Εχουν περάσει 71 χρόνια από τις 30 Ιανουαρίου 1948, όταν ο 78χρονος Μοχάντας Γκάντι περπατούσε αργά, υποβασταζόμενος από δύο γυναίκες, στο Νέο Δελχί. Ο δολοφόνος του τον πλησίασε, τον χαιρέτισε, του άγγιξε τα πόδια – ένδειξη σεβασμού στην Ινδία – και τον πυροβόλησε τρεις φορές στο στήθος. Η παγκόσμια επίδραση του Γκάντι παραμένει μέχρι σήμερα τεράστια γιατί κατάφερε, όσο κανένας άλλος στην Ιστορία, να δείξει την ηθική δύναμη της μη βίαιης αντίστασης, βοηθώντας την Ινδία να ανεξαρτητοποιηθεί από τη Βρετανική Αυτοκρατορία.
Το παράδειγμά του επηρέασε πολλούς, όπως τον αγωνιστή για τα δικαιώματα των μαύρων Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, ενώ πιο πρόσφατα ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα τον επέλεξε ως τον άνθρωπο με τον οποίο θα επιθυμούσε να δειπνήσει. Αλλά, σύμφωνα με τους «New York Times», στη σημερινή Ινδία ο Γκάντι έχει πάψει να εμπνέει δέος όπως στο παρελθόν.
«Φοβάμαι πως ο Γκάντι περιθωριοποιείται. Στη σύγχρονη Ινδία οι δύο κυρίαρχες δυνάμεις τον απεχθάνονται» είπε στην αμερικανική εφημερίδα ο πολιτικός επιστήμονας Πρατάπ Μέχτα, αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου Ασόκα. Για τους ινδουιστές εθνικιστές, που αποτελούν τη βάση του κυβερνώντος κόμματος Μπαρατίγια Τζανάτα, ο Γκάντι θεωρείται αδύναμος. Οι οπαδοί της ινδουιστικής υπεροχής παραμένουν εξοργισμένοι μαζί του επειδή εξέφραζε μεγάλη συμπάθεια για τη μουσουλμανική μειονότητα της Ινδίας και επειδή επέτρεψε στο Πακιστάν να αποσπαστεί από την Ινδία.
Ορισμένοι ινδουιστές εθνικιστές μάλιστα έφθασαν στο σημείο να στήσουν άγαλμα στον δολοφόνο του Γκάντι Ναθουράμ Γκόντσε που ανήκε στον εθνικιστικό χώρο, στον οποίο ανήκει και ο σημερινός πρωθυπουργός της χώρας Ναρέντρα Μόντι. Τον Γκάντι απεχθάνονται επίσης οι Ντάλιτ (Ανέγγιχτοι), οι Ινδοί που ανήκουν στην κατώτερη κάστα και που σήμερα αριθμούν 200 εκατομμύρια, το οποίο τους δίνει σημαντική πολιτική δύναμη. Ο Γκάντι υπερασπιζόταν με πάθος τους φτωχούς, αγωνιζόταν κατά της εκμετάλλευσής τους και ζούσε σαν φτωχός μοναχός από επιλογή. Σχετιζόταν όμως και με μερικούς από τους πλουσιότερους Ινδούς και αυτή η στενή του σχέση με την ελίτ είναι ένας λόγος που τον αντιπαθούν οι Ντάλιτ, αλλά και η ινδική Αριστερά που του καταλογίζει ότι δεν έκανε αρκετά για να διαλύσει τις κάστες. Σήμερα, σχεδόν τρία τέταρτα του αιώνα μετά την ανεξαρτησία της Ινδίας, οι Ντάλιτ συνεχίζουν να υφίστανται τρομερές διακρίσεις.
Η εκστρατεία «Καθαρή Ινδία»
Ο Γκάντι ήταν από τα πρώτα μέλη του Κόμματος του Κογκρέσου, που σήμερα βρίσκεται στην αξιωματική αντιπολίτευση, και συνέβαλε στο να μετατραπεί από ένα κλαμπ συζήτησης της ελίτ σε εθνική παράταξη. Οι πολιτικοί του Κογκρέσου συχνά βάζουν φωτογραφίες του Γκάντι στα πανό τους όταν διαδηλώνουν.
Αλλά και η κυβέρνηση του Μόντι χρησιμοποιεί τον Γκάντι όταν τη συμφέρει, παρά την αντιπάθεια που εμπνέει στους ινδουιστές εθνικιστές. Για παράδειγμα, έχει επιλέξει ως σήμα για ένα από τα μεγαλύτερα κοινωνικά προγράμματά της, την εκστρατεία «Καθαρή Ινδία», τα χαρακτηριστικά μεταλλικά γυαλιά του Γκάντι. Σύμφωνα με την κυβέρνηση, χάρη στο πρόγραμμα υπάρχουν σχεδόν 100 εκατ. καινούργιες τουαλέτες στη χώρα και όλες φέρουν ως σήμα τα γυαλιά του Γκάντι – απαραίτητο συμβολισμό επειδή όλοι οι μαθητές στην Ινδία διδάσκονται πόσο σοβαρά έπαιρνε την καθαριότητα ο Γκάντι. Τα γενέθλια του Γκάντι, στις 2 Οκτωβρίου, παραμένουν μια από τις εθνικές εορτές της Ινδίας – εφέτος είναι η 150ή επέτειος από τη γέννησή του.
«Ο Γκάντι είναι σαν τον Τσόρτσιλ, τον Ναπολέοντα, τον Μάο, τον Λίνκολν και κάθε άλλη μεγάλη προσωπικότητα. Πότε βρίσκεται ψηλά, πότε χαμηλά. Η κληρονομιά του θα είναι αντικείμενο αέναης συζήτησης» δήλωσε ένας από τους σημαντικότερους βιογράφους του, ο Ραματσάντρα Γκούχα.
Τα τελευταία χρόνια, η σεξουαλική ζωή του Γκάντι έχει μπει στο μικροσκόπιο. Ερευνητές υποστηρίζουν ότι ξάπλωνε γυμνός με νεαρές γυναίκες για να δοκιμάσει την αρετή του.
Η πιο πρόσφατη τροπή της δημόσιας συζήτησης είναι αν ο Γκάντι ήταν ρατσιστής. Τον Δεκέμβριο, άγαλμα του Γκάντι αφαιρέθηκε από πανεπιστήμιο στην Γκάνα επειδή φοιτητές και καθηγητές διαμαρτυρήθηκαν ότι, όταν εργαζόταν στη Νότια Αφρική στα τέλη του 19ου και αρχές του 20ού αιώνα, έδειχνε υποτίμηση προς τους μαύρους. Οι μελετητές της ζωής του Γκάντι δεν διαφωνούν, αλλά τονίζουν ότι αργότερα αναθεώρησε τις απόψεις του για τους μαύρους.