Τ. S. Eliot
Τέσσερα Κουαρτέτα (Four Quartets) – Η Χέρσα Γη (The Waste Land)
Εμμετρη απόδοση στα ελληνικά με αναλυτικά σχόλια και σημειώσεις από τον Ρόη Παπαγγέλου
Αθήνα, Αλφειός, 2017
σελ. 159+1λ., τιμή 15 ευρώ
Κυκλοφόρησε πρόσφατα, σε καλαίσθητη έκδοση, η νέα μεταφραστική εργασία του Ρόη Παπαγγέλου, στην οποία αποδίδονται έμμετρα στα ελληνικά και σχολιάζονται αναλυτικά δύο από τις γνωστότερες συνθέσεις του διάσημου αμερικανού (και πολιτογραφημένου άγγλου) νομπελίστα δημιουργού Thomas Stearns Eliot (1888-1965) –ήτοι τα Τέσσερα Κουαρτέτα (Four Quartets) και Η Χέρσα Γη (The Waste Land). Ο Eliot, που κατόρθωσε να πετύχει, καθώς σημείωσε στα 1926 ο πολύς I. A. Richards, «την εύρεση μιας νέας τάξης μέσα από τη θέαση και την έκθεση της αταξίας», και που δεν σταμάτησε να πιστεύει ότι «ο λάτρης της ποίησης, όταν αυτή καλεί σε εμβάθυνση, πρέπει να είναι προετοιμασμένος να ανταποκριθεί», είχε ήδη από το 1915 προκαλέσει αίσθηση στην παγκόσμια λογοτεχνική σκηνή με το ποίημά του The Love Song of J. Alfred Prufrock, ένα από τα εμβληματικότερα έργα του μοντερνισμού.
Ωστόσο, το έργο που έμελλε να τον «απογειώσει» πραγματικά ήταν το πασίγνωστο The Waste Land· για τη μετάφραση του τίτλου του συγκεκριμένου ποιήματος, που είδε το φως της δημοσιότητας τον Οκτώβριο του 1922 στο περιοδικό The Criterion, τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους κυκλοφόρησε σε βιβλίο και ήταν αφιερωμένο στον έτερο πρωτεργάτη της μοντέρνας ποίησης, Ezra Weston Loomis Pound (1885-1972), τον οποίο ο Eliot αποκαλούσε il miglior fabbro [=τον μεγαλύτερο μάστορα] όχι μόνο γιατί τον σεβόταν απεριόριστα αλλά και επειδή είχε συμβάλει στον δραστικό περιορισμό της έκτασης του εν λόγω κειμένου πριν δημοσιευθεί, έχουν, ως γνωστόν, προταθεί διάφορες ελληνικές αποδόσεις (Ερημότοπος, Ρημαγμένη Χώρα), ανάμεσα στις οποίες έχει επικρατήσει η σεφερική εκδοχή Ερημη Χώρα.
Ο Παπαγγέλου, λαμβάνοντας υπόψη την κυριολεκτική σημασία του τίτλου στα αγγλικά, το γεγονός ότι τέτοιες γαίες είχαν αργότερα χαρτογραφηθεί ως «χέρσες» από το Συμβούλιο του Μείζονος Λονδίνου, καθώς και το ότι η σύνθεση αφορά πρωτίστως τον άχρηστο και τον αχρηστευμένο χώρο, που έχει καταστεί ολοκληρωτικά «χέρσος», εισηγείται την απόδοση: Χέρσα Γη –ενδεχομένως ακριβέστερη, αλλά όχι ποιητικότερη από εκείνην του Σεφέρη. Το έργο έχει ευρέως συσχετιστεί με τον νέο τύπο ανθρώπου που προέκυψε από την αλλοφροσύνη και τις πρωτόγνωρες για την ανθρωπότητα καταστροφές τις οποίες επέφερε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ξεχωρίζει, ανάμεσα σε άλλα, για τον υπαινικτικό χαρακτήρα του, που κινείται μεταξύ σάτιρας και προφητείας, για τις μεταπτώσεις ως προς τα ομιλούντα πρόσωπα, τις τοποθεσίες και τον χρόνο, για την περίπλοκη δομή του, τη ρυθμικότητα των στίχων του και το βαθύ διανοητικό υπόστρωμά του, το «ξεκλείδωμα» των οποίων προϋποθέτει την απαραίτητη σκευή του αναγνώστη.
Από τους συγκλονιστικούς εισαγωγικούς στίχους του ποιήματος (Ο Απρίλης είν’ ο πιο ανελέητος μήνας, γονιμοποιώντας / πασχαλιές μες απ’ την πεθαμένη γη, ανακατεύοντας / ανάμνηση και πόθο, ανακινώντας / ρίζες ναρκωμένες με ανοιξιάτικη βροχή, στ. 1-4) έως τα σανσκριτικά παραθέματα με τα οποία κλείνει το έργο, συνυφαίνονται πάμπολλες επιδράσεις από λόγιες πηγές, ποιητικά αποσπάσματα, μύθους και παραδόσεις, μαζί με προσωπικά βιώματα, σε μια σύνθεση πρωτότυπη και πρωτοποριακή που δίκαια συσχετίστηκε με τον Οδυσσέα (Ulysses) του ιρλανδού συγγραφέα James Augustine Aloysius Joyce (1882-1941).

