Σε περιόδους κρίσεων και αβεβαιοτήτων οι κεφαλαιούχοι αναζητούν εναλλακτικές επενδύσεις. Τα αντικείμενα τέχνης και οι αντίκες αποτελούν μια προνομιακή επιλογή τους, κι αυτό επιβεβαιώνεται τους μήνες της παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης.

Ο διάσημος οίκος δημοπρασιών Sotheby’s ανακοίνωσε τις ημέρες αυτές ότι ο τζίρος του τριπλασιάστηκε από την αρχή της χρονιάς έως τις 30 Σεπτεμβρίου συγκριτικά με το αντίστοιχο χρονικό διάστημα πέρυσι και έφθασε τα 285 εκατ. δολάρια. Συγκεκριμένα, πούλησε 13.000 αντικείμενα έναντι μόλις 4.000 πέρυσι, ενώ από την 1η Μαρτίου που θέριεψε ο κορωνοϊός στη Δύση έως τις 31 Αυγούστου πούλησε 8.000 έργα τέχνης, 65% περισσότερα από το συγκεκριμένο εξάμηνο του 2019.

40,5 εκατ. πωλήσεις

Η αγορά έργων τέχνης έχει ούτως ή άλλως εκτιναχθεί τον 21ο αιώνα. Ειδικοί που μετείχαν σε έρευνα του BBC υπολογίζουν ότι το 2019 έγιναν συνολικά 40,5 εκατ. πωλήσεις έργων τέχνης και συλλεκτικών αντικειμένων από περίπου 310.810 επιχειρήσεις (φυσικές και διαδικτυακές) πώλησης έργων τέχνης παγκοσμίως. Στην αγορά μπήκαν και λιγότερο «παχυλά» πορτοφόλια. Ετσι ο μέσος όρος αξίας των αντικειμένων που διακινήθηκαν διαμορφώθηκε στις 10.000 δολάρια. Υπάρχουν ωστόσο κάποιες λεπτομέρειες «που κανείς δεν θέλει να παραδεχθεί όταν αναφερόμαστε στις επενδύσεις στην τέχνη», γράφει ο Τζέιμς Τάρμι στο BBC. «Αν η αξία ενός έργου τέχνης αυξάνεται διαρκώς, αυτό συνήθως συμβαίνει μέσω ενός μικρού αριθμού παραδοσιακών παραγόντων: μέσω των εμπόρων ειδών τέχνης που πείθουν τους ευκατάστατους πελάτες τους να ξοδέψουν περισσότερα, μέσω των οίκων δημοπρασιών που συγκεντρώνουν στις αίθουσές τους πλούσιους συλλέκτες, μέσω των αγοραπωλησιών που γίνονται μεταξύ των ίδιων των συλλεκτών και τέλος μέσω ενός μικρόκοσμου επιμελητών, μελετητών και κριτικών που διαμορφώνουν τις αντιλήψεις για την αξία ενός αντικειμένου» εξηγεί.

Οι νέοι αγοραστές τέχνης κατά κανόνα χάνουν διότι είναι σχεδόν βέβαιο ότι αυτό που αγοράζουν θα τους μείνει κρεμασμένο στον τοίχο. Διότι η αγορά δεν εκτιμά ως αντικείμενο προστιθέμενης αξίας ό,τι φαντάζει σαν μοναδικό στα μάτια του κατόχου του. Ετσι καλό θα είναι οι «επενδυτές των καιρών της κρίσης» να έχουν κατά νου έξι βασικούς κανόνες:

Οι έξι κανόνες

Πρώτον, αν ένα αντικείμενο πωλείται φθηνότερα από ένα άλλο δεν σημαίνει ότι είναι κελεπούρι. Υπάρχουν πολλές δυνάμεις της αγοράς που καθορίζουν τη ζήτηση, άρα και την αξία του, επισημαίνουν οι ειδικοί. Αλλη είναι η ζήτηση για βάζα της Δυναστείας των Μινγκ, άλλη για ένα γλυπτό των μέσων του 20ού αιώνα και άλλη για έναν πίνακα του γαλλικού ιμπρεσιονισμού.

Δεύτερον, στην αγορά τέχνης οι μεσάζοντες είναι χρήσιμοι. Στο ερώτημα γιατί να αγοράσει κανείς ένα έργο ενός εν ζωή καλλιτέχνη από γκαλερί (πληρώνοντας «καπέλο» 50%) και όχι από τον ίδιο τον καλλιτέχνη η απάντηση είναι ότι αυτός και η γκαλερί έχουν αμοιβαίο συμφέρον για να προωθηθούν και να ανατιμηθούν τα έργα στην αγορά.

Τρίτον, όταν αγοράζει κανείς ένα πρόσφατα φιλοτεχνηθέν έργο πληρώνει και το κόστος ζωής του καλλιτέχνη. Συμφέρει λοιπόν να αγοράζει κανείς ένα έργο που έχει αλλάξει χέρια.

