Αθήνα, τέλος δεκαετίας εξήντα, καλοκαίρι. Είμαι στο σπίτι με τη μητέρα μου. Δεν έχω πάει ακόμα διακοπές, όλοι οι φίλοι μου έχουν φύγει. Βαριέμαι αφόρητα. Εκείνη ετοιμάζεται να πάει να δουλέψει. Η κατάστασή μου είναι τόσο απελπιστική που της προτείνω να με πάρει παρέα. Ξέρω πως θα πάει κάπου στη Βουλιαγμένη. Ευκαιρία, σκέφτομαι. Είναι η πρώτη φορά που με παίρνει σε αυτό που ονομάζει δουλειά της.

Είμαστε στην πλαζ της Βουλιαγμένης, τριάντα άτομα συνολικά. Πλάκες, γέλια, πειράγματα. Θυμίζει σχολείο που πάει εκδρομή. Ο αρχηγός τους, κάτι σαν τον επιμελητή, τον υπεύθυνο της τάξης, είναι ένας μελαχρινός άντρας με γερακίσια μύτη που κινείται πάνω-κάτω ακατάπαυστα και διαρκώς φωνάζει, σαν τον δάσκαλο που προσπαθεί να βάλει τάξη. Η μητέρα μου στέκει παράμερα με μια μικρή ομάδα τριών ανθρώπων. Εχουν αποσυρθεί σε μια γωνία και διαβάζουν κάτι χαρτιά. Υστερα μιλούν μεταξύ τους με έναν παράξενο τρόπο, κάπως πιο δυνατά από το κανονικό. Για έναν περίεργο λόγο, μετά λένε ξανά τα ίδια, για δεύτερη, τρίτη, τέταρτη φορά. Ο άντρας είναι ψηλός, εύσαρκος, αριστοκρατικός με αβρούς τρόπους. Εχει γαλάζια μάτια και με το navy καπέλο του μου θυμίζει πλοίαρχο. Λάμπρο τον λένε. Ο άλλος είναι μάλλον κοντός, φαλακρός, με πυκνά φρύδια και πανέξυπνα μάτια. Ο κύριος Διονύσης. Ξεκαρδιστική φιγούρα, κι ας μου φαίνεται βασανισμένος άνθρωπος. Το τρίτο πρόσωπο είναι μια ξανθιά λυγερόκορμη κοπέλα με μακριά μαλλιά και λεπτή μύτη. Η Νόρα. Μοιάζει με νεράιδα. Μου ‘ρχεται να τη φιλήσω.

Κάποια στιγμή, ο δάσκαλος με τη γερακίσια μύτη φωνάζει: Πάμε γύρισμα. Τότε και οι τέσσερις μαζεύονται μπροστά σε ένα τεράστιο σιδερένιο μηχάνημα που μοιάζει με μεγάλη φωτογραφική μηχανή. Η γερακίσια μύτη διατάζει: Απόλυτη ησυχία! Και πράγματι, αυτό συμβαίνει. Ανάβουν ένα πλήθος εκτυφλωτικά φώτα, μια κοπέλα χτυπάει μ’ ένα ξύλο έναν πίνακα μπροστά στη θεόρατη μηχανή, μουρμουρίζει κάτι αριθμούς και η μύτη εξαγγέλλει νέα διαταγή: Μοτέρ, πάμε! Τότε, προς μεγάλη μου έκπληξη, το κουαρτέτο επαναλαμβάνει τα ίδια λόγια όπως πριν, μόνο που τώρα τα διανθίζει με μια ποικιλία κινήσεων και εκφράσεων, στις οποίες φαίνεται να διακρίνονται ιδιαιτέρως οι δύο άντρες. Πέντε λεπτά αργότερα, η μύτη επανέρχεται: Στοπ, φωνάζει και όλοι αρχίζουν να μιλάνε πάλι κανονικά, η μύτη αγκαλιάζει τον ψηλό και τη μητέρα μου: Μπράβο, πήγε τέλεια με την πρώτη, τους επιβραβεύει. Υστερα, το τσούρμο αρχίζει να μαζεύει τα φώτα και τα μηχανήματα, για να τα μεταφέρει για το «εσωτερικό», όπως λέει ο αρχηγός. Ολοι μοιάζουν ιδιαίτερα χαρούμενοι και κεφάτοι, γελάνε και αλληλοπειράζονται. Εγώ βρίσκω την ευκαιρία να παίξω μπάλα με δύο νεαρούς που πριν κρατούσαν κάτι μικρόφωνα, ώσπου η μητέρα μου να με διακόψει για να με παρουσιάσει σε έναν κοντό ασπρομάλλη κύριο με γυαλάκια που τόσην ώρα πήγαινε πάνω-κάτω βοηθώντας και σχολιάζοντας. Αυτός είναι ο γιος μου, κύριε Φίνο.

Αργότερα στο σπίτι σκεφτόμουν πως πέρασα τόσο όμορφα, σαν να είχα πάει για παιχνίδι με τους φίλους μου. Οταν θα πιάσω και εγώ δουλειά, θα ‘θελα να διασκεδάζω όπως εκείνοι, είπα μέσα μου.

Αθήνα, σχεδόν μισόν αιώνα αργότερα.

Συγκυρίες με έχουν καθηλώσει σπίτι αυγουστιάτικα. Δεν έχω πάει ακόμα διακοπές, πλήττω θανάσιμα. Προσωρινή διαφυγή, η τηλεόραση. Ελληνική ταινία, σκηνή στην πλαζ. Δύο άντρες, δύο γυναίκες. Ναι, είναι στη Βουλιαγμένη και η ταινία είναι παραγωγής Φιλοποίμενα Φίνου.

