Με το βλέμμα μας στραμμένο στην εξέλιξη της πανδημίας του κορωνοϊού, τις κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις της και τις καινοτόμες θεραπείες που αναπτύσσονται για την αντιμετώπισή της, ενδέχεται να διέφυγε της προσοχής μας μια εξαιρετικά καλή είδηση για μια άλλη, πρώην φονική, επιδημία. Πρόκειται για εξαιρετικά ενδιαφέροντα αποτελέσματα της ειδικής μελέτης αποτίμησης της οικονομικής αποδοτικότητας της θεραπευτικής διαχείρισης του HIV στην Ελλάδα, που παρουσιάστηκαν σε επιστημονική εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε την 1η Δεκεμβρίου, Παγκόσμια Ημέρα για το HIV/AIDS, την οποία οργάνωσαν από κοινού το Ινστιτούτο Οικονομικών της Υγείας και ο Σύλλογος Οροθετικών Ελλάδας «Θετική Φωνή», με την υποστήριξη της Gilead Sciences. Στη συνέχεια, η μελέτη αυτή παρουσιάστηκε στην πλήρη μορφή της, αναλύθηκε και συζητήθηκε, κατά τη διάρκεια του Πανελλήνιου Συνεδρίου για τα Οικονομικά και τις Πολιτικές της Υγείας.

Κλινικά και οικονομικά αποδοτική

Μέσα, λοιπόν, από τη σημαντική μελέτη που εκπόνησε ο Ομότιμος Καθηγητής Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας, κ. Γιάννης Κυριόπουλος, αποτυπώνονται αναλυτικά και με σαφή στοιχεία οι συνολικές δαπάνες για τη θεραπευτική διαχείριση της HIV λοίμωξης στο διάστημα 2015-2019, αποδεικνύοντας ότι αυτή δεν είναι μόνο ευεργετική για τους ασθενείς –γεγονός ήδη εμφανές από την επέκταση του προσδόκιμου ζωής και τη μείωση της συννοσηρότητας- αλλά και οικονομικά αποδοτική για το σύστημα υγείας.

Το γεγονός αυτό, που αποκαλύπτεται από τη σύγκριση κρίσιμων δεικτών, δημιουργεί αισιοδοξία για την επίτευξη της εξάλειψης της νόσου στην ελληνική επικράτεια, με τον όρο ότι θα υπάρξει σχετική μέριμνα, τόσο σε επίπεδο μέτρων δημόσιας υγείας όσο και σε επίπεδο δημοσιονομικού σχεδιασμού.

Αύξηση της αποτελεσματικότητας – Μείωση του κόστους

Συγκεκριμένα, η μελέτη διαπίστωσε ότι το μέσο κόστος αντιρετροϊκής θεραπείας στο εξεταζόμενο διάστημα σημείωσε μείωση της τάξης του 6,7%, παρά το γεγονός ότι στην ίδια περίοδο κυκλοφόρησαν 10 νέες θεραπείες, εξέλιξη που παραδοσιακά αυξάνει τις δαπάνες. Ταυτόχρονα, εξαιτίας της μεγάλης αποτελεσματικότητας των σύγχρονων θεραπειών, εξοικονομούνται πόροι από άλλες μορφές φροντίδας τον ασθενών, μειώνοντας το μέσο συνολικό κόστος διαχείρισης του HIV ανά άτομο κατά 25%, από 10.622€ το 2010 σε 8.003€ το 2019. Αυτή η σχέση αντανακλάται και στο γεγονός ότι το κόστος ανά κερδισμένο έτος ζωής για το 2019 εκτιμάται αρνητικό, δηλαδή η θεραπεία είναι ταυτόχρονα και πιο αποτελεσματική και πιο φθηνή σε σχέση με το 2010.

