Η Τουρκία επιδιώκει την de facto ενσωμάτωση των Κατεχομένων, εκτιμά στο «Βήμα» ο Νίκος Μούδουρος. Σύμφωνα με τον Λέκτορα στο τμήμα Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, η Άγκυρα επιχειρεί την μεταφορά «τουρκικών θεσμών εξουσίας» στην Κύπρο, «δένοντας» την επίλυση με τη δημιουργία τετελεσμένων. Σημειώνει επίσης ότι η ομοσπονδιακή λύση του Κυπριακού θα είναι τροχοπέδη στον εκτουρκισμό της νήσου και βοήθεια στους Τουρκοκύπριους να «απογαλακτιστούν» από την Τουρκία. Ταυτόχρονα υπογραμμίζει τα «ποιοτικά χαρακτηριστικά» της επίλυσης, δηλώνοντας ότι πρέπει να αποφεύγεται το «εκβιαστικό δίλημμα περί τελευταίας ευκαιρίας».

Δύο κράτη;

«Σε επίπεδο εδάφους συντελείται η πρώτη δοκιμή για de facto ενσωμάτωση των Κατεχομένων» λέει ο κ. Μούδουρος, αναφερόμενος στο άνοιγμα της περίκλειστης πόλης των Βαρωσίων. «Πρόκειται για ξεκάθαρη επισημοποίηση της μεταφοράς τουρκικών θεσμών εξουσίας στην Κύπρο και την διαχείριση μιας στρατηγικής σημασίας περιοχής. Εάν αυτό το μοντέλο εξουσίας επικρατήσει στα Κατεχόμενα τότε το Κυπριακό δεν θα διευθετηθεί σε κατεύθυνση δύο κρατών. Θα ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο, πιο δυσάρεστο, η de facto ενσωμάτωση των Κατεχομένων στην Τουρκία. Είναι ένα βήμα πριν από την προσάρτηση» εξηγεί.

Η επόμενη αντιπαράθεση Τουρκίας και Τουρκοκυπρίων, υποστηρίζει, θα αφορά την αλλαγή «πολιτικού» υποδείγματος στα Κατεχόμενα. «Επιχειρείται», σημειώνει, «η θεμελίωση νέου πολιτειακού συστήματος στην παράνομη δομή της ‘’Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου’’. Όσα συμβαίνουν επί εδάφους, παραπέμπουν πολύ περισσότερο στην διαχείριση ενός νομού της Τουρκίας. Γι’ αυτό αντιδρά η τουρκοκυπριακή αντιπολίτευση». Ως εκ τούτου, τονίζει, ότι αν αυτό που συνέβη στα Βαρώσια επεκταθεί στα Κατεχόμενα, θα δυσκολέψουν οι διαπραγματεύσεις στο Κυπριακό. «Αυτή η μορφή διαχείρισης αγγίζει πυρηνικά θέματα του Κυπριακού: Τη δημογραφία των Τουρκοκύπριων, το περιουσιακό καθεστώς και την οικονομία». Ταυτόχρονα, θεωρεί ότι τυχόν πολιτική εξαφάνιση της τουρκοκυπριακής οντότητας, συνεπάγεται ότι «οι Ελληνοκύπριοι θα έχουν δίπλα τους την Άγκυρα. Θα είναι μεγάλη ποιοτική διαφορά, με αντίκτυπο και στους ελληνοτουρκικούς ανταγωνισμούς».

Προηγούμενες προτάσεις

Σχετικά με προγενέστερες προτάσεις επίλυσης του Κυπριακού, υποστηρίζει ότι απορρίφθηκαν μεν δικαιολογημένα από τους Ελληνοκυπρίους, όμως τα δεδομένα που δημιουργεί η Άγκυρα «στο πεδίο», κάνουν την κάθε προηγούμενη λύση «να φαίνεται πιο θετική».

«Μέχρι το 2015 δεν είχε τεθεί το ζήτημα των υδάτινων πόρων. Έκτοτε, τα βόρεια εδάφη της Κύπρου έχουν ενσωματωθεί πλήρως στην Τουρκία σε ό,τι αφορά το υδατικό πρόβλημα. Υπάρχει υποθαλάσσιος αγωγός νερού. Με την λύση του Κυπριακού ο αγωγός δεν θα εξαφανιστεί. Εάν λυνόταν το Κυπριακό πριν το 2015, δεν θα υπήρχε αυτό το δεδομένο. Υπάρχει», εξηγεί, «ένα νέο δεδομένο μεταξύ των δύο κοινοτήτων, το υδατικό ισοζύγιο και η εξάρτηση ενός μέρους της Κύπρου από την Τουρκία υδατικά».

