Επειδή γίνεται αρκετή συζήτηση σχετικά με την υπερπαραγωγή του πρωτογενούς πλεονάσματος – μαμούθ των 4,6 δισ. ευρώ περίπου και εκτιμάται ότι προκύπτει ως αποτέλεσμα υπεραπόδοσης των δημοσιονομικών στόχων, αυτό που δυστυχώς συμβαίνει είναι κάτι χειρότερο.
Και αυτό έγκειται στην αδυναμία υποστήριξης σοβαρών πολιτικών κοινωνικής προστασίας και ενίσχυσης του κοινωνικού κράτους για τις πληττόμενες από την κρίση ευάλωτες κοινωνικές ομάδες πληθυσμού, στο «φρένο» επίσης υλοποίησης του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων που θα προκαλούσε αναθέρμανση της απασχόλησης με παράλληλη αύξηση της ζήτησης (στα 6,1-6,2 δισ. ευρώ, έναντι στόχου 6,75 δισ. ευρώ, αναμένεται να κλείσει εφέτος το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων) και στην καθυστέρηση πληρωμής υποχρεώσεων του Δημοσίου προς τρίτους που έχει ως συνέπεια να στερούνται πολύτιμοι πόροι και ρευστότητα από την πραγματική οικονομία (παρά το γεγονός ότι μέχρι και τον Οκτώβριο του 2017 ελήφθησαν από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας – ΕΜΣ 5,1 δισ. ευρώ για την αποπληρωμή τους, συνεχίζει να χρωστάει 4,49 δισ. ευρώ).
Η υπόθεση όμως του πρωτογενούς πλεονάσματος δεν είναι μια απλή υπόθεση και για έναν άλλο σπουδαίο λόγο. Με δεδομένη την επίτευξη πλεονασματικών προβλέψεων της τάξης του 3,5% ως ποσοστό του ΑΕΠ ετησίως για τα επόμενα πέντε χρόνια, αν αντίστοιχα ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας υπολείπεται του πλεονάσματος αυτού και αγγίξει με βάση τις προβλέψεις του προϋπολογισμού π.χ. το 2%, τότε, και με δεδομένη την κανονική εκτέλεση του προγράμματος, θα κληθεί η πραγματική οικονομία να εισφέρει ετησίως τη διαφορά του 1% του ΑΕΠ, δηλαδή περίπου 1,8 δισ. ευρώ, ώστε να καλύπτεται ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος. Αυτό εξαιτίας του ότι είναι δύσκολα εφικτό, με άλλα λόγια μεταφράζεται είτε σε θεαματική μείωση δημόσιων δαπανών είτε σε περαιτέρω αύξηση των φόρων, με ό,τι βεβαίως αυτό συνεπάγεται για την οικονομία και τη λειτουργία της αγοράς.
Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι το αποτέλεσμα της υστέρησης εσόδων ανά μήνα λόγω φορολογικής κόπωσης νοικοκυριών και επιχειρήσεων ανέρχεται στα 180-200 εκατομμύρια ευρώ. Η διεύρυνση της φορολογικής βάσης καθίσταται λοιπόν υποχρεωτική, όπως και η αύξηση της απασχόλησης μέσω χρήσης και ελαστικών μορφών απασχόλησης, ώστε να σταματήσει η στοχοποίηση των συγκεκριμένων και διαρκώς συρρικνούμενων φορολογικών υποζυγίων της κοινωνίας.
Είναι σαφές ως εκ τούτου ότι η λέξη-κλειδί είναι όχι απλά το θετικό πρόσημο στην ανάπτυξη, αλλά μια δυναμική, διαρκής και βιώσιμη ανάπτυξη για πολλά χρόνια, τόσο για την έξοδο της χώρας στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου με άρση της αβεβαιότητας, ικανοποιητικές επιτοκιακές αποδόσεις ομολόγων, όσο και για την έξοδο από τις μνημονιακές δεσμεύσεις, καθώς διαφορετικά, με αναιμική ανάπτυξη, δεν θα μπορέσει η χώρα να ανταποκριθεί αξιοπρεπώς στις υποχρεώσεις της χωρίς τις χρηματοδοτικές εκταμιεύσεις των δανειστών.
Επιπλέον, όσον αφορά τον ρυθμό ανάπτυξης, η συμμετοχή της κατανάλωσης στον ρυθμό μεγέθυνσης είναι γύρω στο 67% του ΑΕΠ και έτσι γίνεται αυτόματα αντιληπτό πόσο μεγάλη αναγκαιότητα υπάρχει για δύο πράγματα: πρώτον, τις εξαγωγές που η συμμετοχή τους στο ΑΕΠ το πρώτο εξάμηνο αυξήθηκε κατά έξι ποσοστιαίες μονάδες με άνοδο 51% σε σταθερές τιμές, αλλά ωστόσο η παράλληλη αύξηση και των εισαγωγών δεν βοήθησε στη μείωση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου. Και δεύτερον, τις ξένες άμεσες επενδύσεις (ΞΑΕ) που παραμένουν στο 1,6% περίπου του ΑΕΠ (τα 2,8 δισ. ευρώ) με στοιχεία του 2016 και που ως εκ τούτου απομακρύνουν κάθε προοπτική ανάπτυξης, αλλά επιπρόσθετα και τις επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου που έχουν κατακρημνιστεί στα 22 δισ. ευρώ από τα 55 δισ. ευρώ το 2008, με τις αποσβέσεις όμως στα 32 δισ. ευρώ, που στην ουσία σημαίνει αποεπένδυση.
Ο δρ Αντώνης Ζαΐρης είναι μέλος της Ενωσης Αμερικανών Οικονομολόγων και αντιπρόεδρος του ΣΕΛΠΕ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