Τέταρτον, ό,τι είναι παλαιότερο δεν σημαίνει ότι έχει μεγαλύτερη αξία. Πέρυσι στον Sotheby’s δημοπρατήθηκε χρυσό περιδέραιο 2.300 χρόνων από την εποχή των Ετρούσκων στα 14.500 δολάρια, ενώ στο Tiffany’s πουλήθηκε χρυσή αλυσίδα λαιμού «Maker’s» περίπου 1.000 δολ. ακριβότερα.

Πέμπτον, η τέχνη δεν ανατιμάται υποχρεωτικά. Υπάρχουν καλλιτέχνες που με την πάροδο του χρόνου χάνουν τη «λάμψη» τους. Εκτον, πρέπει είναι κανείς προσεκτικός με τη συμμετοχική επένδυση στην τέχνη, την αγορά δηλαδή από κοινού με άλλους επενδυτές ενός πολύ ακριβού (και σιγουρότερου ως τοποθέτηση) έργου. Ο κίνδυνος απομείωσης της εν λόγω επένδυσης είναι να χαθεί το ενδιαφέρον των επενδυτών επειδή… ουδείς εξ αυτών το έχει στην κατοχή του, σημειώνουν οι ειδικοί.

285 εκατ. δολάρια ήταν ο τζίρος από την αρχή της χρονιάς έως τις 30 Σεπτεμβρίου. 13.000 αντικείμενα πούλησε ο διάσημος οίκος δημοπρασιών Sotheby’s έναντι μόλις 4.000 πέρυσι.310.810 επιχειρήσεις (φυσικές και διαδικτυακές) ασχολούνται με πωλήσεις έργων τέχνης παγκοσμίως.10.000 δολάρια είναι ο μέσος όρος αξίας των αντικειμένων που διακινήθηκαν.

Καταχρήσεις στα κονδύλια για την αναστολή εργασίας σε Βρετανία και Γαλλία

Ζητήματα καταχρηστικής διαχείρισης της κρατικής αρωγής που έλαβαν για να θέσουν σε αναστολή εργασιών μέρος του εργατικού τους δυναμικού και να ξεπεράσουν τις συνέπειες του lockdown ανέκυψαν με επιχειρήσεις στη Βρετανία και στη Γαλλία. Στην πρώτη επιχειρήσεις επιστρέφουν οικειοθελώς 215 εκατ. στερλίνες (234 εκατ. ευρώ), ενώ στη δεύτερη οι έλεγχοι αποκάλυψαν απάτες ύψους 225 εκατ. ευρώ.
Περισσότερες από 80.000 βρετανικές επιχειρήσεις έχουν ήδη επιστρέψει στην κυβέρνηση χρήματα που έλαβαν για να χρηματοδοτήσουν σχήματα αναστολής εργασίας. Οι επιστροφές έγιναν με το αιτιολογικό ότι την αρωγή εν τέλει δεν τη χρειάστηκαν ή ότι την εισέπραξαν κατά λάθος. Οπως σημειώνει το BBC, τα χρήματα που επιστράφηκαν δεν αποτελούν παρά ένα ελάχιστο μέρος των 35,4 δισ. στερλινών (37,5 δισ. ευρώ) που είχε δαπανήσει η κυβέρνηση του Μπόρις Τζόνσον έως τις 16 Αυγούστου (μέχρι τότε υπάρχουν διαθέσιμες στατιστικές) προκειμένου να χρηματοδοτήσει το πρόγραμμα προστασίας εργαζομένων και επιχειρήσεων.

Ποινικό αδίκημα

Βάσει του βρετανικού προγράμματος οι εργαζόμενοι σε αναστολή εισέπρατταν το 80% του μισθού τους έως το ποσό των 2.500 στερλινών (2.700 ευρώ) μηνιαίως. Αξιωματούχοι της κυβέρνησης πιστεύουν ότι περί τα 3,5 δισ. στερλίνες (3,8 δισ. ευρώ) καταβλήθηκαν κατά λάθος ή «εισπράχθηκαν από απατεώνες».
Στη Γαλλία περίπου 50.000 έλεγχοι που διενεργήθηκαν σε ισάριθμες αιτήσεις για «μερική ανεργία», όπως αποκαλούν εκεί την αναστολή εργασίας, αποκάλυψαν 9.500 περιπτώσεις με «υποψία απάτης» – μιλάμε για μία στις πέντε περιπτώσεις! Ηδη έχει ξεκινήσει ποινική διαδικασία σε 440 περιπτώσεις, σύμφωνα με πηγές του γαλλικού υπουργείου Εργασίας. Συνολικά η απάτη υπολογίζεται σε 225 εκατ. ευρώ από τα περίπου 30 δισ. ευρώ που εκταμίευσε για το πρόγραμμα αρωγής η γαλλική κυβέρνηση. Οι προσφυγές αφορούν περίπου 130 εκατ. ευρώ, καθώς τα υπόλοιπα έχουν ήδη εισπραχθεί.