Ο Ντόναλντ Τραμπ και η προσωπική του σχέση με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είναι σήμερα ο μόνος λόγος που δεν έχουν καταρρεύσει οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις, λέει στη συνέντευξη που παραχώρησε στο «Βήμα» ο Μάικλ Ρούμπιν.

Ο γνωστός αναλυτής του American Enterprise Institute (AEI) και ειδικός σε θέματα Τουρκίας σημειώνει ότι η στάση της Γερμανίας και του ΝΑΤΟ εμποδίζουν έναν στρατηγικό αναπροσανατολισμό της ευρωπαϊκής πολιτικής έναντι της Αγκυρας και κρίνει ότι έχει πλέον φτάσει η ώρα η ΕΕ να επιβάλει κυρώσεις στην Τουρκία.

Πρόσφατα γράψατε ότι η Τουρκία μοιάζει όπως το Ιράκ του 1990 υπό τον Σαντάμ Χουσεΐν και ότι μια σύγκρουση με την Αγκυρα είναι επικείμενη. Τι εννοείτε;

«Ας θυμηθούμε τι συνέβη στις αρχές του 1990. Αυτό που είχε προηγηθεί της εισβολής του Σαντάμ Χουσεΐν στο Κουβέιτ ήταν η απελπιστική οικονομική κατάσταση του Ιράκ. Η χώρα είχε πτωχεύσει μετά την εισβολή στο Ιράν. Ο Σαντάμ έβλεπε τους πόρους γειτονικών χωρών και είχε κατασκευάσει ανιστόρητους ισχυρισμούς για αναθεώρηση συνθηκών και συμφωνιών ώστε να δικαιολογήσει την αρπαγή τους. Παράλληλα, το Ιράκ είχε υποστηρικτές στη Δυτική Ευρώπη και στις ΗΠΑ, όπως συμβαίνει σήμερα με την Τουρκία. Υπάρχει, αλήθεια, καμία διαφορά μεταξύ της τότε πρεσβευτού των ΗΠΑ στη Βαγδάτη, της Εϊπριλ Γκλάσπι, και των αμερικανών πρέσβεων Τζιμ Τζέφρι και Ντέιβιντ Σάτερφιλντ σήμερα; Αυτό που μετέβαλε τη στάση έναντι του Ιράκ ήταν, πρώτον, η εθνοκάθαρση εναντίον των Κούρδων και, έπειτα, η στοχοποίηση δημοσιογράφων. Ο Ερντογάν είναι σήμερα δικτάτορας στην Τουρκία σχεδόν όσο καιρό ο Σαντάμ ήλεγχε το Ιράκ, αν υπολογίσετε και την περίοδο πριν γίνει πρόεδρος. Δεν έχει οδηγήσει την Τουρκία στην ίδια πτώχευση με αυτή που ο Σαντάμ οδήγησε το Ιράκ, αλλά η πορεία της τουρκικής οικονομίας είναι η ίδια. Αντί να αναγνωρίσει τη δική του κακοδιαχείριση, ο Ερντογάν αναζητεί μια εύκολη λύση και διαβλέπει την ευκαιρία να λαφυραγωγήσει τους πόρους από τις ΑΟΖ άλλων χωρών».

Αν αιφνιδίως ο Ερντογάν εξαφανιζόταν από την τουρκική πολιτική, τα πράγματα θα άλλαζαν;

«Ο Ερντογάν έχει επιτύχει να αλλάξει την Τουρκία. Εχει μεταβάλει τον χαρακτήρα του τουρκικού στρατού από επιβολέα του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους σε μια μηχανή ριζοσπαστισμού. Οποιος βρίσκεται στον βαθμό του αντισυνταγματάρχη και κάτω έχει περάσει όλη του τη σταδιοδρομία υπό την εξουσία του Ερντογάν. Χρωστά σε αυτόν τις προαγωγές του. Είχε την ευκαιρία να διορίσει τους ανώτατους στρατηγούς, κατηγορώντας εκείνους που ήταν οι πιο έμπειροι σε θέματα ΝΑΤΟ για φανταστικά εγκλήματα εξαιτίας των οποίων τους αντικατέστησε. Επιπλέον, αν υπολογίσετε το δημογραφικό προφίλ της Τουρκίας, θα βρείτε ότι 30 εκατομμύρια νεαροί Τούρκοι πήγαν σχολείο κατά τη διακυβέρνηση Ερντογάν και έτσι έχει υπάρξει κάποιας μορφής κατήχηση που ενισχύεται και από έναν από τους λιγότερους ελεύθερους Τύπους στον κόσμο».

Πώς θα χαρακτηρίζατε την αμερικανική πολιτική έναντι της Τουρκίας; Βλέπετε πιθανή κάποια μετατόπιση με μια κυβέρνηση Μπάιντεν;

