Λονδίνο, αρχές 2008. Η διοίκηση ελληνικής τράπεζας παρουσιάζει τα οικονομικά αποτελέσματα της χρήσης που μόλις έχει ολοκληρωθεί σε επενδυτές και αναλυτές. Το κλίμα είναι πανηγυρικό. Με καθαρή κερδοφορία ρεκόρ όλων των εποχών, η οποία επιτυγχάνεται με σημαντική γεωγραφική διασπορά, καθώς ο όμιλος έχει επεκταθεί στις μεγαλύτερες αγορές της ΝΑ Ευρώπης, το μέλλον φαντάζει ευοίωνο.

Η μηχανή των δανείων μετά από μία πενταετία υψηλών ρυθμών πιστωτικής επέκτασης, κατά τη διάρκεια της οποίας οι εκταμιεύσεις ξεπέρασαν τα 100 δις. ευρώ μόνο σε στεγαστική και καταναλωτική πίστη, φέρνει υπερκέρδη. Η χρονιά για όλα τα πιστωτικά ιδρύματα κλείνει με  λειτουργικά έσοδα που προσεγγίζουν τα 11 δισ. ευρώ στην Ελλάδα, ενώ άλλο τόσα περίπου προέρχονται από το εξωτερικό.

Ελάχιστοι μπορούσαν να φανταστούν τότε τη συρρίκνωση που θα ακολουθούσε.

Αλλαγή σκηνικού

Εντεκα χρόνια μετά το τοπίο έχει αλλάξει δραματικά. Οι τέσσερις συστημικοί όμιλοι που κατάφεραν να επιβιώσουν είναι σήμερα τελείως διαφορετικοί. Η πλειονότητα των θυγατρικών στο εξωτερικό έχει πουληθεί και το εγχώριο μακροοικονομικό περιβάλλον δεν μπορεί να υποστηρίξει την ανάπτυξη νέων εργασιών στις χρηματοδοτήσεις. Ως αποτέλεσμα, τα λειτουργικά έσοδα έχουν περιοριστεί κατά σχεδόν 50% σε σχέση με το 2007. Την ίδια στιγμή η άνευ προηγουμένου χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ καθιστά ασύμφορη ακόμα και τη διατήρηση καταθέσεων.

Μπορεί στα χρόνια των μνημονίων οι τραπεζικές διοικήσεις να πέτυχαν σημαντική μείωση των εξόδων λειτουργίας τους (από 12 δισ. ευρώ το 2007 σε κάτω από 4 δισ. ευρώ πέρυσι), ωστόσο ο λογαριασμός εξακολουθεί να μη βγαίνει. Ούτε η μείωση των δαπανών για το προσωπικό στην Ελλάδα που έφθασε την ίδια περίοδο το 85% (από 11,40 δισ. ευρώ σε επίπεδα χαμηλότερα των 2 δισ. ευρώ μέσω προγραμμάτων εθελουσίας εξόδου και συνταξιοδοτήσεων) είναι αρκετή με τα σημερινά δεδομένα.

Οπως επισημαίνει αναλυτής που παρακολουθεί τον κλάδο, πρόκειται για έναν φαύλο κύκλο που μπορεί να ανακοπεί μόνο με αύξηση των εκταμιεύσεων νέων δανείων. «Με τις επισφάλειες να παραμένουν σε επίπεδα άνω του 40% και τις προγραμματισμένες πωλήσεις και τιτλοποιήσεις μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, οι οποίες θα στερήσουν έσοδα από τις τράπεζες, η παραγωγή νέων εργασιών για ενίσχυση των εσόδων από τόκους αποτελεί μονόδρομο» σημειώνει χαρακτηριστικά.

 

Δεν υπάρχει ζήτηση

Κι αν μέχρι και το 2017 το πρόβλημα εντοπιζόταν στην προσφορά χρήματος, λόγω των σημαντικών εκροών καταθέσεων αλλά και στις κακές επιδόσεις της οικονομίας, που καθιστούσε τα πιστωτικά ιδρύματα πιο αυστηρά στην εξέταση των αιτημάτων δανειοδότησης, τα πράγματα έχουν αλλάξει.

Οι τράπεζες διαθέτουν υπερβάλλουσα ρευστότητα, την οποία αδυνατούν να ρίξουν στην αγορά, λόγω ανεπαρκούς ζήτησης από νοικοκυριά και μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Ως αποτέλεσμα, αναγκάζονται να την τοποθετήσουν στην ΕΚΤ, πληρώνοντας τόκους, λόγω των αρνητικών επιτοκίων στην ευρωζώνη.

