Σκηνοθέτης, ηθοποιός, διανοούμενος, δάσκαλος: Ο Βασίλης Παπαβασιλείου ξέρει πώς να στρέφεται στο παρελθόν για να μιλήσει για το παρόν, αντλώντας «νερό» από κάθε πηγή γνώσης και εμπειρίας. Με οδηγό τα αρχαία κείμενα και τους αρχαιολογικούς τόπους, κάνει ένα ταξίδι στο κουκούτσι της Ιστορίας, της δημοκρατίας και του θεάτρου. Αλλά δεν χάνει ούτε το χιούμορ ούτε τον αυτοσαρκασμό του: «Του χρόνου, με αφετηρία την είσοδό μου στη δραματική σχολή, κλείνω 50 χρόνια στο θέατρο. Προσέξατε ότι η δική μου επέτειος συμπίπτει με τα 200 χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης;».

Κύριε Παπαβασιλείου, αφήσατε τον Φωκίωνα και επιστρέφετε στη σκηνοθεσία…

«Πράγματι, ο Φωκίων και η Φρυνίχου ήταν μια μοναξιά. Και ο Παπαβασιλείου-σκηνοθέτης έχει ανάγκη να ξαναζήσει με την ομάδα. Ωστόσο παραμένω δισυπόστατος, γιατί υπάρχει πάντα η επιμονή του Φωκίωνα, που μου λέει να ξανοιχτώ και στον κόσμο, με αφορμές από το παγκόσμιο σκηνικό, βλέπε Τραμπ. Δεν είναι μόνον εδώ οι ψεκασμένοι».

Θεωρείτε ότι το φαινόμενο είναι γενικευμένο;

«Φυσικά, μιλάμε για την καθολικότητα της ανοησίας. Ο πολιτισμός μας βρίσκεται στη φάση της ανοησίας. Διάγουμε την εποχή της ανοησίας. Καμιά φορά πρέπει να βλέπουμε τα πράγματα και υπό το πρίσμα των μερών του λόγου. Τι μέρος του λόγου είμαστε; Επιφώνημα. Και κάτι ακόμα μας χαρακτηρίζει: Ο υπερθετικός βαθμός του επιθέτου. Μιλάμε από υπερθετικό και πάνω. Αυτό είναι ένα παράπλευρο κέρδος της αποθέωσης της τεχνολογικής επικοινωνίας».

Που μας καθιστά σύγχρονους;

«Δεν γίνεται ατιμωρητί κανείς απολύτως σύγχρονος. Εμείς που ασχολούμαστε με το θέατρο, αναρωτιόμαστε τι είναι παρόν, ποιο είναι το παρελθόν και πόσο παρελθόν υπάρχει μέσα στο παρόν. Υπούλως αυτός ο εκδημοκρατισμός της έκφρασης και της επικοινωνίας οδηγεί στη διάχυση και διάδοση της ανοησίας.

Με βάση την ελληνική εμπειρία της τελευταίας δεκαετίας, κι επειδή υπάρχουν πολλοί άνθρωποι στην Ελλάδα παρουσιάζονται τα φαινόμενα του ψεκασμού, της υστερίας της καρικατούρας, της επανάληψης της Ιστορίας. Φαίνεται, τελικώς, ότι ο άνθρωπος είναι νοήμων κατ’ εξαίρεση».

Με τις καλοκαιρινές σας παραστάσεις φέρνετε το παρελθόν στο παρόν…

«Είναι οι Δράσεις σε Αρχαιολογικούς Χώρους με το Εθνικό Θέατρο και ο «Περίπατος» της Επιδαύρου. Στον «Περίπατο» έχουμε μια εβδομαδιαία εγκυκλοπαίδεια του θεάτρου, περιπατητικού τύπου, ανάμεσα στις πορτοκαλιές της Επιδαύρου με δύο δίωρα την ημέρα (14 δίωρα συνολικά), στα οποία θα διατρέξουμε συζητώντας και περιπατώντας όλα τα θέματα που έχουν να κάνουν με αυτή τη μεγάλη επιχείρηση που λέγεται θέατρο».

Και οι Δράσεις του Εθνικού;

«Βασίζεται στην εργασία, επιλογή, μετάφραση και σύνθεση του Γιάννη Λιγνάδη και είναι εξαιρετική. Θουκυδίδης, Ηρόδοτος, Αριστοτέλης, Πλούταρχος. Μέσα από αυτά τα κείμενα χτίζεται μια βαθμιαία πορεία από τον 8ο π.Χ. αιώνα ως τον 5ο, τον αιώνα τον κλασικό, της ακμής της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Σαν ένα οδοιπορικό της Δημοκρατίας – ίσα που ακουμπάμε το όριο του 5ου αιώνα».

Σε τι μορφή θα είναι η παράσταση;

«Αφηγηματική. Μια διαχείριση της συνύπαρξης του φυσικού χώρου, χωρίς σκηνικό, ίσως ούτε καρέκλες, κάτω από φυσικό φως, χωρίς προβολείς».

Και τι θα μάθουμε;

«Μπορεί να μάθουμε πράγματα που ξέρουμε ήδη. Ισως τώρα, λόγω καραντίνας, να ξεχάσαμε τι σημαίνει το γεγονός της σύναξης, σε ό,τι αφορά την πρόσληψη του πράγματος, μολονότι εδώ δεν μιλάμε για κανονική παράσταση. Ο συμμερισμός των πραγμάτων στο πλαίσιο μιας τέτοιας εμπειρίας-δρωμένου μάς υπενθυμίζει τη μοναδικότητα του θεάτρου».

