Γιατί αξίζει να γνωρίσει κανείς τον Ζακ Ανρί Λαρτίγκ (1894-1986) αν δεν γνωρίζει το όνομά του και το έργο του; Μα ήταν ένας από τους πρωτοπόρους φωτογράφους του 20ού αιώνα, ο άνθρωπος που ερήμην του έδειξε ότι μπορούν να υπάρχουν και νέοι, περιπετειώδεις ή και αστείοι τρόποι για να αποτυπώνεις τον κόσμο γύρω σου. Ακόμη και όταν ζεις στο κατώφλι μιας νέας εκατονταετίας (ή ίσως ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο), ακόμη και αν η ηλικία σου όταν φωτογραφίζεις όσα βλέπεις δεν αντιστοιχεί σε διψήφιο αριθμό. Ο Ζακ Ανρί Λαρτίγκ ήταν μόλις οκτώ ετών όταν ο πατέρας του τού δώρισε μια Jumelle box camera, καθώς είχε ήδη διαβλέψει ότι ο φιλοπερίεργος μικρός θα την αξιοποιούσε κατάλληλα. Και βέβαια ο «μικρός» όχι μόνο δεν τον διέψευσε αλλά εντυπωσιάζει με τη σπινθηροβόλα ματιά του ακόμη και σήμερα.

Από την πρώτη στιγμή, ο Λαρτίγκ άρχισε να φωτογραφίζει τον κόσμο γύρω του, τη θαλπωρή του σπιτιού και του οικογενειακού περιβάλλοντος. Το δωμάτιό του, τον αγαπημένο μεγαλύτερο αδελφό του Zissou, τις θείες και τα εξαδέλφια, το πιστό υπηρετικό προσωπικό. Ηταν 1902 και ο αιώνας που χάραζε θα αξιοποιούσε με φόρα τις προοπτικές του. Μέχρι δηλαδή να συναντήσει το πρώτο εμπόδιο στον δρόμο του, το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και να σημειωθεί το πρώτο μελανό σημείο στη «διαγωγή» του. Στη Γαλλία, γενέτειρα του Ζακ Ανρί Λαρτίγκ, αυτή η αισιόδοξη περίοδος που τελείωσε απότομα το 1914 είχε χαρακτηριστεί ως Μπελ Επόκ.

Στο βιβλίο με τίτλο «The Boy and the Belle Époque», το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Thames & Hudson, η Λουίζ Μπέρινγκ εστιάζει σε αυτή την περίοδο της ζωής του Λαρτίγκ, δηλαδή από τα παιδικά έως τα εφηβικά του χρόνια, και σταχυολογεί φωτογραφίες του, τις περισσότερες από τις οποίες τράβηξε προτού κλείσει τα 18 του χρόνια.

Ηταν ξέγνοιαστα χρόνια για τον Ζακ και τους οικείους του, μια εύπορη οικογένεια που ζούσε στο Παρίσι και έβρισκε καταφύγιο στο εξοχικό της Οβέρν. Η ματιά του νεαρού Λαρτίγκ αντανακλούσε βέβαια αυτόν τον προνομιούχο κόσμο, καθώς ο ίδιος ήταν το αγαπημένο και καλομαθημένο παιδί μιας οικογένειας της μπουρζουαζίας η οποία ήταν ιδιαίτερα απελευθερωμένη. Για παράδειγμα, ο πατέρας του Ζακ, ένας τραπεζίτης, μηχανικός και από τους πιο πλούσιους ανθρώπους της Γαλλίας, ήταν της άποψης ότι τα παιδιά του δεν χρειαζόταν να πάνε σχολείο από τη στιγμή που μπορούσαν να έχουν δασκάλους στο σπίτι να τους μαθαίνουν πράγματα για τον κόσμο και τη ζωή. Η πρωταρχική αποστολή των εκπαιδευτικών ήταν μία: να κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να διασκεδάζουν τα παιδιά. «Εχω πολλά χρήματα. Τα παιδιά μου θα πρέπει να μάθουν πώς να τα ξοδεύουν» ήταν η φιλοσοφία του. Ο dandy Zissou επιδιδόταν σε περιπέτειες, «αυτός ήταν ο εκκεντρικός αδελφός της δράσης» σημειώνει η Μπέρινγκ στο βιβλίο της, ενώ ο Ζακ ήταν «το ευαίσθητο παιδί που παρακολουθούσε τη ζωή».