Τα Τέσσερα Κουαρτέτα

Τα Τέσσερα Κουαρτέτα, από την άλλη, είναι το επιστέγασμα μιας συνεπούς και συστηματικής ποιητικής διαδρομής· καθένα από τα μακρά αυτά ποιήματα χωρίζεται σε πέντε ενότητες, σχετίζεται, διαδοχικά, με τα τέσσερα στοιχεία της φύσης (αέρα, γη, νερό και φωτιά), κυκλοφόρησε αρχικά αυτοτελώς, στο διάστημα 1935 με 1942, ενώ πρωτοεκδόθηκαν, όλα μαζί, σε τόμο στη Νέα Υόρκη, το 1943 (και αμέσως μετά στο Λονδίνο, το 1944). Ο Eliot θεωρούσε πως σηματοδοτούσαν την κορύφωση της δημιουργίας του, ενώ έχει υποστηριχθεί πως αυτά ήταν που ουσιαστικά τού χάρισαν το Νομπέλ στα 1948. Επιβεβαιώνοντας περίτρανα την ελιοτική άποψη πως «ένα ποίημα δεν σημαίνει, αλλά είναι», αποτελούν πρωτίστως έναν στοχασμό πάνω στον χρόνο, που εξελίσσεται γύρω από τον πολυσήμαντο νοηματικό άξονα αρχής-τέλους. Καθώς υπονοείται στον τίτλο τους, ο ποιητής εκφράζεται σε αυτά με την αριστοτεχνική χρήση «της μουσικής του λόγου», εξερευνώντας παράλληλα τις ανθρώπινες συγκινήσεις κατά ζεύγη (γέννα-θάνατος, πόλεμος-ειρήνη, πράξη-απραξία, κίνηση-ακινησία, ημέρα-νύχτα) και κατά τη διασταύρωση του χρόνου με το άχρονο.
Την ίδια στιγμή, η εσκεμμένα συντακτική αρρυθμία τους, μέσα από τη συνεχή χρήση παρεμβολών και ανακοπών, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι παραπέμπει στον συχνά αποσπασματικό ανθρώπινο στοχασμό, ενώ στο φιλοσοφικό τους υπόβαθρο συνυπάρχουν ο καθολικισμός του δημιουργού με άλλα έργα, ρεύματα και ιδέες του Δυτικού κόσμου αλλά και της Ανατολής, καθώς, εντελώς δειγματοληπτικά, καταδεικνύουν στίχοι όπως: Η μοναδική σοφία που μπορούμε να ελπίζουμε πως θα αποκτήσουμε / είναι η σοφία της ταπεινοσύνης: η ταπεινοσύνη είναι ατελεύτητη (2ο, στ. 98-99), που θυμίζουν το σαιξπηρικό: τίποτα δεν ταιριάζει περισσότερο στον άνθρωπο / όσο μια σεμνή ακινησία και ταπεινότης (από το Ερρίκος Ε΄, 3, 1, στ. 3-4) ή: μα η πίστη και η αγάπη και η ελπίδα, είναι όλα στο καρτέρεμα (2ο, στ. 127) και: Η αγάπη είναι πιο πολύ αυτούσια / όταν το εδώ και το τώρα παύουν να ‘χουν σημασία (2ο, στ. 202-203), που παραπέμπουν στη χριστιανική διδασκαλία, ή: Ο,τι καλούμε αρχή είναι συχνά το τέλος / και το να βάνεις ένα τέλος είναι να κάνεις μιαν αρχή (4ο, στ. 216-217), που ανακαλούν στη μνήμη χωρία από το έργο του Ηρακλείτου (απόσπ. 34), του Ιπποκράτη (Περί τροφής, 9) κ.ά.π.

Φραστική και νοηματική επακρίβεια

Η ζηλευτή ρυθμικότητα και μουσικότητα των στίχων των συγκεκριμένων συνθέσεων, συνταιριασμένες με την εκπληκτική ποιητικότητα που αναδίδουν και την εκφραστικότητά τους, πολύ δύσκολα μπορούν να αποδοθούν στα ελληνικά, ιδίως αν ο μεταφραστής επιχειρήσει να καταστήσει την εργασία του αυθεντικά ποιητική, παραμένοντας ταυτόχρονα πιστός στο πρωτότυπο. Και όμως: παρά τις όποιες επιμέρους απορίες θα μπορούσαν να εγερθούν, στις μεταφραστικές αυτές απόπειρες έχει επιχειρηθεί να «τηρηθεί η φραστική και νοηματική επακρίβεια» και να αντιστοιχηθούν «οι φανεροί και κρυμμένοι ρυθμοί (και ρίμες όπου υπάρχουν) του πρωτοτύπου» (σ. 10). Ο δε σχολιασμός είναι αρκετά εκτεταμένος, με στόχο να βοηθήσει τον αναγνώστη στην κατανόηση των πλέον υπαινικτικών σημείων των εν λόγω συνθέσεων, λαμβανομένης υπόψη και της άποψης του Eliot πως «δεν απαιτείται να εννοήσεις πρώτα το νόημα για να χαρείς την ποίηση, μα η απόλαυση της ποίησης μάς προκαλεί την επιθυμία να κατανοήσουμε το νόημα».
Ο κ. Γιώργος Ανδρειωμένος είναι καθηγητής της Νεοελληνικής Φιλολογίας και αντιπρύτανης στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