Εδώ και πάνω από ένα χρόνο, την επομένη της εκλογής του στη νέα του θητεία στην προεδρία της Ρωσίας, ο Βλαντιμίρ Πούτιν έβαζε στόχο να μειώσει κατά το ήμισυ τη φτώχεια στη χώρα του, θέτοντας ως ορίζοντα το 2024. Η ημερομηνία αυτή είναι ακόμα μακρινή αλλά η τάση που κυριαρχεί φαίνεται άσχημη.

Σύμφωνα με επίσημα στατιστικά στοιχεία, που πρόσφατα έδωσε στη δημοσιότητα το Ινστιτούτο Rosstat, ο αριθμός των φτωχών βρίσκεται σε σαφή αύξηση: 20,9 εκατομμύρια για το πρώτο τρίμηνο, αλλιώς το 14,3% του πληθυσμού, έναντι 20,4 εκατομμυρίων (13,9% του πληθυσμού) την αντίστοιχη περίοδο το 2018, ήτοι 500.000 περισσότεροι άνθρωποι μέσα σε ένα χρόνο. Οι αριθμοί αυτοί είναι ανάλογοι με τα ποσοστά που παρατηρούνται και αλλού στην Ευρώπη, όμως η συγκεκριμένη επιδείνωση αντανακλά το γεγονός ότι η οικονομική κατάσταση στη χώρα έχει χειροτερέψει.

Σύμφωνα με την Rosstat, η αύξηση οφείλεται σε μια μικρή τροποποίηση της μεθόδου υπολογισμού: «το ζωτικό μίνιμουμ», κατώφλι κάτω από το οποίο ένα άτομο θεωρείται ότι ζει σε κατάσταση φτώχειας, είναι ότι χρειάζεται να ξοδεύει 10.753 ρούβλια (152 ευρώ) χωρίς αντίστοιχη αύξηση του πληθωρισμού, ενώ πριν ένα χρόνο ξόδευε 10.038 ρούβλια (142 ευρώ) το μήνα.

Ωστόσο, κατά την άποψη πολλών οικονομολόγων, αυτή η τροποποίηση είναι δευτερευούσης σημασίας γιατί είναι τα πραγματικά εισοδήματα των Ρώσων που μειώνονται αδιάκοπα. Από το 2014 όταν η Δύση επέβαλε διεθνείς κυρώσεις στη Μόσχα και οι τιμές των υδρογοναθράκων έπεσαν, η ύφεση άγγιξε το 10%, όπως σημειώνει η Νατάλια Ορλόβα, οικονομολόγος στην Alfa Bank, με ακόμα μια πτώση 1,3% το πρώτο τρίμηνο.

Σε μελέτη που εκπονήθηκε τον περασμένο Μάιο, το Ινστιτούτο Brookings της Ουάσιγκτον εκτίμησε ότι είναι απαραίτητη μια μέση ετήσια ανάπτυξη 4,4% ως το 2024 ώστε η φτώχεια να μειωθεί στο ήμισυ. Κι όμως η τελευταία ήταν στο 2,3% το 2018, ύστερα από το τέλμα των τελευταίων ετών.

Όπως αναφέρει το αναλυτής Κίριλ Τρεμασόφ στον Μπενουά Βιτκίν της γαλλικής εφημερίδας Le Monde, η Ρωσία δεν γνώρισε τόσο μακρά περίοδο φτώχειας από τη δεκαετία του 1990. Τα λιγότερο ευκατάστατα στρώματα είναι τα πρώτα που επλήγησαν, όμως και η μεσαία τάξη υποφέρει εξίσου.

Μέσα σε πέντε χρόνια, το ποσοστό των Ρώσων που θεωρεί ότι ανήκει σε αυτή την κατηγορία μειώθηκε από το 60% στο 47%. Η τάση επηρεάζεται επίσης από τη μερίδα των μισθωτών του δημόσιου τομέα και άρα, σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται από έναν προϋπολογισμό που στηρίζεται στις εξαγωγές πρώτων υλών, ποσοστό πολύ υψηλό στη Ρωσία (40% έναντι 13% στη Γερμανία για παράδειγμα).

Ανεξάρτητη δημοσκόπηση του Ινστιτούτου Levada, αναφέρει ότι τα δυο τρίτα των Ρωσικών οικογενειών δεν έχουν αποταμιεύσεις ενώ το 44% μεταξύ αυτών, έχει κάποιο ανεξόφλητο δάνειο. Πολλοί παρατηρητές εκτιμούν επίσης ότι τα επίσημα στατιστικά στοιχεία αντιπροσωπεύουν μόνο κατά ένα μέρος την πραγματικότητα. Κοινωνιολογικές μελέτες και κυρίως αυτή του Ινστιτούτου FOM δείχνουν ότι εάν το 12% των πολιτών δεν έχει τα απαραίτητα χρήματα για μια ικανοποιητική διατροφή, το 25% θυσιάζει όλα του τα έσοδα μόνο για τρόφιμα, χωρίς να έχει τη δυνατότητα να αγοράζει ρούχα. Ακόμη, σύμφωνα με την Rosstat το 35% των νοικοκυριών δεν μπορεί να προσκαλέσει φίλους στο σπίτι για να τους κάνει το τραπέζι κι ένα 11% δεν μπορεί να αγοράσει φάρμακα ζωτικής σημασίας για την υγεία του.

Οι φτωχοί εντοπίζονται κυρίως στις επαρχιακές πόλεις και στα χωριά και στην εργατική τάξη που έχει στις πλάτες της μια οικογένεια να θρέψει. Οι συνταξιούχοι δεν είναι πλέον πλειοψηφία.

Για την Νατάλια Ορλόβα, η πολιτική των «εθνικών σχεδίων» που ανακοίνωσε ο Πούτιν, η οποία προβλέπει μαζικές επενδύσεις στα κατασκευαστικά έργα (δρόμοι, νοσοκομεία, σχολεία κ.α) θα ωφελήσει τους πιο φτωχούς «τόσο γιατί θα τους δώσει πρόσβαση σε υπηρεσίες, αλλά επίσης γιατί θα ανοίξει νέες θέσεις εργασίας». Εν τούτοις, η παράλληλη αύξηση του ΦΠΑ την 1η Ιανουαρίου του 2019 από το 18% στο 20%, ακυρώνει μερικώς αυτό το θετικό αποτέλεσμα.

Η δημοσιοποίηση αυτών των αριθμών που αμφισβητείται πλήρως από τους πολιτικούς, σχολιάστηκε ευρέως στο διαδίκτυο: «Είκοσι εκατομμύρια φτωχών στα είκοσι χρόνια διακυβέρνησης Πούτιν». Ο πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου Αλεξέι Κουντρίν προειδοποίησε δημοσίως για τον κίνδυνο κοινωνικής έκρηξης. «Στη Μόσχα και στην Αγία Πετρούπολη η δυσαρέσκεια είναι πολιτικής φύσης» , αναφέρει ο ακαδημαϊκός Βαλερί Σολοβέι. «Στις περιφέρειες όμως είναι ξεκάθαρα κοινωνική».