Φίνος Φιλμς. Το ελληνικό Hollywood των δεκαετιών εξήντα και εβδομήντα. Ταινίες για όλα τα γούστα. Κωμωδίες, δράματα, έργα εποχής, μιούζικαλ. Το προ τηλεοράσεως δημοφιλέστερο μέσο ψυχαγωγίας. Με μία διαφορά. Διαφορά θεμελιακή. Εδώ έχουμε να κάνουμε με καρέ. Με μικρά καρέ, που αλληλοδιαδέχονται το ένα το άλλο με ιλιγγιώδη ταχύτητα, 24 το δευτερόλεπτο. Λιλιπούτεια καρέ λαξευμένα με κόπο, μεράκι και αθωότητα. Αθροισμα περίπου 120.000. Αποτέλεσμα: μια ταινία. Μια ταινία χειροποίητη, προϊόν μιας οικογενειακής βιοτεχνίας ονείρων.

Αισθητό γνώρισμα των παραγωγών της εποχής ήταν η ενεργός συμμετοχή σε όλη την γκάμα της διαδικασίας. Η συμμετοχή όλων ανεξαιρέτως των συντελεστών, από τον ίδιο τον Φίνο ως και τον τελευταίο φροντιστή. Οι πάντες νοιάζονταν, η ταινία τούς ανήκε, την κατασκεύαζαν. Ο στόχος ήταν να είναι καλό το τελικό αποτέλεσμα, να βγει η ταινία, να σκίσει στις αίθουσες. Ας μην ξεχνάμε πως τότε μια πετυχημένη παραγωγή με γνωστούς σταρ μπορούσε να κόψει 500.000 εισιτήρια και πάνω.

Ενα ενδελεχέστερο βλέμμα στις ταινίες της εποχής θα καταδείκνυε την έλλειψη του κακώς εννοούμενου επαγγελματισμού εκ μέρους των συντελεστών τους. Οι συνεργάτες του Φίνου δεν ήταν απλοί διεκπεραιωτές, αντιθέτως, ήταν συνδεδεμένοι με τη γενικότερη τύχη της εκάστοτε ταινίας και ευρύτερα της ίδιας της εταιρείας. Σταδιακά είχαν αποκτήσει ένα είδος συγγένειας μεταξύ τους, λειτουργούσαν σαν μέλη μιας διευρυμένης οικογένειας, που εργαζόταν μαζί, χώριζε για ένα μικρό διάστημα και ξαναβρισκόταν αργότερα για μια καινούργια ταινία. Αυτό εξηγεί και την κοινή αισθητική που καταρχήν παρουσιάζουν πολλές ταινίες της εταιρείας.

Στον ρόλο του πατέρα της «οικογένειας» φυσικά ο Φιλοποίμην Φίνος. Ενας πατέρας στοργικός, αυστηρός, τελειοθηρικός. Τα παιδιά του: οι συνεργάτες του. Το σπίτι του: ο κινηματογράφος.

Το προσωπικό της εταιρείας είχε στη διάθεσή του ένα βιομηχανικό μέσο, που από τη μία επέτρεπε μια αρκετά υψηλή ποιότητα εργασίας, ταυτόχρονα όμως, λόγω του κλίματος που εξήγησα πριν, έδινε τη δυνατότητα πειραματισμών και παιχνιδιού με μια διάθεση ελευθερίας που δεν θα μπορούσε παρά να αποτυπωθεί στο σελιλόιντ. Ισως είναι αυτή, εκτός της νοσταλγίας, που κάνει τις ταινίες αυτές τόσο δημοφιλείς, ακόμη και σήμερα, με αποτέλεσμα να επαναλαμβάνονται εκατοντάδες φορές.

Καθοριστικός παράγοντας στην επιτυχία των ταινιών της εποχής υπήρξαν οι τεχνικοί. Ο Φίνος, αξεπέραστος τεχνικός και ο ίδιος, φρόντιζε να επανδρώνει τα συνεργεία με το καλύτερο υλικό. Οι τεχνικοί είχαν άποψη από τους διαλόγους μέχρι τις ερμηνείες. Ετσι το γύρισμα, εκτός από χώρος ξένοιαστης δουλειάς, ήταν και πεδίο ανταλλαγής απόψεων και θετικής τριβής.

Χαρακτηριστικό του κλίματος της εποχής είναι το γεγονός πως οι ίδιες οι ταινίες χρεώνονταν τις ιστορίες τους. Κουβαλούσαν τους έρωτές τους, τις πλάκες, τις σκανταλιές τους.

Η αναλογία με τις σχολικές εκδρομές που ενστικτωδώς ένιωσα τόσα χρόνια πριν σε εκείνο το γύρισμα στη Βουλιαγμένη δεν είναι αβάσιμη. Ειδύλλια, μικροτσακωμοί, μακροχρόνιες φιλίες συνέθεταν το μωσαϊκό των γυρισμάτων. Το μέσο ήταν ακόμη ανθρώπινο, δοχείο ζωής.

Τότε οι ηθοποιοί δεν έλεγαν «έχω κλείσει στην τάδε παραγωγή» αλλά «παίζω στην τάδε ταινία». Το «παιχνίδι» τους έκανε γκελ στην οθόνη και επέστρεφε ατόφιο στην ψυχή του θεατή.

Οταν έκλεισα την τηλεόραση σκεφτόμουν πως αυτή η απλοχεριά, αυτή η αίσθηση του «δουλεύω και το χαίρομαι» έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Πόσο θα ‘θελα να διασκεδάζω και εγώ στη δουλειά μου όπως εκείνοι, είπα μέσα μου.

Ο κ. Αλέξης Σταμάτης είναι συγγραφέας.