Σας εξέπληξε πόσο πολύ επλήγη το θέατρο με τον κορωνοϊό;

«Οχι, όχι, καθόλου. Ηξερα ότι το θέατρό μας είναι σε πήλινα πόδια, κομμάτι της παγκόσμιας εκφραστικής δημοκρατίας. Είμαστε μια χώρα που βγάζει 600-700 ηθοποιούς τον χρόνο. Από μιαν άποψη και το ηθοποιικό επάγγελμα και το δημοσιογραφικό – θα μου επιτρέψετε να πω – υφίστανται τις συνέπειες των επαναστάσεων της εποχής μας. Προϊόντος του χρόνου, το να είναι κανείς ηθοποιός ή δημοσιογράφος θα είναι όλο και πιο δύσκολο, αλλά εν δυνάμει πολύ πιο σπουδαίο.

Πιστεύω ότι είναι η ανάγκη των κοινωνιών να έχουν σπουδαίους ηθοποιούς, δημοσιογράφους ή, όπως πρόσφατα καταλάβαμε, σπουδαίους γιατρούς. Θέλω να έχω σπουδαίους γιατρούς, όχι για τον εαυτό τους αλλά για τους άλλους. Το ίδιο και οι ηθοποιοί. Επειδή συνδέεται δομικά η υπόθεση ηθοποιός με τα στοιχεία του ναρκισσισμού, λέμε αυτός είναι ηθοποιός για τον εαυτό του… Ρώτησαν τον Ορσον Γουέλς γιατί πάνε οι άνθρωποι στο σινεμά. Κι εκείνος τους απάντησε «για να μάθουν να πεθαίνουν»».

Θέατρο γιατί πάμε;

«Για να είμαστε οι ίδιοι αλλιώς αυτές τις δύο ώρες. Αυτή η τροποποίηση της ύπαρξης είναι το βασικό στοίχημα και της δουλειάς του θεάτρου και του ηθοποιού, και είναι συναρπαστικό».

Πού μπορεί να οδηγήσει τη χώρα η πρόσφατη δυσάρεστη εμπειρία της;

«Ολο αυτό που ζήσαμε μπορεί να αποτελέσει αφορμή για να σκεφτεί κανείς και να ξανασχεδιάσει μια άλλη εκπαιδευτική πολιτική. Και θα ήθελα να χρησιμεύσει η περιπέτεια του κορωνοϊού. Το εύχομαι – δεν κοστίζει τίποτα μια ευχή».

Η Δημοκρατία κινδυνεύει;

«Εξ ορισμού και εκ καταγωγής, η Δημοκρατία είναι μια εμπειρία δύσκολη, ένα άθλημα δύσκολο. Επομένως από μιαν άποψη είναι πάντα εκτεθειμένη σε κινδύνους. Η Δημοκρατία είναι φτιαγμένη για να κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή. Κι αυτό δεν θα το αποφύγει, επειδή έχει μερικά δομικά συστατικά, που την κάνουν τρωτή και ευάλωτη. Αντιστρόφως τα ίδια χαρακτηριστικά μπορούν να την ενισχύσουν. Πιστεύω ότι αυτή η δεκαετία που πέρασε αποδεικνύεται μια άσκηση για εμάς τους νεοέλληνες και τερματίζει τον δεύτερο αιώνα του Νέου Ελληνικού Κράτους. Και μας δίνει το δικαίωμα να πούμε ότι τα πρώτα διακόσια χρόνια είναι δύσκολα».

Η απειλή, ο φόβος μπορούν να βγουν σε καλό;

«Δεν μπορούμε να απαντήσουμε καθολικά. Πάντα οι απειλές εν δυνάμει ενεργοποιούν τη σκέψη, τις δυνάμεις του αναστοχασμού του ατόμου, αφού περάσει το πρώτο στάδιο του φόβου για τη ζωή του και τη ζωή των ανθρώπων του. Επομένως υπάρχει και η θετικότητα της απειλής».

Αναμενόμενη η θετική αντίδραση της Ελλάδας;

«Πιστεύω ότι επειδή οι Ελληνες πολιτικολογούν και δεν πολιτεύονται, κάποια στιγμή και μετά την εμπειρία του ’10 έγιναν πιο ρεαλιστές. Ανέθεσαν στην πολιτική ένα έργο που υποτίθεται ότι της ανήκει, αλλά συνήθως χάνεται καθ’ οδόν στη μετάφραση. Τη διακυβέρνηση. Νομίζω ότι σε μεγάλο βαθμό οι Ελληνες είχαν την ανάγκη να κυβερνηθούν, και στην περίπτωση αυτήν έχουμε μια εφαρμογή με τη θέση που δόθηκε στους ειδικούς: Οτι δεν τα ξέρω όλα. Είναι λυτρωτικό το «δεν τα ξέρω όλα» και για τον πολιτικό και για το ακροατήριό του. Γιατί ένα μέρος του ακροατηρίου μπορεί να πιστεύει ότι η πολιτική είναι τα πάντα. Αν όμως είναι τα πάντα, καταλήγει να μην είναι τίποτα…

Το σημείο της οριοθέτησης ανάμεσα στον πολιτικό και τον λόγο του ειδικού, του αρμοδίου, είναι ένα μεγάλο μάθημα».

Ο Φωκίων θα επιστρέψει στη σκηνή;

«Δεν μπορώ να προσδιορίσω τον χρόνο επιστροφής του, αλλά μια επιστροφή τη χρωστάει»