Το έλεγε ο Τ. Σ. Ελιοτ που, όπως και να πεις, ήξερε να στοχάζεται πάνω στη ζωή. «Δεν πιστεύω ότι γερνάει κανείς. Νομίζω πως αυτό που συμβαίνει είναι ότι νωρίς στη ζωή, σε μια ορισμένη ηλικία, μένει κάποιος ακίνητος και βαλτώνει». Αν θέλει κανείς να δει τι θα πει ενάργεια, ας κοιτάξει την περίπτωση του Κώστα Τσόκλη. Καθώς συμπληρώνονται ενενήντα χρόνια από τη γέννησή του, το Ιδρυμα Β. & Μ. Θεοχαράκη τιμάει με μια μεγάλη αναδρομική αυτόν τον εσαεί παθιασμένο δημιουργό, άνθρωπο και συνομιλητή, ο οποίος «δεν υπηρέτησε ποτέ κανέναν», αλλά εξακολουθεί να δημιουργεί έργα ή να προσφέρει μέσα από το Μουσείο του στον Κάμπο της Τήνου. Στην έκθεση «Κώστας Τσόκλης. Ζωγραφική. Ορια και υπερβάσεις» θα παρουσιαστούν πενήντα πολύτιμα και αντιπροσωπευτικά έργα της πορείας του από το 1955 μέχρι πρόσφατα σε επιμέλεια Τάκη Μαυρωτά. Από τα πορτρέτα των γονιών του στις αφηρημένες διατυπώσεις έργων και τους πειραματισμούς με τα εξωζωγραφικά στοιχεία και τον διάλογο της αναπαράστασης με την τεχνολογία, «ο Τσόκλης, στο πέρασμα του χρόνου, μένει πιστός στην αδιάσπαστη πορεία της έμπνευσής του και ακριβέστερα της ίδιας της ανανεωτικής του δράσης» όπως σημειώνει ο επιμελητής της έκθεσης.

 

Κύριε Τσόκλη, πώς αντιμετωπίσατε το πρόσφατο φαινόμενο της πανδημίας και του lockdown;

«Mε στωικότητα. Το προσλαμβάνω σαν μια υπενθύμιση της φύσης, ότι είναι πάντα εδώ και ότι είναι ικανή στο πείσμα του ανθρώπου να παραγάγει νέες μορφές ζωής, φιλικές ή εχθρικές προς τον άνθρωπο. Και όπως εκείνος για να επιβιώσει επιτέθηκε και υπόταξε ζώα και φυτά, ουρανό, ποτάμια και θάλασσες, έτσι και αυτά τα νέα πλάσματα μάχονται για να επιβιώσουν. Δυστυχώς η εποχή του ανθρώπου κάποτε θα τελειώσει κι αυτή όπως τόσες άλλες και για αυτό, νομίζω, παλεύουμε, ώστε τα σημάδια της εποχής μας να είναι ενδιαφέροντα».

 

Πόσο σας δυσκόλεψαν οι περιορισμοί;  

«Δεν μου δημιούργησαν ιδιαίτερα προβλήματα, εξάλλου τώρα πια δεν πολυκυκλοφορώ. Η εικόνα όμως των ανθρώπων που η μάσκα τους καθιστά όλους όμοιους με προβληματίζει. Ημουν ήδη πολέμιος προς την εκπαίδευση που θέλει με τον έπαινο ή τον ψόγο να εξομοιώσει όλα τα παιδιά του κόσμου, μαθαίνοντάς τους τα ίδια πράγματα, ζητώντας από όλα τις ίδιες ικανότητες, αδιαφορώντας καταστροφικά για την έμφυτη διαφορετικότητά τους, βαθμολογώντας μάλιστα το μέτρο της υποτέλειάς τους στις αποφάσεις και στις επιλογές άλλων. Αλλων οι οποίοι με τη σειρά τους υπακούουν σε άλλων επιλογές και συμφέροντα».

 

Από τη μεγάλη εμπειρία σας ως κατοίκου της Ελλάδας, αλλά και του κόσμου, υπάρχει άλλη περίοδος στην Ιστορία με την οποία μπορείτε να συγκρίνετε το κλίμα αυτής της περιόδου;

«Οχι, δεν νομίζω. Αυτή τη φορά υπάρχει κάτι που σε αδρανοποιεί. Μια ατμόσφαιρα λίγο μεταφυσική, μια παραδοχή ισότητας που με εκνευρίζει, ένας φόβος, μια υποταγή. Σε άλλες στιγμές δύσκολες, πείνας, φτώχειας, πολέμου, Κατοχής, δικτατορίας, μπορούσες να αντιδράσεις. Τώρα υποτάσσεσαι και περιμένεις. Περιμένεις τον ιό, την ασθένεια, το νοσοκομείο, τον θάνατο, το φάρμακο, το εμβόλιο, το θαύμα».