Ενδεικτικό της πολύ χαμηλής παραγωγής νέων δανείων είναι το γεγονός πως το 2019 αναμένεται να κλείσει με νέες εκταμιεύσεις 6.000 στεγαστικών δανείων ύψους μόλις 500 εκατ. ευρώ. Τα μεγέθη αυτά αντιστοιχούν το πολύ σε πέντε νέα δάνεια ανά υποκατάστημα σε επίπεδο 12μήνου. «Είναι προφανές ότι με τη νέα παραγωγή σε αυτά τα επίπεδα δεν δικαιολογείται η διατήρηση του σημερινού δικτύου των 1.500 μονάδων, παρότι η προσαρμογή σε σχέση με την περασμένη δεκαετία φθάνει στο 60%» σημειώνει τραπεζική πηγή.

Δίψα για καθαρά έσοδα

Με το λανσάρισμα νέων προϊόντων, αρχής γενομένης από τη στεγαστική πίστη, οι τράπεζες θέλουν να στείλουν το μήνυμα στην αγορά πως «είμαστε εδώ και δίνουμε δάνεια». Με δεδομένο ωστόσο ότι η ζήτηση για νέο δανεισμό στη λιανική τραπεζική παραμένει στο ναδίρ, τα πιστωτικά ιδρύματα κινούνται προς δύο κατευθύνσεις:

Εσοδα από προμήθειες. Στόχος είναι η δημιουργία εσόδων σε εργασίες που κοστίζουν, με την επιβολή χρεώσεων στους πελάτες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι προμήθειες που επιβάλλουν πλέον όλες οι τράπεζες στις χρεωστικές κάρτες. Από την άλλη, στις πιστωτικές κάρτες οι προσφορές δωρεάν συνδρομής για πάντα έχουν σταματήσει. Παράλληλα, αναπροσαρμόστηκαν και τα τιμολόγια στις νέες δανειοδοτήσεις.

Υψηλότερες προμήθειες επιβάλλονται και σε όσους κάνουν χρήση των υπηρεσιών Phone Banking. Με τον τρόπο αυτόν καλύπτεται μέρος του κόστους από τη λειτουργία τηλεφωνικών κέντρων για την εξυπηρέτηση των πελατών και δημιουργείται ένα έξτρα κίνητρο για χρήση του e-banking αντί του τηλεφώνου. Πρόσφατα συστημικός όμιλος που απασχολεί μεγάλο αριθμό εργαζομένων στο τηλεφωνικό κέντρο εξυπηρέτησης προχώρησε σε πενταπλασιασμό των προμηθειών για πληρωμές τρίτων.

Μείωση εξόδων. Οι περικοπές δαπανών συνεχίζονται σε όλα τα επίπεδα. Τα επιτόκια στις καταθέσεις εξαφανίζονται. Ηδη οι καθαρές αποδόσεις στις προθεσμιακές καταθέσεις έχουν πέσει σε ιστορικά χαμηλά, κάτω από το 0,30%, ενώ ετοιμάζονται παρεμβάσεις μέσα στο 2019 και στα επιτόκια των ανοιχτών λογαριασμών, τα οποία θα μηδενιστούν.

Οπως ανακοίνωσε την Παρασκευή το απόγευμα η Eurobank, τα επιτόκια καταθέσεων που σήμερα κινούνται ανάλογα με τον λογαριασμό από 0,1% έως 0,5% μειώνονται από τη Δευτέρα κατά 0,07 της μονάδας (7 μονάδες βάσης). Ετσι, το χαμηλότερο επιτόκιο για καταθέσεις θα διαμορφωθεί στο 0,03%. Επίσης το επιτόκιο Ανοιχτού Δανείου Καταναλωτικής Πίστης μειώνεται κατά 0,10 της μονάδας (10 μονάδες βάσης).

Επιπλέον, παρότι έχει επιτευχθεί σημαντική μείωση του αριθμού των καταστημάτων, τα λουκέτα μονάδων και οι συγχωνεύσεις συνεχίζονται με στόχο το κόστος λειτουργίας όσων παραμείνουν στη θέση τους να συμβαδίζει με τα έσοδα που δημιουργούν. Παράλληλα, θα συνεχιστούν τα επόμενα τρίμηνα προγράμματα εθελουσίας εξόδου εργαζομένων.