Η θετική οικονομική απόδοση της θεραπευτικής διαχείρισης του HIV καθίσταται ακόμη πιο σαφής όταν συγκρίνουμε τη ζήτηση για φαρμακευτική θεραπεία, η οποία αυξάνεται κατά ευθέως ανάλογο τρόπο με τις νέες διαγνώσεις, με το συνολικό φαρμακευτικό κόστος του HIV ως ποσοστό της συνολικής νοσοκομειακής φαρμακευτικής δαπάνης, το οποίο με την πάροδο του χρόνου… μειώνεται. Με άλλα λόγια, η δαπάνη για την φαρμακευτική διαχείριση της HIV λοίμωξης δεν συμβάλλει στην αύξηση της νοσοκομειακής δαπάνης, όπως αυτή καταγράφεται την τελευταία δεκαετία.

Μάλιστα, σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης, ο ρυθμός αύξησης της φαρμακευτικής δαπάνης για τη διαχείριση του HIV υπολείπεται σε σχέση με τον ρυθμό αύξησης των ασθενών σε θεραπεία, σε αντίθεση με άλλα χρόνια νοσήματα, για τα οποία υπάρχουν δημοσιευμένα δεδομένα στην αντίστοιχη περίοδο.

Κρίσιμη η δημιουργία κλειστού προϋπολογισμού για τον HIV

Επόμενο βήμα της εθνικής στρατηγικής της χώρας μας θα έπρεπε να είναι, σύμφωνα και με την προτροπή του ΠΟΥ, η πλήρης εξάλειψη του ιού. Στόχος φιλόδοξος αλλά εφικτός, στο βαθμό που θα ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα.

Όπως εξηγούν οι ειδικοί, το πρότυπο διαχείρισης της λοίμωξης στην Ελλάδα σήμερα (εξατομικευμένη θεραπεία, ελευθερία επιλογής, ταχεία ενσωμάτωση καινοτομίας, ταχεία έναρξη θεραπείας) είναι κλινικά και οικονομικά αποδοτικό και πρέπει να διατηρηθεί και να ενισχυθεί. Παράλληλα, ο αριθμός των ατόμων με HIV είναι ορισμένος, ενώ τυχόν αυξήσεις του πληθυσμού παρακολουθούνται και καταγράφονται σε πραγματικό χρόνο, καθιστώντας τη δαπάνη για τη θεραπευτική διαχείριση εξαιρετικά προβλέψιμη.

Τα δεδομένα αυτά, οδηγούν στην πρόκριση της δημιουργίας ενός ξεχωριστού, κλειστού δυναμικού προϋπολογισμού για τη θεραπευτική διαχείριση της HIV λοίμωξης. Μια τέτοια εξέλιξη πρώτα από όλα θα ήταν ευεργετική για τους ασθενείς, εξασφαλίζοντας ότι οι ανάγκες τους θα συνεχίσουν να καλύπτονται με βιώσιμο τρόπο, περιλαμβάνοντας μάλιστα όλα τα κέντρα κόστους όλου του μονοπατιού του ατόμου σε θεραπεία (PreP, διάγνωση, επιβεβαίωση λοίμωξης, θεραπεία, μακροχρόνια καλή υγεία), ενώ παράλληλα θα επιτρέπει την ανακατανομή των πόρων μεταξύ των κέντρων κόστους αναλόγως των εξελίξεων. Ένας κλειστός προϋπολογισμός θα αντικατόπτριζε την δυναμικότητα της λοίμωξης, προσαρμοσμένος κατ’ αναλογία με την αύξηση ή τη μείωση τη επίπτωσης.

Συγχρόνως, θα ήταν και η πιο δίκαιη λύση, απαλλάσσοντας τη φαρμακευτική θεραπεία για την HIV λοίμωξη από τη δυσανάλογη επιβάρυνση με υποχρεωτικές επιστροφές (clawback) που προκύπτουν από την αύξηση της συνολικής νοσοκομειακής δαπάνης, αφού έχει γίνει πλέον ξεκάθαρο ότι δεν συμβάλλει σε αυτή.

