Τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που συνεδρίασε σήμερα για το Brexit είναι τα ακόλουθα:

1. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο επαναλαμβάνει την προσήλωσή του σε μια εύτακτη αποχώρηση με
βάση τη συμφωνία αποχώρησης, ζητεί δε την έγκαιρη κύρωσή της και την ουσιαστική
εφαρμογή της.

2. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο επιβεβαιώνει την επιθυμία του να οικοδομηθεί μια όσο το δυνατόν
πιο στενή μελλοντική σχέση με το Ηνωμένο Βασίλειο σύμφωνα με την πολιτική διακήρυξη
και με σεβασμό των κατευθυντήριων γραμμών, καθώς και των δηλώσεων και διακηρύξεων
που έχουν συμφωνηθεί προηγουμένως από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, ιδίως εκείνων της 25ης
Νοεμβρίου 2018. Η μελλοντική σχέση θα πρέπει να βασίζεται στην ισορροπία δικαιωμάτων
και υποχρεώσεων και να εξασφαλίζει ισοτιμία στις σχέσεις.

3. Προς τον σκοπό αυτό, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο καλεί την Επιτροπή να υποβάλει στο
Συμβούλιο σχέδιο περιεκτικής εντολής για τη μελλοντική σχέση με το Ηνωμένο Βασίλειο
αμέσως μετά την αποχώρησή του. Καλεί το Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων να εκδώσει
χωρίς καθυστέρηση τις σχετικές αποφάσεις και να εγκρίνει την εντολή διαπραγμάτευσης.

4. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο εκφράζει ικανοποίηση για την απόφαση της Επιτροπής να ορίσει
εκ νέου τον κ. Michel Barnier αρμόδιο για τις διαπραγματεύσεις για τη μελλοντική σχέση. Οι
διαπραγματεύσεις θα συνεχίσουν να διεξάγονται με συνεκτικό τρόπο, σε πνεύμα ενότητας και
διαφάνειας με όλα τα κράτη μέλη. Οι διαπραγματεύσεις θα πραγματοποιηθούν με συνεχή
συντονισμό και μόνιμο διάλογο με το Συμβούλιο και τα προπαρασκευαστικά του όργανα.

5. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα παρακολουθεί στενά τις διαπραγματεύσεις και θα εγκρίνει
περαιτέρω γενικές πολιτικές κατευθύνσεις εφόσον κριθεί απαραίτητο. Ανάμεσα στις
συνόδους του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, το Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων και η ΕΜΑ, με
τη συνδρομή ειδικής για τον σκοπό αυτό Ομάδας, θα εξασφαλίσουν ότι οι διαπραγματεύσεις
διεξάγονται σύμφωνα με τις συνολικές θέσεις και αρχές που έχουν συμφωνηθεί από το
Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, καθώς και με την εντολή διαπραγμάτευσης του Συμβουλίου, θα
παρέχουν δε περαιτέρω καθοδήγηση εφόσον κριθεί απαραίτητο, με σταθερό γνώμονα το
υπέρτατο συμφέρον της ΕΕ και με στόχο να επιτευχθεί δίκαιο και ισότιμο αποτέλεσμα για
όλα τα κράτη μέλη και προς το συμφέρον των πολιτών μας.