Ο φωτογράφος της ταχύτητας και του μοντερνισμού

Μάλλον δεν θα εξέπληξε κανέναν το γεγονός ότι το όνομα του φωτογράφου Λαρτίγκ θα γινόταν συνώνυμο με την κομψότητα και το glamour της εποχής και ο ίδιος θα χαρακτηριζόταν ως «ο φωτογράφος της ταχύτητας και του μοντερνισμού». Ο Ζακ λάτρευε να φωτογραφίζει αυτοκίνητα εν κινήσει, αλλά και τους πρωτοπόρους της αεροπορίας Γκαμπριέλ Βουαζέν και Λουί Μπλεριό καθώς ρίσκαραν τις ζωές τους πετώντας με πειραματικά ανεμόπτερα. Αγαπούσε ιδιαίτερα να σκηνοθετεί το σόι του και το υπηρετικό προσωπικό τους σε παράτολμες πόζες (η εξαδέλφη Σιμόν που πέφτει από μια μηχανή, ο Zissou με κοστούμι σε go-kart δικής του κατασκευής, οι υπηρέτριες να πηδούν πάνω από τραπέζια, πάντα κατόπιν δικής του προτροπής), αλλά και να απαθανατίζει τυχαία ενσταντανέ και πορτρέτα των rich and beautiful που παραθέριζαν στα θέρετρα της Κυανής Ακτής. Εκεί ένιωθε εξάλλου ότι βρισκόταν το σπίτι του, αυτοί ήταν οι άνθρωποί του και η ζωή του δεν ήταν πολύ διαφορετική από εκείνη των αστέρων και των γυναικοκατακτητών που φωτογράφιζε, άλλωστε στις δεκαετίες του ’20 και του ’30 που θα ακολουθούσαν θα γινόταν γνωστός ως ο φωτογράφος της υψηλής κοινωνίας. Προτού φτάσει εκεί, στην περίοδο της Μπελ Επόκ, μια εποχή όπου το δίπολο πλούσιοι – φτωχοί παγιώθηκε και τα βαγόνια στα τρένα άρχισαν να χωρίζονται αυστηρά σε πρώτη και δεύτερη θέση, ο μποέμικος τρόπος ζωής απέκτησε μια άλλη αίγλη και εκείνος σύχναζε στο δάσος της Βουλώνης για να φωτογραφίσει, περίπου ως ένας πρώιμος παπαράτσο, τις κυρίες που παρήλαυναν στον δρόμο για να επιδείξουν τα ρούχα και το συχνά «εξωφρενικό» στυλ τους. Ηταν ηθοποιοί, χορεύτριες και συχνά οι «grandes cocottes» της εποχής, δηλαδή οι διάσημες εταίρες όπως η Εμιλιέν ντ’ Αλενσόν, η Λιάν ντε Πουζί, γυναίκες που ντύνονταν με φαντασία και πληθωρικότητα και καθόριζαν τελικά τη μόδα που τις ακολουθούσε κατά πόδας, κι ας μην ήταν ευυπόληπτες. Η γνωστή συγγραφέας Κολέτ, προσωπική φίλη της Λιάν ντε Πουζί, έλεγε ότι ο Ζακ Ανρί Λαρτίγκ «αποτυπώνει την πολύβουη ζωή των ανθρώπων που δεν έχουν τίποτα να κάνουν».

Η πρώιμη snapshot αισθητική

Αν εξαιρέσει κανείς τα ρούχα και τα αυτοκίνητα της εποχής που μαρτυρούν πότε τραβήχτηκαν, πρόκειται για απόλυτα σύγχρονες φωτογραφίες, η αισθητική των οποίων ήταν σίγουρα πολύ μπροστά από την εποχή τους. Υπό μία έννοια, ο Λαρτίγκ με τις θολές εικόνες και τα ανορθόδοξα κάδρα του είχε εφεύρει την «αισθητική snapshot» πολύ προτού την καθιερώσουν επισήμως οι φωτογράφοι δρόμου της δεκαετίας του ’60, Γκάρι Γουίνονγκραντ ή Λι Φριντλάντερ. Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν διοργανώθηκε η πρώτη ατομική έκθεσή του στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης MoMA το 1963 στη Νέα Υόρκη, όταν ήταν πλέον 69 ετών, και είδε τη δουλειά του ο Ρίτσαρντ Αβεντον, δήλωσε: «Αυτή ήταν μια από τις πιο συγκινητικές εμπειρίες της ζωής μου. Οι φωτογραφίες του με μετέφεραν μέσα στον κόσμο του. Αυτό δεν είναι τελικά ο σκοπός της τέχνης;».

Ακόμη και σήμερα μεταφέρεται κανείς στην εποχή ανεμελιάς του «Τρελαντώνη» της Γαλλίας. Και, αντίθετα με ό,τι θα περίμενε κανείς, δεν πήρε απότομο τέλος όταν ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος έδωσε μια και αναποδογύρισε τις ζωές όλων των παιδιών και των οικογενειών τους. Ο Ζακ Ανρί Λαρτίγκ δεν έλαβε ποτέ μέρος στον Μεγάλο Πόλεμο, παρά κατέφυγε στο Château de Rouzat της οικογένειας στην Οβέρν όπου έζησε «έγκλειστος» στη διάρκεια των συγκρούσεων. Αλλά ακόμη και έτσι, από απόσταση, δεν βίωσε ποτέ την αγωνία και τον πόνο των συρράξεων. «Ο πόλεμος μάς έκανε δυστυχισμένους» έγραφε σε ένα ημερολόγιο, «αλλά ταυτόχρονα ήμασταν και χαρούμενοι. Εκανα αθλήματα και βρίσκαμε τρόπους να διασκεδάζουμε».

Τελικά ο Λαρτίγκ ακολούθησε μια καριέρα στη φωτογραφία, συνεργάστηκε με περιοδικά της εποχής, αναπόφευκτα και με εκείνα που είχαν ως θεματική τους τα σπορ. Στα μισά της ζωής του άρχισε να ζωγραφίζει και να πουλάει τα έργα του, χωρίς όμως ποτέ να αποκτήσει στην Ιστορία της Τέχνης τη θέση που κατέχει στην Ιστορία της Φωτογραφίας.