«Ο Ερντογάν έχει μια αξιοσημείωτη ικανότητα να γοητεύει αμερικανούς προέδρους. Οταν οι ιστορικοί ρωτήσουν πώς οι ΗΠΑ έχουν τόσο εξαπατηθεί από τον Ερντογάν, θα πρέπει να ξεκινήσουν από τον Τζορτζ Μπους τον νεότερο. Ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα είχε επίσης γοητευτεί από τον Ερντογάν στον βαθμό που τον θεωρούσε ως έναν από τους πιο έμπιστους ξένους φίλους του. Η ικανότητα του Ερντογάν να χτυπάει τα δάχτυλά του και να στέκεται πέραν του νόμου υπήρξε ελκυστική για τον Ντόναλντ Τραμπ, που γρήγορα αισθάνθηκε πικρία επειδή, λόγω της διάκρισης των εξουσιών, περιοριζόταν η δυνατότητα δράσης του στις ΗΠΑ. Ο Μπάιντεν έχει εμφανιστεί προς το παρόν αμφίθυμος έναντι του Ερντογάν. Ο κύκλος των ανώτερων συμβούλων του είναι ξεκάθαρος σε σχέση με τις δικτατορικές τάσεις του Ερντογάν και τρέφει ιδεολογική αντιπάθεια για αυτόν. Ρεαλιστικά, όμως, ο Μπάιντεν σπάνια έχει επιδείξει στην καριέρα του ιδεολογική συνέπεια. Το ερώτημα δεν είναι λοιπόν αν μια κυβέρνηση Μπάιντεν θα είναι θεμελιωδώς διαφορετική, αλλά το αν ο Ερντογάν θα επιτύχει να διαχωρίσει τον Μπάιντεν από τους συμβούλους του για να μπορεί να συνομιλεί μαζί του σε προσωπική βάση. Αν οι σύμβουλοι του Μπάιντεν τον αποτρέψουν από αυτό, τότε η αμερικανική πολιτική θα γίνει πολύ πιο επικριτική για την Τουρκία. Σήμερα ο Τραμπ είναι το μόνο πράγμα που διατηρεί εν ζωή τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις: ο Ερντογάν έχει χάσει το Κογκρέσο, το Πεντάγωνο, τη CIA, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ (με ελάχιστες εξαιρέσεις) και τις ανεξάρτητες δεξαμενές σκέψης».

Ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα είχε επίσης γοητευτεί από τον Ερντογάν στον βαθμό που τον θεωρούσε ως έναν από τους πιο έμπιστους ξένους φίλους του.

Επί δεκαετίες η Αγκυρα υπήρξε ένα οχυρό για τη δυτική πολιτική στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής. Σήμερα φαίνεται να ακολουθεί πιο ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική, εγγύτερα σε Ρωσία και Κίνα. Πρόκειται για σχέσεις συναλλακτικού χαρακτήρα ή για κάτι βαθύτερο;

«Ο Ερντογάν θεωρεί τον εαυτό του ως μάστερ της τακτικής, εφάμιλλο του Πούτιν. Δεν αντιλαμβάνεται ότι ο Πούτιν τον βλέπει ως κατώτερό του. Μπορεί ο Ερντογάν να πιστεύει ότι βοηθά την Τουρκία παίζοντας τη μία μεγάλη δύναμη εναντίον της άλλης, αλλά έχει καταφέρει να παραβιάσει την εμπιστοσύνη όλων. Για τον λόγο αυτόν δεν έχει φίλους στους οποίους θα στηριχθεί».

Σε σχέση με την Ανατολική Μεσόγειο, η Τουρκία ακολουθεί μια «τακτική σαλαμιού» μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου, ενώ η ΕΕ εμφανίζεται κατακερματισμένη. Θα βλέπατε έναν στρατηγικό αναπροσανατολισμό της ευρωπαϊκής πολιτικής έναντι της Αγκυρας;

«Το πρόβλημα είναι διττό. Πρώτον, η Γερμανία. Δεύτερον, το ΝΑΤΟ. Η Γερμανία φοβάται λιγότερο ένα νέο προσφυγικό κύμα και πιο πολύ την ικανότητα της Τουρκίας να χρησιμοποιήσει εναντίον της την τουρκική κοινότητα εντός Γερμανίας. Στην πραγματικότητα, αναγνωρίζει ότι πολλοί Τούρκοι δεν έχουν ενσωματωθεί και θεωρούν τις εντολές του Ερντογάν υπεράνω του γερμανικού νόμου. Οσο για το ΝΑΤΟ, εκεί υπάρχουν απλώς ευχολόγια. Η ηγεσία της Συμμαχίας δεν θέλει να αναγνωρίσει ότι δεν μπορεί να εκδιωχθεί η Τουρκία και φοβάται για την απώλεια του μεγάλου αριθμού τούρκων στρατιωτών. Εν τέλει, η τουρκική παρουσία στο ΝΑΤΟ θα αναζωογονήσει την ιδέα ενός διακριτού ευρωπαϊκού στρατού που θα δημιουργηθεί χωρίς την Τουρκία και τελικά θα αντικαταστήσει το ΝΑΤΟ. Το ερώτημα τότε θα είναι πώς θα ταιριάξουν σε αυτόν οι ΗΠΑ και ο Καναδάς».

Η ηγεσία της Συμμαχίας δεν θέλει να αναγνωρίσει ότι δεν μπορεί να εκδιωχθεί η Τουρκία και φοβάται για την απώλεια του μεγάλου αριθμού τούρκων στρατιωτών.

Τι θα συμβουλεύατε την Αθήνα και τη Λευκωσία για τη διαχείριση της Τουρκίας;

«Η Αθήνα και η Λευκωσία πρέπει να καταστήσουν σαφές στην Ουάσιγκτον ότι δεν θα δεχτούν τον διχασμό μεταξύ τους. Ωστόσο, έχει έλθει η στιγμή για κάποιες σοβαρές ευρωπαϊκές κυρώσεις κατά της Τουρκίας, π.χ.: να μην επιτρέπεται σε τουρκικές πτήσεις να προσγειώνονται ή να ανεφοδιάζονται σε χώρες της ΕΕ, να μην επιτρέπεται σε αεροπορικές εταιρείες που προσγειώνονται στη βόρεια Κύπρο να προσγειώνονται σε ευρωπαϊκές χώρες, όποιος επισκέπτεται τη βόρεια Κύπρο να αντιμετωπίζει οικονομικές κυρώσεις».