νέα αεροσκάφη όσο και για τα Τ-6 για τα επόμενα 22 χρόνια.

Παράλληλα, δεν πρέπει να υποτιμάται το γεγονός ότι η Καλαμάτα μετατρέπεται σε κέντρο εκπαίδευσης όχι μόνο των πιλότων της ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας, αλλά και πιλότων της ευρύτερης περιοχής, καθώς θα προσφέρεται η δυνατότητα σε αεροπορίες άλλων χωρών – και εκτός ΝΑΤΟ – να εκπαιδεύονται στην Ελλάδα.