Όπως σημείωσε ο κ. Κυριόπουλος στη διάρκεια της παρουσίασης, η μελέτη αυτή «ποσοτικοποιεί όσα συζητάμε και επικαλούμαστε πολιτικά εδώ και αρκετά χρόνια. Και δεν αφήνει περιθώριο αμφισβήτησης». Επιπλέον, υπογράμμισε: «Χρέος μας επιστημονικό, είναι να θέσουμε τα δεδομένα στον δημόσιο διάλογο. Και αυτό κάνουμε σήμερα. Χρέος όλων μας, πολιτικό, με την αριστοτελική έννοια του όρου, είναι να σκεφτούμε πώς θα δράσουμε επ᾽ αυτών, με ταχύτητα και στόχευση, ώστε να συμφωνήσουμε σε συγκεκριμένο οδικό χάρτη για τα επόμενα βήματα, με συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα».

Από την πλευρά του, ο Υφυπουργός Υγείας κ. Βασίλης Κοντοζαμάνης, τόνισε πως το «σύστημα υγείας πρέπει να λαμβάνει μέριμνα για όλους τους συμπολίτες μας», προσθέτοντας πως «η χώρα μας διαχειρίζεται πρωτοποριακά τη διαχείριση της HIV λοίμωξης, μια χρόνιας πλέον νόσου και κυρίως διαθέτουμε τα εργαλεία –δεν πρέπει να εστιάσουμε μόνο στην οικονομική πλευρά του ζητήματος– για να επιλύσουμε επιμέρους ζητήματα και να πετύχουμε το στόχο του ΠΟΥ περί εξάλειψης της νόσου».

Θετική στάση απέναντι στο ενδεχόμενο ενός κλειστού δυναμικού προϋπολογισμού που θα διασφάλιζε τη συνεχιζόμενη βιωσιμότητα της θεραπευτικής διαχείρισης του HIV εξέφρασαν και δυνάμεις της αντιπολίτευσης. Εξέλιξη που θα αποδειχθεί ακόμη πιο κρίσιμη σε περίπτωση που επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις του Προέδρου της Ελληνικής Εταιρείας Λοιμώξεων, κ. Παναγιώτη Γαργαλιάνου-Κακολύρη, ο οποίος τόνισε ότι «θα υπάρξει αναβίωση της HIV λοίμωξης τα επόμενα χρόνια λόγω της οικονομικής δυσπραγίας και των ανθρώπων που θα τεθούν στο περιθώριο. Ως εκ τούτου, οι Μονάδες Ειδικών Λοιμώξεων και το εθνικό σύστημα υγείας πρέπει να είναι πολύ καλά θωρακισμένο και έτοιμο».

Τέλος, από την πλευρά του ο κ. Νίκος Δέδες, Πρόεδρος του Συλλόγου Οροθετικών Ελλάδας «Θετική Φωνή», υπογράμμισε την ανάγκη για την ολοκλήρωση της φροντίδας υπέρ των ατόμων με HIV με στόχο τη μακροχρόνια καλή υγεία: Τη διασύνδεση με την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, την ολιστική διαχείριση των συννοσηροτήτων και των χρόνιων καταστάσεων υγείας, και την ενσωμάτωση και ψηφιοποίηση της παρακολούθησης δεικτών καλής υγείας στη μακροχρόνια φροντίδα των ατόμων. Έτσι, τόνισε, «η θεραπευτική διαχείριση της HIV λοίμωξης και στην Ελλάδα θα μπορέσει να ακολουθήσει τις επιταγές της καλής πρακτικής σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Όλα τα παραπάνω, όμως, μπορούν να εξεταστούν, μόνο εφόσον διατηρηθεί η ελάχιστη, κοινά αποδεκτή, προϋπόθεση για τον συνεχιζόμενο και αποτελεσματικό έλεγχο της λοίμωξης, δηλαδή η ταχεία πρόσβαση σε φροντίδα με διαγνωστικές εξετάσεις και αντιρετροϊκή θεραπεία».