Η ιστορία είναι σύντομη αλλά διδακτική: ο Μάρκο Μινίτι, υποψήφιος του Δημοκρατικού Κόμματος στις μονοεδρικές εκλογές στο Πέζαρο, οχυρό της Αριστεράς, είναι κατά γενική ομολογία ένας επιτυχημένος υπουργός Εσωτερικών της σημερινής ιταλικής κυβέρνησης που διαχειρίστηκε μεταξύ άλλων με εξαιρετικό τρόπο το ζήτημα των μεταναστών ειδικά από τη Λιβύη. Ο υποψήφιος στην ίδια πόλη του Κινήματος των Πέντε Αστέρων (M5S) και ήδη βουλευτής Αντρέα Τσεκόνι αποκαλύφθηκε λίγο πριν από τις εκλογές ότι δεν είχε αποδώσει μέρος του μισθού του για κοινωνικούς σκοπούς, μια ανελαστική υποχρέωση των μελών του κινήματός του και απόδειξη ενός «ηθικού πλεονεκτήματος». Το Μ5S βεβαίωσε σε όλους τους τόνους πως ο Τσεκόνι ακόμη και αν εκλεγόταν δεν θα μπορούσε να ορκιστεί, ούτε να αναλάβει και πάλι ως βουλευτής: και όμως εξελέγη με 35%, ενώ ο Μινίτι απέτυχε καθώς κατέλαβε την τρίτη μόλις θέση!

Κλίμα αμφισβήτησης

Τι σημαίνει αυτό; Στην Ιταλία έχει επικρατήσει ένα γενικότερο κλίμα καθολικής αμφισβήτησης όχι ακριβώς των θεσμών, αλλά της πολιτικής και των «μεγάρων» της: της δομής και της λειτουργίας των παραδοσιακών κομμάτων, της κάστας γενικότερα που νέμεται υπέρμετρες απολαβές απέναντι σε έναν λαό υπερφορολογημένο, συχνά εξαπατημένο από ατέλειωτες υποσχέσεις, καχύποπτο για τις ενίοτε ανησυχητικές σχέσεις μεταξύ πολιτικής και του λιγότερο ή περισσότερο οργανωμένου εγκλήματος· έναν λαό που διαπιστώνει ένα γενικότερο ζήτημα πολιτικής διαφθοράς και που κατά συνέπεια αναζητεί εναλλακτικές λύσεις κλείνοντας αφτιά και μάτια απέναντι σε καταστάσεις που προκαλούν ανησυχία. Γιατί κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει ότι στη μόλις πενταετή πολιτική πορεία του το άπειρο Μ5S έχει αναλάβει τη διοίκηση δύο σημαντικών πόλεων όπως η Ρώμη και το Τορίνο όχι μόνο χωρίς επιτυχία, αλλά αντίθετα (τουλάχιστον στην περίπτωση της πρωτεύουσας) με χειροτέρευση δεικτών και συνθηκών της καθημερινότητας.
Η αίσθηση των Ιταλών για τα πολιτικά πράγματα της χώρας τους συνδέεται και με παράγοντες όπως τα μέτρα που η τεχνοκρατική κυβέρνηση Μόντι επέβαλε προ επταετίας για να εξυγιάνει την ιταλική οικονομία: ένα από αυτά, το πιο μισητό, είναι ο περίφημος νόμος της καθηγήτριας Φορνέρο που μεταθέτει τη γενική συνταξιοδότηση ανδρών και γυναικών αδιακρίτως στα 67 έτη (ή 42 χρόνια υπηρεσίας). Οχι μόνο: είναι δυνατό τούτο το όριο να αναπροσαρμόζεται σύμφωνα με την παράμετρο του «προσδόκιμου ζωής» που το Εθνικό Ινστιτούτο Κοινωνικής Πρόνοιας προσδιορίζει κάθε χρόνο με βάση την ηλικία των αποβιωσάντων και που μπορεί να οδηγεί την ηλικία της σύνταξης σε αύξηση π.χ. κατά έξι ακόμη μήνες. Είναι προφανές ότι βασική προεκλογική υπόσχεση των Πεντάστερων αλλά και της Λέγκας του Ματέο Σαλβίνι ήταν η κατάργηση του νόμου Φορνέρο, μαζί με τη μείωση της φορολογίας. Το Μ5S πλειοδότησε ακόμη περισσότερο, καθώς υποσχέθηκε και το παλιάς φιλοσοφικής προέλευσης (Thomas Paine, 1797) «βασικό άνευ όρων εισόδημα» για όλους τους ανέργους, τους οικονομικά πιο αδύναμους και τους συνταξιούχους, έτσι ώστε κανείς να μη βρίσκεται κάτω από ένα ελάχιστο όριο εισοδήματος. Δεν είναι έτσι τυχαίο που το Μ5S κυριάρχησε κατ’ αρχήν στην οικονομικά πιο καχεκτική περιοχή της Ιταλίας, το Κέντρο και τον Νότο, ενώ στο ευπορότερο κομμάτι της, τον Βορρά, υπερίσχυσε η ξενόφοβη και δεξιόστροφη Λέγκα. Ετσι στη Σκαμπία, την περίφημη και όχι ιδιαίτερα καλής φήμης περιοχή της Νάπολι, το Μ5S έφτασε στο ποσοστό του 62,2%! Το ερώτημα βεβαίως για το πού θα βρεθούν οι πόροι δεν έχει ακόμη απαντηθεί.

