Την έλλειψη κοινωνικού κριτηρίου στις τοποθετήσεις  εκπαιδευτικών ΑμΕΑ ή εκπαιδευτικών γονέων ΑμΕΑ καυτηριάζει σε επιστολή – διαμαρτυρία αναπληρώτρια εκπαιδευτικός στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση που πάσχει από σκλήρυνση κατά πλάκας. Η εκπαιδευτικός Ε.Β. επικοινώνησε με tovima.gr το οποίο και δημοσιεύει την επιστολή – διαμαρτυρία της η οποία φωτογραφίζει το πρόβλημα των ατόμων με ειδικές ανάγκες, τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν στην άσκηση του επαγγέλματός τους αλλά και την έλλειψη οποιαδήποτε μέριμνας ή κοινωνικού κριτηρίου από την πλευρά του κρατικού μηχανισμού.

Ακολουθεί ολόκληρη η επιστολή της εκπαιδευτικού Ε.Β.

«Εκπαιδευτικοί ΑμεΑ καθώς και όσοι είναι γονείς ανάπηρων παιδιών ένιωσαν να χάνεται η γη κάτω απ’ τα πόδια τους με τη νέα ρύθμιση που έγινε από το Υπουργείο Παιδείας και αφορά τις μόνιμες τοποθετήσεις εκπαιδευτικών μετά τις προκηρύξεις 3ΕΑ/2019, 1ΓΕ/2019 και 2ΓΕ/2019.

Τα τελευταία πολλά χρόνια, οι εν λόγω ομάδες προτάσσονταν στις τοποθετήσεις κατά τους διορισμούς και τις προσλήψεις αναπληρωτών εκπαιδευτικών. Βέβαια, υπήρχε πρόταξη στον πινακα μόνο για παθήσεις όπως η Σκλήρυνση κατά Πλάκας και η Μεσογειακή Αναιμία ενώ αφήναν εκτός λίστας άλλες σοβαρές  παθήσεις, όως  νεφροπάθειες,  αιμορροφιλία, AIDS, λευχαιμία, νόσος του Crohn, καρκίνο σε προχωρημενο στάδιο ή γενικά εκπαιδευτικούς με αναπηρία άνω του 67%.

Με τον καινούργιο νόμο (4589/2019) της Υπουργού Παιδείας κ. Νίκης Κεραμέως, οι πρωτοδιοριζόμενοι οφείλουν να «υπηρετήσουν» για δύο συναπτά  έτη στην οργανική τους θέση όπως αυτή έχει οριστεί από το Υπουργείο πριν εκείνοι αναζητήσουν μετάθεση ή απόσπαση σε σχολείο κοντά στον τόπο κατοικίας τους προκειμένου να διευκολύνεται η μετακίνησή τους και η πρόσβασή τους στο χώρο εργασίας τους.

Η διετής υπηρεσία τους στην οργανική τους θέση μπορεί να είναι χιλιόμετρα μακριά από τη μόνιμη κατοικία τους με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη καθημερινή διαβίωση και την εργασία των εκπαιδευτικών με αναπηρία ή των εκπαιδευτικών που έχουν ανάπηρα παιδιά.

Η πρόταξη που ίσχυε μέχρι και πέρυσι και επί σειρά  ετών ως ένα κοινωνικό κριτήριο για την τοποθέτηση αυτής της ειδικής ομάδας εκπαιδευτικών,  αντικαταστάθηκε με μια κενή και άνευ ουσίας και λειτουργικότητας μοριοδότηση που καθορίζεται στη βάση του ποσοστού  αναπηρίας των εκπαιδευτικών ή των παιδιών τους.

Με άλλα λόγια, οι ανάπηροι εκπαιδευτικοί ή οι εκπαιδευτικοί, γονείς ανάπηρων παιδιών,  θα λάβουν  20 με 30 μόρια επιπλέον από αυτά που είχαν,  κάτι που στην πράξη δεν τους βοηθάει καθόλου στο να γίνουν οι οριστικές τοποθετήσεις τους σε σχολικές μονάδες κοντά στον τόπο κατοικίας τους.

Κατά συνέπεια η ευαίσθητη αυτή κοινωνική ομάδα των εκπαιδευτικών δεν έχει άμεση πρόσβαση :

-στους θεράποντες γιατρούς και τα νοσοκομεία που είναι σημεία αναφοράς για τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζουν

-στα κέντρα αποκατάστασης/φυσικοθεραπευτικά κέντρα

-σε δομές υγείας και κέντρα που προσφέρουν υπηρεσίες όπως π.χ. λογοθεραπεία/εργοθεραπεία

-στο οικογενειακό ή άλλο υποστηρικτικό περιβάλλον που τους παρέχει βοήθεια σε πρακτικά, καθημερινά  θέματα λειτουργικότητας

Επιπλέον, το να υπηρετεί ΑμΕΑ εκπαιδευτικός με κινητικά προβλήματα σε σχολικές μονάδες – και δεν είναι λίγες –  που έχουν ελλείψεις σε υποδομές, όπως ράμπες, ειδικές τουαλέτες, ανελκυστήρες) ή να πρέπει να ενοικιάσει σπίτι που δεν πληρεί τις προϋποθέσεις για τη διαβίωση και τις ανάγκες  ενός  ΑμεΑ ενισχύει το επιχείρημα και τη φωνή των εκπαιδευτικών με αναπηρία ότι πρέπει να υπάρξει νομοθετική ρύθμιση για το θέμα αυτό.

Η δική μου διαμαρτυρία δεν είναι η πρώτη και δυστυχώς δεν φαίνεται να είναι και η τελευταία. Ήδη δεκάδες άλλες έχουν αποσταλεί στο Υπουργείο Παιδείας καθώς και στο Συνήγορο του Πολίτη με συλλογικά αλλά και ατομικά αιτήματα για να αρθεί η αδικία για τους εκπαιδευτικούς ΑμεΑ και τους γονείς με ανάπηρα τέκνα, ενώ γνώση επί του θέματος έχει λάβει και η ΕΣΑμεΑ.