Καθώς η εξάπλωση του κορωνοϊού οδηγεί τις οικονομίες ανά τον πλανήτη σε τέλμα, η έμφαση δίδεται σε δύο στοιχεία:
1) Το χρονοδιάγραμμα για τον περιορισμό της εξάπλωσης του ιού και την επιστροφή στην κανονικότητα και 
2) τα αποτελέσματα αυτής της ιδιαίτερα ανώμαλης κατάστασης για την οικονομία.


Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι αυτή τη στιγμή η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) ρίχνει κυριολεκτικά τρισεκατομμύρια δολάρια για να κρατήσει ζωντανούς κλάδους της οικονομίας που αλλιώς θα κατέρρεαν, αφού σε διαφορετική περίπτωση πολλές εταιρείες θα χρεοκοπήσουν και θα ξεκινήσει ένα τεράστιο ντόμινο χρέους. Το ερώτημα είναι για πόσο θα μπορέσει η Fed να συνεχίσει σε αυτό το ρυθμό και ίσως ακόμη πιο σημαντικό, ποιο θα είναι το νέο περιβάλλον που θα προκύψει μετά τον κορωνοϊό. Υπό αυτή την έννοια, η πρωτοφανής ανακοίνωση για «απεριόριστη ποσοτική χαλάρωση» ξεχώρισε και στοιχειοθετεί μια μόνιμη αλλαγή στην οικονομία. Από την άλλη πλευρά, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) δέχεται πολλές πιέσεις από τις κυβερνήσεις πολλών κρατών μελών να ακολουθήσει στα χνάρια της 
Fed.  

Προφανώς, ο ενεργειακός τομέας συμπεριλαμβάνεται σε όλα αυτά και επηρεάζεται ποικιλοτρόπως. Ας πάρουμε για αρχή το πετρέλαιο. Ο συνδυασμός χαμηλής ζήτησης με τον τιμολογιακό πόλεμο της Σαουδικής Αραβίας έχει οδηγήσει τους αμερικανικούς παραγωγούς σε σημείο καμπής, αφού το κόστος παραγωγής τους είναι πλέον υψηλότερο της τιμής. Οι ειδικοί έχουν ήδη προειδοποιήσει για τη μεγάλη ποσότητα και την κακή ποιότητα του χρέους τους, καθώς και για την πιθανότητα χρεοκοπιών στο εξής. Τόσο η Σαουδική Αραβία, όσο και η Ρωσία φαίνεται να στοχεύουν την αμερικανική παραγωγή με τις κινήσεις τους ώστε να διαβρώσουν το μερίδιο αγοράς της.

Ακόμη ένας τομέας που αντιμετωπίζει πρόβλημα είναι των φωτοβολταϊκών, καθώς τα εργοστάσια στην Κίνα μόλις άρχισαν και πάλι να λειτουργούν σε πιο πλήρεις ρυθμούς μετά από ένα μήνα υπολειτουργίας. Στις ΗΠΑ ο σύνδεσμος των φωτοβολταϊκών ζήτησε από την κυβέρνηση να συμπεριληφθεί στο πακέτο διάσωσης ύψους 2 τρις. που ψηφίστηκε αυτές τις ημέρες. Στην Ευρώπη, πολλές εταιρείες ζητούν παράταση για τα έργα τους λόγω των καθυστερήσεων στην παράδοση εξοπλισμού από την Κίνα. Το αποτέλεσμα εκτιμάται ότι θα είναι μια πτώση της νέας εγκατεστημένης ισχύος φέτος.
Παράλληλα, στα αιολικά η κατάσταση είναι αντίστοιχη, αφού μονάδες παραγωγής έχουν διακόψει τη λειτουργία τους σε διάφορες περιοχές ενώ σε μεγάλες αγορές όπως η Ιταλία, η Ισπανία και η Γαλλία έχουν ασκήσει περιορισμούς στη μετακίνηση εργαζομένων, άρα τα νέα έργα αναγκαστικά θα μείνουν πίσω.

Στο φυσικό αέριο, τα πράγματα αναμένεται να ομαλοποιηθούν σε ένα βαθμό μόλις η κινεζική οικονομία ανεβάσει και πάλι ρυθμούς, αλλά πλέον θεωρείται δεδομένη η πτώση της ζήτησης για ηλεκτροπαραγωγή σε Ευρώπη και Αμερική με ότι συνεπάγεται για τις τιμές του LNG και του αερίου μέσω αγωγών.

Στην περίπτωση της ελληνικής αγοράς η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι σχεδιάζει μηχανισμό εγγυοδοσίας για τους προμηθευτές ενέργειας ώστε να παρέχει μια διασφάλιση, τη στιγμή που εκείνοι προχωρούν σε παροχές και εκπτώσεις.


Παράλληλα, η χαμηλότερη τιμή του CO2 και του LNG καθιστά τις μονάδες της ΔΕΗ περισσότερο ανταγωνιστικές από πριν και περιορίζει το κόστος λειτουργίας της εταιρείας. Από την άλλη, η πτώση στην τιμή του CO2 σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες προκαλεί ανησυχία για τις πληρωμές του ειδικού λογαριασμού ΑΠΕ του ΔΑΠΕΕΠ που στηρίζεται σε αυτά τα έσοδα και πρόσφατα είχε ισοσκελιστεί μετά από χρόνια.

Με βάση την ευρύτερη εικόνα, αυτή τη στιγμή μοιάζει να μαίνεται μια μάχη για την επιβίωση, μεταφορικά και κυριολεκτικά, όμως οι έξυπνοι παίκτες στον ενεργειακό τομέα και αλλού αναζητούν ευκαιρίες. Το μεγάλο ζήτημα είναι ποιο περιβάλλον θα προκύψει μετά από τον κορωνοϊό και πως μπορεί κανείς να προετοιμαστεί καλύτερα αξιοποιώντας τα εργαλεία της αγοράς.
 
Ο Δρ. Κώστας Ανδριοσόπουλος είναι καθηγητής ECSP Business School, πρόεδρος της Επιτροπής Ενέργειας του Ελληνο-Αμερικανικού Επιμελητηρίου