Τι γίνεται με την Αριστερά

Το Κίνημα του ευφυέστατου κωμικού Γκρίλο δεν είναι ούτε αριστερό, ούτε δεξιό, ούτε κεντρώο: είναι όλα μαζί, καθώς διαμορφώνεται σιγά-σιγά ως μια νέα Χριστιανική Δημοκρατία, το κεντρώο κόμμα (του Μόρο και του Αντρεότι για να συνεννοούμαστε) που κυβέρνησε μεταπολεμικά την Ιταλία επί 50 χρόνια και που ήταν αριστοτεχνικά πολυσυλλεκτικό. Τούτο αποδεικνύει ότι οι Ιταλοί είναι ουσιαστικά ένας λαός μετριοπαθών κεντρώων που δεν αγαπούν ιδιαίτερα τον πολιτικό εξτρεμισμό.
Και η Αριστερά, το Δημοκρατικό Κόμμα δηλαδή; Ο γραμματέας του Ρέντσι κατήγαγε μεγάλες νίκες αλλά και συντριπτικές ήττες, ξεκινώντας από το συνταγματικό δημοψήφισμα του Δεκεμβρίου 2016. Οι αιτίες της αποτυχίας δεν είναι μόνο ο συγκεντρωτισμός του αρχηγού του: είναι χαρακτηριστικό ότι δήλωσε τώρα «παραίτηση» από την αρχηγία του κόμματος, αλλά μόνο μετά τον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης που δεν ξέρουμε πότε θα γίνει! Γεγονός είναι ότι το κόμμα του απώλεσε σιγά-σιγά την επαφή με τα λαϊκά στρώματα καθώς μεταβλήθηκε σε κόμμα της διανόησης και των ελίτ. Ετσι στις πρόσφατες εκλογές δεν μέτρησε το γεγονός ότι με την ηγεσία των Δημοκρατικών και του πρωθυπουργού Τζεντιλόνι βελτιώθηκε το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν, ενώ αυξήθηκαν οι θέσεις εργασίας και οι εξαγωγές. Τίποτα δεν μπόρεσε να αναχαιτίσει τις σειρήνες του λαϊκισμού, όχι με την έννοια της διαπίστωσης των πραγματικών αναγκών των πολιτών, αλλά ως προς τις υποσχέσεις που είναι αδύνατο να πραγματοποιηθούν.

Ο ρόλος του προέδρου

«Τι ωραία που είναι δίχως κυβέρνηση» τιτλοφορούσε το πρωτοσέλιδό της η συντηρητική εφημερίδα «Libero» την ημέρα που γραφόταν αυτό το κείμενο (7 Μαρτίου), εξυπονοώντας ότι χώρες όπως η Γερμανία ή το Βέλγιο κατέγραψαν αύξηση των οικονομικών επιδόσεών τους ακριβώς την περίοδο που δεν είχαν κυβέρνηση. Αν το σκεφτεί κανείς, τούτο συνέβη και στην Ιταλία, όπου μετά τις εκλογές δεν καταγράφηκε καμιά κρίση των χρηματιστηριακών αγορών. Τι πρόκειται να συμβεί τώρα; Αφενός υπάρχει το πρώτο κόμμα του Γκρίλο και του υποψήφιου πρωθυπουργού Ντι Μάιο με 32%, αφετέρου ο πρώτος συνασπισμός, της Κεντροδεξιάς, με τον Σαλβίνι, τον Μπερλουσκόνι και την αμαζόνα της «λαϊκής Δεξιάς» Μελόνι που συγκέντρωσαν περίπου 38%. Το πρώτο κόμμα δικαιούται να λάβει τη διερευνητική εντολή, ο συνασπισμός ωστόσο του Σαλβίνι χρειάζεται μικρότερης κλίμακας συμμαχίες για να φτάσει το 51% που απαιτείται για να κυβερνήσει. Φυσικά όλοι ευελπιστούν στον περαιτέρω διαμελισμό των Δημοκρατικών για να αντλήσουν από εκεί τους βουλευτές που χρειάζονται.
Κανείς απολύτως δεν γνωρίζει σήμερα τι πρόκειται να γίνει. Οι εξελίξεις και οι επιλογές θα καθοριστούν από τον πρόεδρο της Ιταλικής Δημοκρατίας στον οποίο ανήκει η πρωτοβουλία κινήσεων. Προηγείται η συγκρότηση των σωμάτων της Βουλής και της Γερουσίας, η ανάδειξη των δύο προέδρων τους κ.λπ. Ενα είναι βέβαιο: η διοίκηση στις 20 ιταλικές περιφέρειες και οι θεσμοί λειτουργούν ανεξαρτήτως των περιπετειών της πολιτικής, όπως διαδραματίζονται στα ιστορικά μέγαρα της Αιώνιας Πόλης.
Ο κ. Ανδρέας Γιακουμακάτος είναι καθηγητής Αρχιτεκτονικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