Η λατινική έκφραση pacta sunt servanda συνιστά διεθνή ορολογία, ένα αξίωμα που διέπει τις διεθνείς συμφωνίες, και σημαίνει ότι οι συμφωνίες επιβάλλεται να τηρούνται, ότι οι  υποχρεώσεις που αναλαμβάνονται εκ μέρους των συμβαλλομένων, τα συμπεφωνημένα, πρέπει να τηρούνται.

Η εν λόγω έκφραση χρησιμοποιείται στο διεθνές δίκαιο για να υπογραμμιστεί ότι οι όροι μιας συμφωνίας είναι δεσμευτικοί για τα μέρη που τη συνομολογούν.

Μάλιστα, στην πλήρη ανάπτυξή της η έκφραση έχει ως εξής: pacta sunt servanda rebus sic stantibus, κάτι που σημαίνει: οι συμφωνίες πρέπει να τηρούνται εφόσον εξακολουθούν τα πράγματα να είναι ίδια.

Ειδικοί του Διεθνούς Δικαίου σημειώνουν ότι ο κανόνας αυτός πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή, οι δε συνθήκες και όροι που καθιστούν αναγκαία την αναθεώρηση ή και ακύρωση μιας συμφωνίας πρέπει να είναι ξεκάθαροι, ακόμα και στην ίδια τη συμφωνία.

Ο γενικός κανόνας για τις διεθνείς συμφωνίες

Ο γενικός κανόνας που ισχύει για τις διεθνείς συμφωνίες είναι ότι «τα συμπεφωνημένα πρέπει να τηρούνται» (pacta sunt servanda).

Μόνο σε ορισμένες, ειδικώς προσδιορισμένες περιπτώσεις είναι δυνατή η ακύρωση ή η καταγγελία μιας διεθνούς συμφωνίας, που έχει κυρωθεί και αποτελεί τμήμα της διεθνούς έννομης τάξεως.

Οι περιπτώσεις αυτές έχουν περιληφθεί στη Σύμβαση της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών (1969).

Η ακριβής σημασία των τριών λέξεων της Λατινικής

Η λέξη pacta είναι πληθυντικός αριθμός του pactum-i (προέρχεται από το ρήμα paciscor), που σημαίνει το συγκείμενον, η συνθήκη, η σύμβαση, η συμφωνία.

Η λέξη sunt είναι το γ΄πληθυντικό πρόσωπο του ρήματος sum, που σημαίνει είμαι.

Η λέξη servanda είναι η ονομαστική πληθυντικού ουδετέρου γένους του γερουνδιακού (ρηματικού επιθέτου με παθητική σημασία) του ρήματος servo, που σημαίνει φυλάσσω, διασώζω, τηρώ.

Το γερουνδιακό της Λατινικής αντιστοιχεί στο ρηματικό επίθετο της Ελληνικής σε -τέος (δηλώνει το δέον γενέσθαι).

Η έκφραση απαντά παραλλαγμένη στον Κικέρωνα: Pacta et promissa semperne servanda sint

(Marcus Tullius Cicero, De Officiis 3.92)