 

Εχετε πραγματοποιήσει περισσότερες από εκατό εκθέσεις (αυτή είναι η 122η ατομική σας) σε μουσεία, πανεπιστημιακά ιδρύματα, εθνικές πινακοθήκες. Τι σημαίνει για εσάς η έκθεση στο Ιδρυμα Θεοχαράκη σε αυτή τη φάση της ζωής σας;

«Πρώτα-πρώτα είναι μια ζωντανή αντίδραση προς αυτή την ταπεινωτική αδράνεια που σας περιέγραψα. Μετά, μια ακόμη περιοδική ανάγνωση, έστω και περιληπτική, της ζωής μου και της τέχνης μου. Κι ακόμα – γιατί να το κρύψω; – η επιδίωξη μιας μεγαλύτερης κατανόησης από τη μεριά των ανθρώπων που η τέχνη τους αφορά, της προσφοράς μου στην υπόθεση της σύγχρονης τέχνης παγκοσμίως. Ισως μέσω αυτής της έκθεσης θέλω να καλύψω, να δικαιώσω τις συχνά δυσνόητες πράξεις μου, τον προκλητικό μου λόγο, την παράξενη συμπεριφορά μου απέναντι σε πρόσωπα, καταστάσεις και αξίες που, ενώ για άλλους είναι ιερές, εγώ τόλμησα να τις αμφισβητήσω. Να αποδείξω δηλαδή πως μόνο με μια τέτοια ή ανάλογη συμπεριφορά γίνονται αυτά τα έργα και από αυτά να κριθώ. Να αποδείξω με έργα και όχι μόνο με λόγια την πατρότητά μου στα έκθετα έργα μου, αν τέτοια υπάρχουν, να συνδέσω τα σπασμένα κομμάτια μιας ιστορικής αλυσίδας, που από το χθες μας οδήγησε στο σήμερα».

«Θαλασσογραφία» (2020) που έχει δημιουργηθεί με την τεχνική των ακρυλικών σε καμβά μαζί με πέτρες και καθρέφτη.

 

Κοιτώντας πίσω στη ζωή και στην καριέρα σας, ποια εντοπίζετε ως τη δημιουργική περίοδο με τη μεγαλύτερη ορμή και πάθος;

«Πρώτα εκείνα τα τέσσερα χρόνια που, παιδί ακόμα, δούλεψα στα ντεκόρ των κινηματογράφων κοντά στον Φαεινό και στον Βακιρτζή. Εκεί έδωσα την ψυχή μου και φορμάρισα τον χαρακτήρα μου. Μετά, εκείνα τα πικρόγλυκα χρόνια της Ρώμης και του Παρισιού (πριν από την αναγνώριση) και τώρα τα τελευταία χρόνια που απαιτούν θέληση και επιμονή. Τα άλλα ήταν χρόνια επιτυχίας, ικανοποίησης, παραγωγής, χωρίς όμως ποτέ να μου λείψει το πάθος, ποτέ η ορμή, η επιθυμία του απρόοπτου. Αυτά στην τέχνη. Γιατί στη ζωή, αντίθετα, ήμουν πάντα πιο συγκρατημένος. Τουλάχιστον τα τελευταία πενήντα χρόνια. Ο φίλος μου ο Φινοκαλιώτης λέει πως είμαι ένας συντηρητικός επαναστάτης και σαν να μου φαίνεται πως έχει δίκιο, γιατί πιστεύω πως ένας ταξιδευτής έχει πάντα ανάγκη από μια άγκυρα και μια πυξίδα για να μη χαθεί μέσα στην απεραντοσύνη των δυνατοτήτων».

 

Είναι η ορμή και το πάθος αναπόσπαστα συστατικά της δημιουργίας;

«Δεν ξέρω. Είναι ζήτημα τύχης. Αν η ορμή σου σε μια στιγμή απροσεξίας δεν σε ρίξει στην κόλαση, μπορεί να ελπίζεις στον παράδεισο. Αν το πάθος δεν γίνει έξη, μπορείς να ελπίζεις στην αποκάλυψη. Αυτός που έφτιαξε τον Ηνίοχο δεν νομίζω πως δούλευε με ορμή και πάθος, αλλά με ισορροπία και ψυχραιμία. Ο Ροντέν αντίθετα. Ο Μοντριάν δούλεψε με περισυλλογή. Ο Βαν Γκογκ όχι. Δεν υπάρχουν κανόνες στη δημιουργία, ούτε η έμπνευση αγοράζεται στα σουπερμάρκετ. Πολλοί ταλαντούχοι καταστράφηκαν από υπερβολική δόση πάθους και πολλοί αχρηστεύτηκαν από τον φόβο του αγνώστου».

 

Πώς τα διατηρεί κανείς, εσείς εν προκειμένω, όταν φεύγει από την ηλικιακή περίοδο με την οποία τα συνδέουμε συνήθως, τη νεότητα;

«Αν χαρακτηριστικά της νεότητας είναι το θάμπος, ο θαυμασμός, το όνειρο, η επαναστατικότητα, θα έλεγα ότι κάτι μένει ακόμα μέσα μου από νεότητα. Αν είναι η σωματική ρώμη και ο έρωτας, τώρα πια ξαναστύβω τις λεμονόκουπες. Αν αυτό σας απασχολεί. Ομως ένας δημιουργός προσβλέπει στο αύριο. Αρα παραμένει πάντα παιδί. Ενα παιδί που κουβαλάει στους ώμους του, όταν τα χρόνια περάσουν, ένα συχνά ασήκωτο φορτίο γνώσεων, εμπειριών, αναμνήσεων, τραυμάτων, απογοητεύσεων, ελπίδων».