«Εάν δεν επιλυθεί το Κυπριακό», συμπληρώνει, «θα υπάρχει και υποθαλάσσιος αγωγός μεταφοράς ηλεκτρισμού από την Τουρκία στα Κατεχόμενα. Υπάρχουν σχεδιασμοί. Αν υπάρξει εξάρτηση και στην ηλεκτρική ενέργεια, τότε δύο μεγάλοι στρατηγικοί τομείς στους οποίους οι Κύπριοι από κοινού θα μπορούσαν να ασκήσουν πολιτική, αδυνατίζουν». Επισημαίνει ότι πρέπει να προσεχθούν «τα ποιοτικά χαρακτηριστικά» της λύσης,  «χωρίς να μπαίνουμε στο εκβιαστικό δίλημμα ότι αυτή θα είναι η ‘’τελευταία ευκαιρία’’ στο Κυπριακό. Όμως πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι πλέον και τα εικοσιτετράωρα παίζουν ρόλο».

Ομοσπονδία και εκτουρκισμός

Για τον λέκτορα του Πανεπιστημίου Κύπρου, έχει σημασία εάν ο μετασχηματισμός που συντελείται στο εσωτερικό της Τουρκίας επηρεάζει την Κύπρο: «Αν η Άγκυρα αποφάσισε να εξοβελίσει κάθε τουρκοκυπριακή μορφή εξουσίας στα Κατεχόμενα, υπάρχει μία κατάσταση μονόδρομου που πρέπει να πορευτούν ελληνοκυπριακή κοινότητα και Ελλάδα. Πρέπει να ξανάσκεφτούμε πως αναπτύσσονται κάποιες πολιτικές συμμαχίες με μέρη της τουρκοκυπριακής κοινότητας που αντιδρούν στην προοπτική της ενσωμάτωσης αλλά και στη λύση των δύο κρατών».

Κάνει λόγο ότι πλέον υπάρχει «μία ώριμη συνείδηση τουρκοκυπριακής εξουσίας που αντιπολιτεύεται την Άγκυρα και θέτει επίμονα το ζήτημα της ισότητας Τουρκίας και Τουρκοκυπρίων», τονίζοντας ότι το διχοτομικό πλαίσιο είναι εμπόδιο στην ανάπτυξη συνεργασιών. «Η επιμονή για ομοσπονδιακή λύση είναι μια μορφή άμυνας ενάντια σε αυτό που γίνεται επί του εδάφους» υπογραμμίζει.

Στο ερώτημα εάν ενδεχόμενη λύση του Κυπριακού συνιστά πλήρη τουρκοποίηση της νήσου είναι ξεκάθαρος. «Δυστυχώς ήδη συντελείται τουρκοποίηση. Συμβαίνει από το 1974» τονίζει. «Η μοναδική οδός ενάντια στην ολοκλήρωση του εκτουρισμού είναι μια ομοσπονδιακή λύση, η οποία θα συμβάλει σταδιακά στον απογαλακτισμό της  τουρκοκυπριακής κοινότητας από την βαριά επιρροή της Τουρκίας. Και ο απογαλακτισμός τώρα εκφράζεται ποικιλοτρόπως ως πολιτικό αίτημα από την τουρκοκυπριακή αντιπολίτευση. Η συνέχιση της διχοτόμησης είναι δυναμική συνέχισης και του εκτουρκισμού. Μια μεριά της τουρκοκυπριακής κοινότητας διεκδικεί να είναι καλή, οι ‘’ακρίτες’’ του τουρκισμού. Μια άλλη, απορρίπτει για πολιτισμικούς και πολιτικούς λόγους αυτά. Γρήγορες και έντονες οι εξελίξεις επί του εδάφους».

Το δίδαγμα 

Όπως εξηγεί, η τουρκική πολιτική στο Κυπριακό και στην διαχείριση των Κατεχομένων προσφέρει ένα δίδαγμα. «Η Τουρκία», μας λέει, «αναζητά τις συνθήκες ώστε το βάρος των ευθυνών της στο διεθνή παράγοντα να είναι μειωμένο. Αυτό εφαρμόζει με μεγάλη συνέπεια στο Κυπριακό. Μετά το δημοψήφισμα για το Σχέδιο Ανάν το 2004, όταν η Τουρκία θεώρησε διεθνώς ότι απέκτησε το ηθικό προβάδισμα επειδή υποστήριξε το σχέδιο του ΟΗΕ, στις διαπραγματεύσεις, εκκινούσε πάντα στο ότι δεν πρέπει να ξανά έχει την ευθύνη ως η πλευρά που εμποδίζει την επίλυση του Κυπριακού».

Ο πληθυσμός 

Τέλος, αναφέρει πως κανείς δεν γνωρίζει τον πληθυσμό στα Κατεχόμενα, υπογραμμίζοντας τη σημασία της σύνθεσής του: «Αν το εκλογικό σώμα ανατρέπεται εις βάρος των τουρκοκυπρίων, δηλαδή οι έποικοι που πήραν υπηκοότητα είναι ενήλικες, μπορούν να ψηφίσουν και αποτελούν πλειοψηφία στα Κατεχόμενα, υπάρχει δυσάρεστος προσανατολισμός. Πρέπει να προσέξουμε την δημογραφική αλλαγή της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Δεν είναι μόνο θέμα αριθμών. Το AKP μεταφέρει κομματικές δομές στα Κατεχόμενα. Ακόμα υπάρχει ένα δίκτυο θρησκευτικά προσανατολισμένων ισλαμικών οργανώσεων που ασκεί πολιτική και έχει επιρροή».