Ενα από τα έργα της έκθεσης: «Κόκκινο δέντρο» (2008), ακρυλικό σε μουσαμά και ξύλο.

 

Ενα έργο τέχνης είναι μια εξομολόγηση, έλεγε ο Καμί. Τι πιστεύετε ότι εξομολογείται το έργο σας;

«Το πρώτο είναι η παραδοχή της παρανομίας μου να φτάσω στο επίπεδο των προσδοκιών μου, αλλά και της ματαιοδοξίας μου, ή αν προτιμάς της φιλοδοξίας μου. Της φιλοδοξίας να μείνει ένα δικό μου αντικείμενο, μια δικιά μου ιδέα που να δικαιώνει το πέρασμά μου από τη ζωή, αλλά και ένας μάρτυρας, μια μαρτυρία για την εποχή μου, τα ελαττώματα και τις αρετές μου, τις αρετές της. Μακάρι η υπόθεση Τσόκλης να μην είχε ανάγκη το αντικείμενο-έργο, αυτόν τον καταδότη της ανικανότητάς μας».

 

Η τέχνη σας βοήθησε να γνωρίσετε καλύτερα τον εαυτό σας;

«Ναι. Μου έδωσε το μέτρο των πραγματικών μου διαστάσεων, αλλά μου έδειξε και τα κρυφά μονοπάτια του ψεύδους που άνοιξαν απλόχερα η άγνοια και η αδιαφορία του κοινού. Και τώρα που μεγάλωσα μου ζητεί επιμόνως να αποφασίσω, να ονομάσω, να συμπεριφερθώ για να με κρίνει, ή καλύτερα να με κατατάξει».

 

Λένε ότι ένα πραγματικό έργο τέχνης δεν τελειώνει ποτέ. Νιώθετε έτσι όταν αντικρίζετε έργα σας;

«Σίγουρα, πως ουσιαστικά ο καλλιτέχνης, παρά τις συχνές του αποδράσεις, φτιάχνει ένα και μόνο έργο στη ζωή του. Αρα, όσο εξακολουθεί να πράττει ή να λέει, το έργο δεν έχει ακόμη τελειώσει. Αν μάλιστα έχει την τύχη και άλλοι νεότεροι από αυτόν να βαδίζουν στα δικά του  αχνάρια, το έργο του δεν θα τελειώσει ποτέ, και όσο δεν τελειώνει υπάρχει ελπίδα».

 

Εχετε ζήσει τη ζωή σας όπως επιθυμούσατε ή όπως μπορέσατε;

«Σίγουρα έζησα όπως μπόρεσα. Ομως ποτέ όπως ήθελαν άλλοι. Εζησα μάλλον όπως έπρεπε να ζήσω, όπως πρέπει να ζει ένας ελεύθερος άνθρωπος. Αν εξαιρέσω τα λίγα παιδικά μου χρόνια, δεν υπήρξα ποτέ υπάλληλος κανενός. Δεν μπήκα ποτέ σε κάποιο κόμμα, σε κάποια ομάδα. Δεν υπερασπίστηκα γενικές ιδέες. Και ίσως για αυτό υπέφερα στη ζωή μου. Φυσικά μετανιώνω τώρα που δεν έκανα κάποια πράγματα που θα μπορούσα να είχα κάνει για να πλουτίσω τις εμπειρίες και τις αναμνήσεις μου. Αλλά φαίνεται πως δεν τα ήθελα. Δεν τα είχα ανάγκη. Οχι γιατί τα φοβήθηκα. Και στην τέχνη έκανα πάντα αυτό που ήθελα. Οχι μόνο αυτό που μπορούσα. Γιατί, πίστεψέ με, μπορούσα πολλά. Και αυτό το λέω σαν παρατηρητής του εαυτού μου και όχι σαν ξιπασμένος καλλιτέχνης. Οχι δεν έκανα επιλογές. Ακολούθησα τυφλά τη μοίρα μου, αυτή με οδηγούσε και με αυτή με κρατά όρθιο μέχρι τώρα. Ποτέ, ποτέ δεν επιλέγω. Απορροφώ μόνο την ουσία του υπάρχοντος. Γιατί για εμένα δεν υπάρχει η έννοια του καλού ή του κακού, του ωραίου ή του άσχημου, του σωστού ή του λανθασμένου. Ολα περιέχουν σπόρους έμπνευσης και είναι το έργο που τα εξιλεώνει, που τα δικαιώνει ή όχι».

INFO
«Κώστας Τσόκλης. Ζωγραφική. Ορια και υπερβάσεις»: Ιδρυμα Β. & Μ. Θεοχαράκη (Βασ. Σοφίας & Μέρλιν 1), από τις 7/9 έως τις 8/11.